Εκτύπωση του άρθρου
Χρήστος Χρυσόπουλος

Η ΑΦΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ[1]
 
 
Αν κλείσεις σε ένα δωμάτιο τους κύριους ερευνητές της έννοιας [του μεταμοντέρνου] –ας πούμε τον Leslie Fiedler, τον Charles Jencks, τον Jean-Francois Lyotard, τον Bernard Smith, την Rosalind Krauss, τον Frederic Jameson, τη Marjorie Perloff, τη Linda Hutchen και, για να αυξήσουμε τη σύγχυση, εμένα–, τους κλειδώσεις και πετάξεις το κλειδί, δεν πρόκειται να συμφωνήσουν ούτε σε μια βδομάδα. Αντιθέτως, μόνο μια λεπτή γραμμή από αίμα θα κυλήσει κάτω από την πόρτα.
[Ihab Hassan, «From Postmodernism to Postmodernity»]
 
Μιλώντας για τη σύγχρονη λογοτεχνία, ας κάνουμε μια αρχική διάκριση: θα προτιμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες επικαιρότητα (urgency) και κοινωνικότητα (agency), θεωρώντας το νεωτερικό και το μετα-νεωτερικό ως επιστημολογικές κατηγορίες. Από αυτήν τη σκοπιά, ο αποτελεσματικός συγγραφέας (ο επίκαιρος και κοινωνικά προσανατολισμένος) πρέπει να γράφει επιδιώκοντας την πολλαπλότητα των δείξεων (deixes). Καλείται, λοιπόν, να αντικαταστήσει την πίστη με τον στοχασμό. Και το παράδοξο είναι ότι αυτός δεν είναι ένας μετανεωτερικός σχετικισμός, αλλά μια συμμετοχή. Ο στοχαστής διακρίνεται από τον πιστό στο ότι είναι περισσότερο αφοσιωμένος στο έργο του και στον κόσμο. Γιατί, ξεκινώντας, ο στοχαστικός συγγραφέας έχει χίλια δυο αξιώματα και όψεις να εξετάσει, ο πιστός όμως ξεμπερδεύει με τις λίγες αντιρρήσεις.

Επομένως, η επίκαιρη λογοτεχνία είναι μια δέσμευση ειλικρίνειας και όχι μια στράτευση στην όποια αλήθεια ή στην αληθοφάνεια. Το να λέμε ότι ο συγγραφέας «παρουσιάζει μια εκδοχή», όπως γίνεται τόσο συχνά στη σημερινή μας πεζογραφία, δεν σημαίνει τίποτα. Αυτό γινόταν ανέκαθεν στη λογοτεχνία. Η επίκαιρη λογοτεχνία είναι η πληθώρα των νοημάτων. Επικαιρότητα σημαίνει αλυσιτέλεια. «Εν τω γίγνεσθαι». Εδώ τοποθετώ και τη διάκριση νεωτερικού - μετανεωτερικού και ως μια μετάβαση από την «ταυτότητα» στη «διαφορά»[2].
 
Ακολούθως, θα κάνω μια νύξη που αφορά τις τεχνικές. Η αποσπασματικότητα, η χρήση τεκμηρίων, η αυτοαναφορικότητα, η λοιδορία, το pastiche είναι τεχνικές καλά γνωστές στη λογοτεχνία μας, δεν σημαίνουν όμως κατ’ ανάγκη ότι κάνουμε μεταμοντέρνα (και πολύ περισσότερο επίκαιρη) λογοτεχνία. Το μεταμοντέρνο δεν είναι απλώς η συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων ή μεθόδων (αυτό ανέκαθεν υπήρχε στη λογοτεχνία ήδη από τον Τρίσταμ Σάντυ του Λώρενς Στερν), αλλά είναι ο τρόπος με τον οποίο τα δομικά στοιχεία του έργου διαμορφώνουν:
 
·         όχι τη σύνθεση (τι και πώς συνταιριάζει ο συγγραφέας), αλλά
·         την πρόσληψη (τι δικαιούται να εκλάβει ο αναγνώστης).
 
Ας το διατυπώσουμε ως ένα αίτημα προς τον συγγραφέα: «Δεν μας ενδιαφέρει πόσο ρηξικέλευθο, ριζοσπαστικό, καινοτόμο είναι το όραμά σου, το παιχνίδι δεν παίζεται πια σε αυτό το επίπεδο, το ζήτημα είναι πόσο “ανοιχτό” όραμα έχεις, από πόσες διαφορετικές πλευρές μπορώ να το κατανοήσω, ποιες εκφάνσεις αποκλείει». Κι αυτό γιατί σήμερα δεν υπάρχει η απαραίτητη χρονική καθυστέρηση που επιτρέπει την ανάπτυξη μιας avant-garde. Ο χώρος στον οποίο αναπτύσσονται σήμερα οι εφήμεροι νεωτερισμοί είναι πολύ μικρός, συμπιέζεται ανυπόφορα αφού όλοι αναζητούν απεγνωσμένα το καινούργιο, κι έτσι ό,τι εμφανίζεται ως νέο πολύ σύντομα –σχεδόν αμέσως– αντικαθίσταται από κάτι άλλο. Και δεν υφίσταται πλέον ο κατάλληλος χρόνος (και η κρυπτότητα, το underground) για να αναπτυχθούν συλλογικές πρωτοπορίες. Είναι ένας διαρκής διαγκωνισμός στον οποίο επιζεί ο πιο προσαρμοστικός. (Lash & Lurry, 2007).

Εκεί ορίζεται η μεταμοντέρνα επικαιρότητα: στην ανοιχτή ερμηνεία – όχι στην περίπλοκη δομή. Η ανυπαρξία αυτής της «ανοιχτότητας» στην ερμηνεία, η αδυναμία διασποράς του αφηγηματικού «κέντρου» σημαίνει ότι η λογοτεχνία μας (εκτός λίγων εξαιρέσεων) δεν έχει ξεφύγει από τα δεσμά της «νεωτερικότητας»: την καντιανή «υποκειμενική άποψη» - το «εγώ έτσι το βλέπω» - την ανοικείωση των φορμαλιστών. Δηλαδή, πράγματα γνωστά από παλιά. Και εδώ είναι τυχεροί οι ποιητές, γιατί από αυτήν τη δέσμευση τους ελευθερώνει η ίδια η ποίηση, και ίσως γι’ αυτό βρέθηκαν ανέκαθεν πιο κοντά –και σίγουρα πιο νωρίς– στην πρωτοπορία. Οι πεζογράφοι, όμως, είναι ασυγχώρητο να ξεχνάμε τη δική μας περιστολή.

Ας το πω αλλιώς και σε πρώτο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από δομικά χαρακτηριστικά και τεχνικές, η λογοτεχνία καθίσταται επίκαιρη μόνο όταν δεν έχω ενδοιασμό να τη βάλω σε κίνδυνο. Όταν η έγνοιά μου για το συγγραφικό «προσωπείο» δεν είναι κυρίαρχη. Αυτό σημαίνει ότι η επικαιρότητα υπάρχει όταν η έκφραση αδυνατεί να με φανατίσει, να με κάνει όργανο της πραγματοποίησής της. Τότε πραγματικά έχω σκέψεις για τη λογοτεχνία και μπορώ ως συγγραφέας να εκλέξω μια διυποκειμενικότητα μέσα στις όψεις του κόσμου. Αυτήν την προειδοποίηση απέναντι στην απόδοση ενός a priori των πραγμάτων δεν δικαιούμαι να την αγνοήσω. Όπως έχει ήδη διακηρύξει ο Φουκώ:
 
Μη με ρωτάτε ποιος είμαι και μη μου λέτε να παραμείνω ο ίδιος: αυτή είναι μια ληξιαρχική ηθική^ διέπει τα δημόσια έγγραφά μας. Ας μας αφήσει τουλάχιστον ελεύθερους όταν γράφουμε. (Φουκώ, 1987)
 
Θα ρωτήσουν τότε κάποιοι: «Τι απομένει λοιπόν από τη λογοτεχνία όταν έχει χάσει τα δικαιώματά της στο a priori;». Εγώ λέω δεν έχει χαθεί τίποτα. Η βασική αστοχία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, αυτό που (ως σώμα) την εμποδίζει να είναι επίκαιρη με την ουσιαστική έννοια είναι ότι δεν κατανόησε και δεν ανέπτυξε την αυτογνωστική μέθοδο, που είναι απαραίτητη σε κάθε «ισχυρή» (Bloom) λογοτεχνία. Άφησε να την εμποδίσουν οι ιστορικές προκαταλήψεις, ώστε να μην αναγνωρίσει τις ίδιες τις παρορμήσεις της. Με αυτό συνδέεται και το γεγονός ότι οι περισσότεροι συγγραφείς του σύγχρονου κανόνα (και δη οι πιο καίριοι) δεν κατανόησαν τις ήδη υπάρχουσες απαρχές της φαινομενολογίας τους. Κυρίως, πίστεψαν ότι η λογοτεχνία συντελείται σε καθαρά ενορατική στάση και είναι μόνο μεταφυσική, στοχαστική αφαίρεση/ενόραση. Ανήκουν, με άλλα λόγια, στην κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που, όπως λέει ο Ενρίκε Βίλα Μάτας, «πιστεύουν ότι αν επαναλάβουν χίλιες φορές το ίδιο πράγμα, στο τέλος θα γίνει αληθινό» (Μάτας, 2006).
 
Οι συγγραφείς, αδυνατώντας να αντιληφθούν πόσο ανεπαρκής είναι η –παρωχημένη πλέον στους καιρούς μας– ατομική δήλωση («έτσι είναι επειδή έτσι νομίζω»), επιζητούν μια δήθεν (έστω νεωτερική) «αλήθεια» και αρνούνται να αντικρίσουν κατάματα το γεγονός ότι, από τη στιγμή που κάνουν λογοτεχνία, είναι αναγκασμένοι να παράγουν μια ειρωνική φαινομενολογία που πάντοτε θα καταλήγει να τους περιγελά. Και ετούτη είναι μια ανεπάρκεια που αφορά το σύνολο του νεοελληνικού τρόπου σκέψης.

Μόνο η λογοτεχνία μιας πραγματικά ριζικής και συστηματικής φαινομενολογίας, που όμως δεν θα ασκείται στη βάση μεμονωμένων θεωρήσεων, αλλά θα έχει αφιερωθεί στα εξαιρετικώς σύνθεταπληθυντικά ζητήματα του συνειδέναι και θα τα αντιμετωπίζει όλα ισότιμα στη μυθοπλασία, με ένα εντελώς ελεύθερο πνεύμα χωρίς να τυφλώνεται από προκαταλήψεις, μπορεί να μας προσφέρει πραγματικά επίκαιρες διαχρονικές λογοτεχνικές μορφές. Όταν θα διατηρεί ζωντανή την αναφορά. Όταν συνεχίζοντας την αντιπαράθεση του νοήματος θα κρίνει την πολυσημία, θα την υποδέχεται, θα την απωθεί, θα τη μεταπλάθει. Και στο τέλος, θα την αφήνει αναπόφευκτα ανέγγιχτη. και

Και, τότε, θα πάψει πλέον να είναι αυτονόητη και εκείνη η ρητορική που τόσο άφθονη συσσωρεύεται στις μέρες μας και μας προμηθεύει τις γνωσιολογίες της, τις ιστορικές θεωρίες και τις ηθικές της, στηριγμένες στη βάση δημοφιλών κοινοτοπιών και ιδεολογημάτων. Και ίσως να μπορέσουμε τότε να δούμε πιο εύκολα διάφορες ρηξικέλευθες, αλλά συσκοτισμένες μονάδες του παρελθόντος (αλλά και του παρόντος) της λογοτεχνίας μας.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
 
Scott Lash & Celia Lurry, Global Culture Industry, Polity Press, 2007.
Μισέλ Φουκώ, Η αρχαιολογία της γνώσης, μετ. Κωστή Παπαγιώργη, Εκδόσεις Εξάντας, 1987.
Ενρίκε Βίλα Μάτας, Η νόσος του Μοντάνο, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006.


[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάστηκε στο συνέδριο «Νεωτερικότητα και σύγχρονος Ελληνικός πολιτισμός», Ναύπλιο, 15-17 Ιουνίου 2007.
[2] Ό,τι ο Ερνστ Μπλοχ περιέγραψε ως οντολογική κατάσταση του «όχι ακόμα» (noch nicht - not yet being) και αναφέρεται στην κατευθυντικότητα (directionality) και στην ανολοκλήρωτη φύση του κόσμου: η πραγματικότητα είναι μια ανοιχτή διεργασία. Σε αυτήν τη διαπλοκή με τον ρευστό κόσμο, η δημιουργική φαντασία δομεί την πραγματικότητα κατανοώντας τη στην ολότητά της (in Totum).



Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα. Τα βιβλία του είναι:  Η Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006], Το γλωσσικό κουτί [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006], Φανταστικό μουσείο [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005], Σουνυάτα [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004], Περίκλειστος Κόσμος [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003], Encounters [Listasafn, Reykjavik, 2003], The Black Dress [RCIPP, N.J., 2002], Ο μανικιουρίστας [2000], Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου [1997], Ο βομβιστής του Παρθενώνα [1996]. Η ιστοσελίδα του είναι: www.chrissopoulos-vivlia.blogspot.com




Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Αυγούστου 2007