Εκτύπωση του άρθρου

MANUEL ALTOLAGUIRRE    

Μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

 

 

1. Διαφάνεια

Σωστά έπραξα, πληγώνοντάς σε,
άγνωστη γυναίκα.
Αγκαλιάζοντάς σε ύστερα
με τρόπο ειδικό,
τι έρωτα αληθινό
-μοναδικό- που αισθανθήκαμε!
Σαν το έπιπλο με το ύφασμά του,
η γύμνια σου δεν προκαλούσε κάτω από τον αέρα,
κάτω από την ψυχή, τις ψυχές μας.
Εμείς ήδη δε δίναμε σημασία.
Το έδαφος ήταν βασιλείου
θείου κι αμύθητου.
Οι δυο μας, διαφάνειες,
στα ύψη, καιόμενες.

 

Transparencias

Hice bien en herirte,
mujer desconocida.
Al abrazarte luego
de distinta manera,
¡qué verdadero amor,
el único, sentimos!
Como el mueble y la tela, tu desnudo
ya no tenía importancia bajo el aire,
bajo el alma, bajo nuestras almas.
Nosotros ya no entendíamos de aquello.
Era el suelo de un ámbito
celeste, imponderable.
Éramos transparencias
altísimas, calientes.

 

2. Εγώ και το φως

Εγώ και το φως σε εφηύραμε,
πόλη που τώρα, μέσα σ’ ένα ξημέρωμα
φαντασίας και ήλιου,
στον κόσμο υπόσταση δίνεις•
πόλη, απροσδιόριστη ακόμη,
με αίμα, φως και οράματα
στις προσόψεις σου τις λευκές.

Δεν ξέρω τι είδους χάραμα
πίσω μου αφήνω, στα κτίρια επάνω,
ούτε και τι ήλιος αυριανός
τις όχθες, τη θάλασσα, τις στράτες εντός μου
θα φωτίσει.
Αλλάξαμε κόσμο
κι εγώ το δικό μας φως.

 

Yo y la luz

Yo y la luz te inventamos,
ciudad que ahora en un alba
de fantasía y de sol
naces al mundo;
ciudad aún imprecisa,
con sangre, luz y ensueño
en tus blancas fachadas.

No sé qué madrugada
sobre los edificios voy dejando,
ni qué sol mañanero
ilumina la vega, el mar, las calles,
interiores de mí.
Hemos cambiado
mundo y yo nuestras luces.

 


3. Ο θάνατός του

Τι βροντή, αυτή του σύρτη,
στης νύχτας τον κρύο έβενο απάνω!
Αποκαθήλωση εύθραυστων άστρων.

Όλοι εμείς οι δέσμιοι νιώσαμε
το ξήλωμα της κλειδαριάς.
Από ποιον; Για πού;

Ο ήλιος διαπέρασε από τη χαραμάδα λοξά
την πτυχωτή του σελίδα,
φωτίζοντας τη σκόνη.

Παράμερα ο εκλεκτός την κουρτίνα τράβηξε
και στο μελωδικό βασίλειο χάθηκε
του Τριγώνου και του αφρού.

Σε εμάς τις φυσαλίδες άφησε της απουσίας του
και των επαίνων του το μίλημα.

 

Su muerte

Qué golpe aquél de aldaba,
sobre el ébano frío de la noche!
Se desclavaron las estrellas frágiles.

Todos los prisioneros percibimos
el descoserse de la cerradura.
Por quién? Adónde?

El sol su página plisada
entró por la rendija oblicuamente,
iluminando el polvo.
 
Descorrió su cortina el elegido,
y penetró en los ámbitos sonoros
del Triángulo y la espuma.

Nos dejó la burbuja de su ausencia
y la conversación de sus elogios.

 

4. Νύχτα

Τα σκοτάδια αφουγκρώνται
της αβύσσου το κλάμα
τους απαίσιους ήχους
απ’ τ’ ατέλειωτο δράμα.

Και πολύ μαλακώνουν
στο κατώφλι του Άδη
τα αδυσώπητα όλα
που περνούμε τα πάθη.

Των ανέμων το μαύρο,
στεναγμός που βαστάει∙
πιο θαμπός κι απ’ το χνώτο
του μωρού που γελάει.

Παρηγόρα με, νύχτα,
με τα ξάγρυπνα ώτα
για παράπονα μύρια
και κραυγές, σαν και πρώτα.

 


Noche

Las tinieblas escuchan
el clamor del abismo,
la tremenda garganta
del dolor infinito.

Y se enternecen más
sobre los precipicios;
oscuridades anchas
bajo las que vivimos,

aires negros que son
montañas de suspiros,
blandos como el aliento
de los recién nacidos.

Consoladora noche,
y madre que es toda oídos,
para las quejas hondas,
para los altos gritos.

 

5. Φυγή στα ενδότερα

Οι τελευταίες λέξεις, οι αδύνατες,
έπεσαν στου λαιμού του τη βαθιά πηγή,
με το θρόισμα αυτού που για πάντα δραπετεύει
σε έναν αναστεναγμό ατέρμονο.

Μια βιασύνη εσωτερική ξεγύμνωνε
από ζωή το σαστισμένο θαρρείς περίγραμμά του.
Στο γεγονός εγώ παρών.
Δε ήταν, παρά στο κέντρο της ψυχής,
όπου συνέπεσαν
το στερνό το ρόδισμα στα μάγουλα
και η λάμψη στα μάτια του η στερνή.

Τελευταία πνοή. Στο τραπέζι απάνω, τα κρύσταλλα
με τα γινωμένα φρούτα, η πλήρης αντίθεση.


Fuga interior

Las últimas palabras imposibles
cayeron en el hondo pozo de su garganta
con el rumor de lo que huye para siempre
en un gemido interminable.

Una prisa interior dehabitaba
de vida sus contornos casi yertos.
Yo presencié la cita.
Fue en el centro del alma
en donde coincidieron
el último rubor de sus mejillas
y el brillo de sus ojos último.

Cuando expiró, sobre su mesa, los cristales
con blandas frutas vivas contrastaban.


6. Ανάμνηση

Η γη σε επιστρέφει σε ’μένα.
Αν το θάνατο δεν είχες γνωρίσει,
ούτε τα ύδατα δίχως κανάλι,
ούτε τα φρούτα με φλούδα,
ούτε τα ηφαίστεια
με τη δροσιά, τη γεύση και τη λαύρα τους,
την παρουσία σου θα μου επέστρεφαν.
Αδιάφορος θα ’ταν για ’μένα
τούτος ο πλανήτης,
ο αγκάθια γεμάτος,
που από τα σπλάχνα τους ξεριζώνει
τις ζωές και τα δέντρα
για να τον περιβάλλουν
με χρώμα και χάδι.
Η γη καλά το γνωρίζει
πως ο ήλιος και τα άστρα
είναι βλέμματα όντων που δεν υπάρχουν.
Μόνο σε εσένα πιστεύω, πλανήτη της θανής μου,
όπου για πάντα χάθηκε ο σύντροφός μου ο παντοτινός.

 

Recuerdo

La tierra te devuelve a mí.
Si tú no hubieras muerto,
ni las aguas sin venas,
ni las frutas con piel,
ni los volcanes,
en su frescor, sabor y fuego,
me darían tu presencia.
Me sería indiferente
este globo erizado
que expulsa de su entraña
las vidas y los árboles
para que lo rodeen
de color y ternura.
La tierra sabe bien
que el sol y las estrellas
son miradas de seres que no existen.
Sólo creo en ti, planeta donde muero,
donde murió quien siempre me acompaña.

 


7. Προς το χθες

Αναπήδησε η καρδιά μου εμπρός στη σκοτεινή
μύχια πύλη και η ζωή μού ξέφυγε
κατευθυνόμενη στα ενδότερα, στο χθες, ώσπου να νιώσει
και πάλι κλεισμένη μες στο σπόρο
εκείνου που όνειρα σπέρνει.

Το πρόσωπό του δεν είδα, ούτε το μέρος γνωρίζω,
όπου λουλούδι γίνεται ο κόσμος όπου ζούμε,
ανάμεσα σε άστρα άλλα, άνθη αποκομμένα
από το φύλλωμα του χρόνου: όνειρο, τίποτα.

Θα έρθει η μέρα που ο Θεός, με τη δόξα του,
θα με κάνει να επιστρέψω – πόσο σύντομος ο δρόμος–
και τότε, ναι, οι ύμνοι μου θα ’ναι αλήθεια.

 

Hacia ayer


Mi corazón dio golpes en la oscura
puerta interior, y se me fue la vida
hacia dentro, hacia ayer, hasta sentirse
encerrada de nuevo en la semilla
del Sembrador de sueños.

No vi su rostro ni conozco el prado
en donde es flor el mundo en que vivimos,
entre otros astros, flores desprendidas
de las frondas del tiempo: sueño, nada.

Día llegará en que Dios, para su gloria,
me hará volver —¡qué breve es el camino!—
y entonces sí será verdad mi canto.

 


8. Η θάλασσα

Οι ζωές μας είναι οι ποταμοί
που εκβάλλουν στο κάτοπτρο
-το δίχως μέλλον- του θανάτου.

Προς τα εκεί οι αναμνήσεις μας πορεύονται,
εκθέτοντάς μας αυτό που υπήρξαμε
και που θα ’μαστε για πάντα,
κρύσταλλο που πάνω του οι ψυχές μας
το ήδη βιωμένο θα ξαναβιώσουν
στου χρόνου τις φυλακές.

Να απέχεις από το θάνατο
σημαίνει να μη βλέπεσαι,
τον τυφλό να παριστάνεις,
με τη μνήμη απωλεσμένη,
συννεφιασμένη τη λογική,
περπατώντας με προορισμό ανύπαρκτο,
ασταθής κι αγνώριστος.


El mar

Nuestras vidas son los ríos
que van a dar al espejo
sin porvenir de la muerte.

Allá van nuestros recuerdos
mostrándonos lo que fuimos
y para siempre serémos,
cristal en que nuestras almas
revivirán lo vivido
en las prisiones del tiempo.

Estar lejos de la muerte
es no verse, es estar ciego,
con la memoria perdida,
nublado el entendimiento,
sin voluntad caminando,
volubles, desconociéndonos.

 


9. Δίχως εκείνη

Απούσα η μοναξιά μου.
Mοναξιά. Ποια μοναξιά;
Στο πλάι τάχα μόνος
της τόσης συντροφιάς μου,
μονάχος κι όχι μόνος.

Χαμένο να με βρίσκω,
χωρίς μια λύση, Άλλος,
σε μέγα μέσα πλήθος.

Χαλάσματα στη σκόνη
η συντροφιά των άλλων!

Βουβό θυμίζει κτίσμα,
απτό, βαθύ και ξένο:
η απούσα μοναξιά μου!


Sin ella

Mi soledad ausente.
Qué soledad sin soledad!
Sentirse solo al lado
de tanta compañía,
solo, sin soledad.

Encontrarse perdido,
sin solución, disuelto
en una muchedumbre.

Qué ruinas polvorientas
la compañía de todos!

Qué edificio  sereno,
concentrado, profundo,
mi soledad ausente!

 


10. Κυρά της νύχτας

Ξάστερη νύχτας κυρία
των τυφλωμένων σκοτάδι.

Ίσκιο πατώ της σελήνης,
και μια σταλιά το άρωμά σου,
άφθονο όταν διαβαίνεις.

Ξάστερη νύχτας κυρία
των τυφλωμένων σκοτάδι.

 


Dama de noche

Dama de noche, estrellada
oscuridad de los ciegos.

Piso tu sombra de luna
y el borde de tu perfume
derramado en el paseo.

Dama de noche, estrellada
oscuridad de los ciegos.


Manuel Altolaguirre

(Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη)


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Οκτωβρίου 2011