Εκτύπωση του άρθρου

ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ…  του Βασίλη Αμανατίδη

Λόγω πρωτοκαθεδρίας της εικόνας, πολυδιάσπασης της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά και εξαιτίας της χρηματιστηριακής λογικής που ακολουθούν οι μηχανισμοί προώθησης της τέχνης, η σημερινή εποχή φαίνεται να μην ευνοεί ιδιαίτερα τη «φτωχή», και μη εξαργυρώσιμη εμπορικά, τέχνη της ποιήσεως. Ίσως όμως έχουμε και οι ποιητές μερίδιο ευθυνών:
   Αν και η πτώση του «υψηλού» είναι προ πολλού τετελεσμένη, η ποίηση εξακολουθεί σήμερα, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, να χειρίζεται παράταιρους τρόπους παλαιών και δοκιμασμένων, ή νεότερων –αλλά σοβαροφανών και ήδη παρωχημένων– αντιλήψεων. Ρωτώ: 
   Μήπως θα ήταν καλό να παραμερίζαμε για λίγο την αέναη και κλειστοφοβική αυτο-αναφορικότητα της ποιήσεως; Μήπως θα έπρεπε να την μπολιάζαμε, να τη «λασπώναμε» με υλικά αλλότρια, ακόμη και «φτηνά»; Να αποδεχόμασταν την πρωτοκαθεδρία της εικόνας και της τεχνολογίας, και να περνούσαμε την ποίηση μέσα από τις νέες γλώσσες, ξεχνώντας για λίγο τη θωπευτική παρηγορία των μεγάλων σεβαστών δασκάλων; Μήπως θα έπρεπε να γινόμασταν λιγότερο προσεκτικοί και φοβισμένοι απέναντι σε παραδεδεγμένες αξίες; Μήπως θα ήταν καλύτερο να αναγνωρίζαμε την κατατονία και την παραφορά, την επικινδυνότητα ή και την αυτοκαταστροφικότητα μέσα μας, παύοντας επιτέλους να αναπαράγουμε μια γραφή ανώδυνου καθωσπρεπισμού; Μήπως θα έκανε καλό αν στρεφόμασταν ακόμη περισσότερο στα κοιτάσματα του πειραματισμού, του πάθους, της ειρωνείας, της κατάθλιψης, του χιούμορ, της φωνής της σωματικότητας, του ρυθμού της κραυγής; Ή, ακόμη, να προχωρούσαμε σε μία κατάργηση των ορίων των ειδών, διατηρώντας το μεγαλειώδες δικαίωμα της δοκιμής και του «λάθους»; Μήπως θα έπρεπε να αποδεχτούμε τη θριαμβεύουσα και αναπόφευκτη σημερινή Αντιφατικότητα ως αξία, και να πάψουμε να αγωνιζόμαστε να ποιήσουμε μια απεγνωσμένη, παλαιϊική καθαρότητα; Μήπως θα έπρεπε επιτέλους να γίνουμε υβριδικοί, δηλαδή καθαρτήρια «υβριστές»; Και, επομένως, να αποδεχόμασταν –αν και όχι άκριτα– την εποχή μας, αντί να την αντιμαχόμαστε υπεκφεύγοντας διαρκώς;
   Οι δεοντολογίες με ενοχλούν. Οι ερωτήσεις αυτές είναι απλώς μερικές από τις προσδοκίες μου. Επιθυμώ ποίηση ως συνειδητή και οιστρηλατούμενη τέχνη του σήμερα. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν ίσως να ονοματίσουμε επιτέλους έναν –ακόμη και πλαστό– Ποιητικό πατέρα μας, μήπως έτσι βρίσκαμε ποιον οφείλουμε να «σκοτώσουμε». Γιατί πέραν των αντιφάσεων του μεταμοντέρνου, στόχος όλων μας, νομίζω, είναι η δημιουργία ενός νέου υστερο-μοντερνιστικού κανόνα, που οι επόμενοι –υγιώς– θα ανατρέψουν, σκοτώνοντας εμάς –αν υπάρχουμε ακόμη, και αν γίνουμε ποτέ αξιοφόνευτοι. Ακόμη και σήμερα, που δεν ευνοούνται οι ρήξεις, ας φοβόμαστε την τέχνη που αρνείται να αντιτεθεί και σεβαστικά να «φονεύσει».

2005 (μερική αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η βραδυνή»)

…ΚΑΙ ΕΝΑ CREDO

Έχω μια διεγερμένη αμφιθυμία απέναντι στην Ποίηση. Πιθανόν: την επιθυμώ και προστρέχω σε αυτήν, την ίδια στιγμή όμως την αντιμάχομαι και τη νιώθω σαν στενό κορσέ. Γι’ αυτό επιχειρώ, με τα δικά μου μέσα κάθε φορά –εννοώ: σε κάθε βιβλίο μου– να την επανεφευρίσκω διευρυμένη. Είμαι σίγουρος ότι γι’ αυτήν την «ύβρι» που διαπράττω προς την Ποίηση δεν ευθύνεται η ποίηση, αλλά μόνον εγώ. Παρ’ όλα αυτά, καθόλου δεν με αφορά η ποίηση με τον τρόπο που την αντιλαμβάνονται βασικοί εκπρόσωποί της σήμερα: ως μία ηπίως, σοβαροφανώς, και ενδοσυντεχνιακά ανανεούμενη συνέχιση παραδόσεων του χθες.
   Καταρχάς, αντιπαθώ την ποιητική πόζα ποιητών που θεωρούν την τέχνη τους ως υψηλότερη των υπολοίπων τεχνών. Θα είχα μεγάλη ευχαρίστηση αν ο ποιητής αντιμετωπιζόταν με τους όρους ενός χειρώνακτα του θυμικού και του πνεύματος. Η ποίηση –εκ του «ποιώ». Τέχνη-τεχνική. Ποίημα-πράγμα. Ποιητής-σώμα-φυσική παρουσία-φωνή.
   Κατά δεύτερον, νομίζω πως η ποίηση –όπως και οι υπόλοιπες τέχνες– δεξιώνεται πλέον μεγάλες αλλαγές και τρέφεται από τις ίδιες τις αντιφάσεις της: αυτό είναι, νομίζω, και η ποίηση σήμερα. Αντιφατική. Θα έλεγα, οφείλει να είναι, αν είναι της εποχής της. Αυτό πολλοί αδυνατούν συνήθως να το εννοήσουν. Κριτική και κοινό εξακολουθούν συνήθως να αναζητούν ανακουφιστικές συμπαγείς ολότητες παλαιάς κοπής, αντί για νέους υβριδικούς πειραματισμούς. Οι βίαιες συγκρούσεις «αντιφατικών» υλικών τούς πέφτουν συχνά βαριές.
   Με ενδιαφέρει, επομένως, ιδιαίτερα το φαινόμενο της ρήξης, από την έλλειψη της οποίας πάσχουμε γενικώς. Επίσης, η διερεύνηση του ναρκισσισμού στη γραφή, καθώς και η σωματοποίηση: τα βιβλία-σώματα. Κυρίως, όμως, με αφορά το φαινόμενο μιας παραπλανητικά ενιαίας Γραφής, και, ακόμη περισσότερο, το συνολικό καλλιτεχνικό φαινόμενο –η Τέχνη, εν γένει. Γιατί η εσωτερική μου ουτοπία είναι τόσο ισχυρή ώστε επιθυμώ μάλλον το «ανομολόγητο»: τον επανονοματισμό, την επαναξιολόγηση της ποιητικής αίσθησης ή της ποιητικότητας.
   Ειδικότερα τώρα, εννοώ όλα τα κείμενά μου ως γραφή «επιτελεστική» –θα συνεννοηθούμε καλύτερα αν την πούμε στα αγγλικά: performative. Εννοώ, δηλαδή, τον εαυτό μου ως έναν performer, ακόμη κι αν σπανίως διαπράττω ποιητικές performance. Επιχειρώ, όμως, κάθε φορά, να ενσωματώσω με ποικίλους (υλικοτεχνικούς, τυπογραφικούς κλπ) τρόπους μέσα σε όλα μου τα βιβλία αυτήν την επιτελεστική τους πρόθεση και διαθεσιμότητα, μετατρέποντάς τα σε προσομοιωτικές εκδοχές της σωματικής μου οντότητας. Έτσι, η performativeλογική (concept, κίνηση, φωνή) εγγράφεται στο τελικό κείμενο, καθώς οι λέξεις, οι τομές, η εναλλαγή των ποιημάτων υποκρύπτουν μία συνεχή νοητική, συναισθηματική, φωνητική και σωματική κινησιολογία. Στόχος: να μείνω σεμνά έκθετος, να απογυμνωθώ στα βλέμματα για να απογυμνώσω τα βλέμματα. Θα μπορούσα, λοιπόν, αναφερόμενος στα κείμενά μου, να μιλήσω για ένα δυνητικό παραστάσιμο υλικό σε εξέλιξη, όχι όμως με την έννοια του θεάτρου όπως συνήθως γίνεται αντιληπτή. Μιλώ κυρίως για μια γραφή που είναι λόγος, άρα στόμα και φωνή, άρα σώμα. Γι’ αυτό και θα ήμουν αρκετά ευτυχής αν οι αναγνώστες διάβαζαν τελικά τα βιβλία μου δυνατά: δοκιμάζοντάς τα μέσα από τη δική τους σωματική φωνή. Αυτό θεωρώ σήμερα ύστατη πράξη ενδοτικότητας και ειρωνικής απελπισίας: τα βιβλία μου να είναι οι σωματικές αποδείξεις ότι υπάρχω και ότι επιθυμώ να μετενσαρκώνομαι διαρκώς (έστω και ανεπίτευκτα) μέσα από τους άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτό και δε θα μπορούσα παρά να είμαι της γνώμης πως η λογοτεχνία προχωρά μόνο μέσα από αλλότρια υλικά και συνενώσεις ειδών και τεχνών, με στόχο μια λοξή εκδοχή συνολικής Γραφής, που ασκείται στο να αρνείται τη φυλακή κάθε κατηγοριοποίησης. Συνειδητός στόχος μου: η διασάλευση των ορίων των ειδών και η ανάμειξη των λογοτεχνικών κατηγοριών, με την ελπίδα δημιουργίας ενός νέου αποστάγματος, από το οποίο προσδοκώ ένα ιδιόμορφο είδος καινούριας «ολότητας», δηλαδή ένα νέο «είδος». Άρα: «μεταμοντέρνος» –αναγκαστικά, λόγω εποχής– στις μεθόδους, υστερο-μοντερνιστής όμως (ή νέο-μοντερνιστής) στον στόχο.
   Και κάτι τελευταίο: πιστεύω πως ο ποιητής οφείλει ακόμη και σήμερα –ίσως ειδικά σήμερα– να είναι ένας διαφθορέας, ένας υψηλός πλάνος, ένας εφευρέτης, ή ένας αυτοδιορισμένος μάγος. Η μαγεία και η εφεύρεση, η διαφθορά και η αποπλάνηση χρειάζονται έναν χειρισμό των τρικ. «Βιαιοπραγείς» με τη λογοτεχνία, για το καλό (;) σου και του αναγνώστη. Απώτερος στόχος: να αφήσεις πάνω του ανεξίτηλο ψυχικό, διανοητικό και αισθητικό ίχνος, και να μετατοπίσεις –έστω και ελάχιστα– τα εντός του στραβά τοποθετημένα ή στενά θεσμοθετημένα όρια του βλέμματός του: για τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο. Μόνο αν αρχίσει να γίνεται αυτό μέσω και της λογοτεχνίας, θα αρχίσουν να διευρύνονται και τα όρια του βλέμματος επί της λογοτεχνίας.

                                                                                                    Βασίλης Αμανατίδης


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Φεβρουαρίου 2006