Εκτύπωση του άρθρου

   Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

 

 

Aντιγόνη Κατσαδήμα, Φτιάχνοντάς τα με τον Βαλερύ 
Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2016, σελ. 37

 

Φαίνεται πως στα ζάρια / με τον θάνατο / τέθηκε θέμα θυσίας. / Δεν θα μάθω / τι συμφώνησα, / δεν θα μπορούσα / να θυμάμαι. / Πάντως είναι ευχάριστο / ότι τα πρώτα κρύα / δεν με πιάνουν. / Παιδί  θερμοκοιτίδας, / θερμής κοιτίδας, / κέρδισα λίγη ζέστη, / μια επιμονή / να φορώ τον αέρα / γύρω μου, / να τον κάνω φίλο / και να είναι η πόλη / το σπίτι μου με τα άκτιστα / όνειρα. / Η ανθρώπινη κατάσταση / αυτοπροσώπως. («Θερμή κοιτίδα»)

Η ποίηση της Αντιγόνης Κατσαδήμα γράφεται σε μία περίοδο κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών τεκταινομένων και ανθρωπολογικών μεταβολών. Επειδή μάλιστα η δημιουργός ανήκει στη νέα γενιά καλλιτεχνών, η οποία επηρεάζεται δραματικότερα από τα προηγούμενα, οι συνθέσεις της συναριθμούνται στα μεταβατικά ίσως και μεταιχμιακά γεγονότα. Στη συλλογή της Φτιάχνοντάς τα με τον Βαλερύ συναντώνται συνεπώς στοιχεία, τα οποία εντάσσονται σε μία ενδιάμεση φάση διεργασιών, οι οποίες κατευθύνουν προς μία προσεχή μορφή τέχνης. Τα σπουδαιότερα από τα στοιχεία είναι τρία: Το πρώτο μπορεί να ονομαστεί «παροντικότητα». Πρόκειται για την οξεία και συγκρητιστική εγγραφή της άμεσης πραγματικότητας και της αυτοβιογραφίας, πρακτική η οποία έχει τις καταβολές της στη δριμύτητα και την πυκνότητα του εξπρεσιονισμού. Η σφοδρή σύμφυρση των πραγμάτων και των αναμνήσεων επιβάλλει την παροντική διάρκεια των πρώτων στις δεύτερες. Έτσι η νοσταλγία, η οποία δεσπόζει στη συλλογή, αποφορτίζεται σε μεγάλο βαθμό και, αντί να αποτελεί εξατομικεύουσα αναδίπλωση, λειτουργεί περισσότερο ως εξωστρεφής ροπή και ενεργός σχέση. Το δεύτερο στοιχείο συνδέεται με τις ανθρωπολογικές αλλαγές από τις οποίες συνοδεύεται η χρήση του διαδικτύου και ειδικότερα η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του υπερκειμένου. Η Αντιγόνη συγκαταλέγεται στους πρόδρομους λογοτέχνες οι οποίοι μετατρέπουν τη γραφή σε γραμμική προβολή της υπερκειμενικής μη γραμμικότητας. Μάλιστα, τα ονόματα των καλλιτεχνών και οι τίτλοι των έργων που εντοπίζονται στα ποιήματά της αντιστοιχούν στους διαδικτυακούς συνδέσμους (links). Tο τρίτο, τέλος, στοιχείο διαμορφώνεται από τον αποχαρακτηρισμό της γλώσσας, μέσω της απεμπλοκής των λέξεων και των φράσεων από τα συνήθη συμφραζόμενά τους και από το σύνηθες σημασιολογικό τους απόθεμα, με συνέπεια τη ρήξη της συνέχειας, την αναχαίτιση της αναφορικότητας και τη μετάβαση του λόγου σε μία ουδέτερη κατάσταση. Αυτή η ουδετερότητα, η οποία προέρχεται από τις ανταποκρίσεις των μεταϋπερρεαλιστών με τον γλωσσοκεντρισμό, συνιστά το εγχείρημα μίας προσωπικής έκφρασης, επειδή αίρονται σε ικανό ποσοστό οι συνδέσεις με τους άλλους λόγους, και μίας, ταυτοχρόνως, δυνητικά πληθυντικής ομιλίας, καθώς η ουδετερότητα επιτρέπει στην έκφραση να υφίσταται ως ιδιόλεκτος μόνο στον ελάχιστο βαθμό.

Από την αδρομερή κατανομή των συνθέσεων βάσει της μορφής σχηματίζεται μία τριμερής τυπολογία. Τα ποιήματα τα οποία περιλαμβάνει ο πρώτος τύπος, όπως η «Θερμή κοιτίδα» που παρατίθεται στην αρχή, μπορούν να προσεγγιστούν μέσω της ανάλυσης συνεχούς λόγου (discourse analysis) και ειδικότερα της γνωστικής θεωρίας του Wallace Chafe. Σύμφωνα με αυτόν η συνείδηση αποτελεί μία ροή που εκτείνεται στον χρόνο. Η ροή δεν είναι εξακολουθητική, αλλά συνιστά σειρά από διαφορετικές «εστίες συνείδησης» (foci of consciousness), από τμήματα δηλαδή εμπειρίας, τα οποία αντικαθίστανται σε κάθε νέα στιγμή του παρόντος και αντανακλώνται στην επίσης κατατετμημένη φύση του λόγου. Ο Chafe ονομάζει «ενότητες επιτονισμού» (intonation units) τα γλωσσικά αντίστοιχα των εστιών συνείδησης. Πρόκειται συνήθως για φράσεις από λίγες λέξεις, που μπορεί να χωρίζονται η μία από την άλλη και με παύσεις, αλλά διακρίνονται οπωσδήποτε με βάση την προσωδία τους (Discourse, Consciousness, and Time: The Flow and Displacement of Conscious Experience in Speech and Writing, Chicago 1994, 56-61). Στο ποίημα «Θερμή κοιτίδα» λοιπόν, καθώς και στα υπόλοιπα όσα ανήκουν στον ίδιο μορφικό τύπο, η Αντιγόνη εργάζεται ξεκινώντας από τη γνωστική θέση ότι η εμπειρία τέμνεται σε κβάντα παρόντος και αντιστοιχεί σε σειρά από συνοπτικές ενότητες λόγου, εκ των οποίων η καθεμία χαρακτηρίζεται από τη δική της αυξομειούμενη κύμανση της φωνής. Εκτός όμως του γεγονότος ότι η διαδοχή των φράσεων και των λέξεων στη συγκεκριμένη σύνθεση παραπέμπει στην αφετηρία τους στη συνείδηση, οι ίδιες μαζί με τον τίτλο αναφέρονται στην προσυνειδησιακή κοιτίδα. Στο ποίημα δηλαδή συντελούνται συγχρόνως μία επιστροφή στην αρχή της ομιλίας και μία απόπειρα επανόδου στην προγλωσσική κατάσταση, η οποία παραμένει απόπειρα, επειδή ματαιώνεται από τη λεκτική διατύπωσή της. Συνεπώς, «Η ανθρώπινη κατάσταση», στον προτελευταίο στίχο, περιγράφεται ως η καταφυγή στην ονειρική εμπειρία ενός αναπόδοτου παραδείσου.

Οι συνθέσεις οι οποίες συγκατατάσσονται στον δεύτερο μορφικό τύπο, όπως το ομότιτλο με τη συλλογή καταληκτικό ποίημα, διακρίνονται από στίχους μεγαλύτερους από αυτούς στον πρώτο και μικρότερους από τους στίχους στον τρίτο τύπο. Εν προκειμένω, το ενδιάμεσο εύρος εξυπηρετεί τη συρραφή συντακτικών ενοτήτων στο εσωτερικό των στίχων, τεχνική η οποία ενισχύει τον ρυθμό που δίνουν οι επάλληλοι διασκελισμοί.

«Οι άνευ στέγης» αντιπροσωπεύουν τον τρίτο τύπο ποιημάτων υπό το πρίσμα της μορφής. Εδώ οι στίχοι εκτείνονται εξαιρετικά, χωρίς όμως να περιορίζεται η δράση του διασκελισμού. Στην εκκίνηση του συγκεκριμένου ποιήματος σημειώνεται η καταβατική κίνηση από το μέσον μίας κάθετης γραμμής, η οποία ενώνει το σύμβολο του ουρανού με αυτό του δρόμου. Στη φράση «Το οικείο είναι ο δρόμος» υπογραμμίζεται ότι στο εξής προωθείται στη σύνθεση η οριζόντια κίνηση, η οποία ισοδυναμεί με συνάθροιση και με πορεία, όπου μετέχουν θύματα της σύγχρονης και οξύμωρης δημοκρατίας της οικονομίας, άνθρωποι φτωχοί, πάμφτωχοι και άστεγοι. Η οριζόντια κίνηση αποδεικνύεται συγχρόνως αφομοιωτική και πολεμική. Αφομοιωτική γιατί προκαλεί τη συνταύτιση των προσώπων που μετέχουν. Η επαναλαμβανόμενη στο ποίημα ερώτηση «ποιος είναι αυτή η ματιά;» συνδέεται άμεσα με την απάντησή της, την ετερότητα. Ο «Άλλος», ο καταλυτικός παράγοντας της συνταύτισης, εισάγεται λοιπόν από την πρώτη φορά που τίθεται η συγκεκριμένη ερώτηση, αλλά παρουσιάζεται επίσημα ακριβώς στο τέλος. Η οριζόντια κίνηση αποδεικνύεται επίσης πολεμική, καθώς διαγράφεται ένα νεύμα απόρριψης της τέχνης ως υπέρτατης αξίας. Στην καταληκτική όμως ενότητα, από τον στίχο «Θα μείνω με το σώμα ένσφαιρο μουσικής, του Ρουμπέν Νταρίο» και μετά, η πολεμική στάση μεταβάλλεται σε συμφιλιωτική. Η συμφιλίωση αφαιρεί από την τέχνη το εξουσιαστικό πρόσημο, το οποίο της προσδίδει η υποτιθέμενη υπεροχή της έναντι των πάντων, και τη μετατρέπει σε τέχνη της πορείας, σε λόγους έκκεντρους που ταιριάζουν στους περιθωριοποιημένους από τις σύγχρονες, αντινομικές δημοκρατίες ανθρώπους. Έτσι ο αριθμός των συνοδοιπορούντων στο σύμβολο του δρόμου αυξάνεται υπερθετικά, αφού δεν συρρέουν πλέον μόνο οι περισσότερο πληττόμενοι από την παγκόσμια κρίση, αλλά οι άνθρωποι οι δυναστευόμενοι στο σύνολό τους από τη ψηφιακή διασπορά της οικονομικής εξουσίας. Επομένως, το ποίημα «Οι άνευ στέγης» αποτελεί και υβριδικό δοκίμιο, στο οποίο προβάλλεται το αίτημα για πολιτική αντίσταση, συνοδευόμενο από το πρόταγμα της εξέλιξης της ποίησης μέχρι το στάδιο της ομιλίας της ετερότητας, για το οποίο προϋποτίθενται η συναίσθηση και η μέριμνα.

Η Linda Hutcheon στο βιβλίο της A Poetics of Postmodernism: History, Theory, Fiction (New York – London 1988) υπογραμμίζει ότι στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου επανεπικυρώνεται η διαρρηγμένη από τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό σχέση της ιδεολογίας και της αισθητικής (178-179), με συνέπεια να συνδέονται ξανά η θεωρία με την τέχνη και να τίθενται υπό αίρεση τα όρια ανάμεσα στην τελευταία και στη ζωή. Ωστόσο, το μεταμοντέρνο, όπως συμπεραίνει η Hutcheon, δεν κατορθώνει την επαναστατική ρήξη, επειδή συνιστά τη παράδοξη παραλληλία μίας κριτικής και μίας συνένοχης στάσης απέναντι στις κυρίαρχες δομές (230). Γίνεται προφανές, μέσα από το παράδειγμα του ποιήματος «Οι άνευ στέγης», ότι στη συλλογή της Αντιγόνης διακρίνονται καταστατικά στοιχεία του μεταμοντερνισμού: Η υβριδική κατάσταση της συγκεκριμένης σύνθεσης επιτρέπει την ανάπτυξη της ποίησης μαζί με τη θεωρία. Η σύλληψη της τέχνης ως πορείας προκύπτει από τη συμβολή της πολιτικής και της αισθητικής και ταυτοχρόνως θέτει σε εκκρεμότητα την ύπαρξη ορίων μεταξύ της τέχνης και της ζωής. Επιπλέον, από τους πρώτους ήδη στίχους διατυπώνεται η κριτική των σύγχρονων εξουσιαστικών θεσμών. Όμως εδώ παύουν οι συσχετισμοί, γιατί το εξεταζόμενο ποίημα και η ποίηση της Αντιγόνης εν γένει προεκτείνονται σε μία περιοχή εκτός του μεταμοντέρνου, όπου απορρίπτεται η συνενοχή με την κυρίαρχη ιδεολογία και εγγράφεται η επαναστατική ρήξη. Αυτή η προέκταση υπαγορεύεται από τη σημερινή ιστορική συγκυρία. Πρόκειται δηλαδή για ευρύ φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει κυρίως τους νέους δημιουργούς, καθιστώντας τα κείμενά τους, καθώς σημειώθηκε στην αρχή, μεταβατικά ίσως και μεταιχμιακά γεγονότα, ή αλλιώς πεδία διασταυρώσεων, ζυμώσεων και ανατροπών. Η παροντικότητα, η μη γραμμικότητα και η ουδετερότητα της γλώσσας, οι οποίες παρατηρούνται στις συνθέσεις της συλλογής Φτιάχνοντάς τα με τον Βαλερύ ανάγονται λοιπόν σε εμβληματικά γνωρίσματα ενός υπό διαμόρφωσιν συνόλου, για το οποίο η ποιητική δήλωση συνιστά καθοριστική πράξη αντίστασης. Κατά συνέπειαν, η Αντιγόνη Κατσαδήμα με τις προαγγελτήριες και άρα πρωτότυπες πρακτικές της ανακαλύπτει μία επόμενη διάσταση του κόσμου, που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τους λόγους, οι οποίοι εκδιπλώνουν τη σύγχρονη καταδυναστευτική πραγματικότητα.  


Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Ιουνίου 2017