Εκτύπωση του άρθρου

Άρις Kουτούγκος, Καλοκαίρια Τρόπος του λέγειν.
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014.

  Γράφει ο Βαγγέλης Δημητριάδης

 

Ο Άρις Kουτούγκος, θιασώτης του ονειρικού ανασχηματισμού της μνήμης, με τη δεύτερη ποιητική του απόδραση[1] θέτει και συνάμα συγκρούεται με το ερώτημα αν η αχαλίνωτη φαντασία είναι απειλή και τρομοκρατία, προ(σ)καλώντας τα όνειρα να εγκαταλείψουν την επικράτεια του Μορφέα και να ενσωματωθούν στη δική του πολυ-πραγματικότητα. Κατά βάθος, ωστόσο, δεν είναι βέβαιος, εύχεται και απεύχεται τη σύζευξη του ονείρου με την καθημερινότητα, του εξαίρετου με το τετριμμένο. Διότι γνωρίζει ότι ελισσόμενος δεν θα απολέσει το πολύτιμο υλικό με το οποίο θα εξακολουθεί να διαπερνά τη σκληρή κρούστα της συνήθειας για να απολαμβάνει την ευτυχία.[49][2] Και εφόσον ομολογεί πως η φαντασία του δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις παρουσίας στην απουσία, ενσάρκωσης της απώλειας, επαναφορά του παρελθόντος στο προσκήνιο, θα ήταν αδιανόητο να απεμπολήσει τη διαδραστικότητα της αποκλίνουσας σκέψης του. Γι’ αυτό, μονολογώντας απορημένα ότι στα θέματα αυτά «άκρη δε βρίσκεις», κατορθώνει να διαπλέει το παρόν και να διαλογίζεται, συγχέοντας και συνθέτοντας έναν άτοπο τόπο όπου συνυπάρχουν σιαμαία τα τρεχούμενα και τα λησμονημένα. Η φαντασία, λοιπόν, και η ανακλαστική χρήση του ονείρου (οι δυο λέξεις δεσπόζουν στη συλλογή και διαποτίζουν τις σχέσεις των ειδώλων με τα αντικείμενα) καθίστανται ειδοποιά εργαλεία με τα οποία o Kουτούγκος φιλοτεχνεί τα ποιήματά του. Ως κινητήριος άξονας αυτής της ποιητικής θα μπορούσε να εκληφθεί το κατ’ ευφημισμόν παρενθετικό ποίημα που κατατίθεται στην ανάμνηση του Αργύρη Χιόνη με επιτύμβια λιτότητα:

«Βαραίνει η ψυχή, βαραίνει ο νους,  
φταίει ο θάνατος λέμε, φταίει ο θάνατος,
αυτός φταίει για όλα, όχι εμείς...
Κι έτσι ζει ο θάνατος, απ’ την ελεημοσύνη μας ζει –  
κάτω απ’ τη σκοτεινή του κουκούλα,
αν την τραβήξει κανείς ξαφνικά, θα δει πως κλαίει  
γι’ αυτούς που φεύγουν και δεν του λένε καν αντίο.»[16]

Τοιουτοτρόπως, με τη σύμπραξη του ανίκητου χρόνου και της μνήμης, συνδέεται η ζωή με το θάνατο. Ο συμβολισμός των σπασμένων κυπαρισσιών πλάι σε τάφους και θρήνους,[10] η ανατροπή του «θα» σε συνάρτηση με το στροβιλισμό των προγραμματισμένων αποφάσεων σε ανύπαρκτες καταστάσεις,[9] ο επαναληπτικός κυματισμός της ίδιας προαιώνιας παράστασης[12] («...τόσα μοτίβα... με τον καιρό τόσο που βάρυναν / επάνω στην κορνίζα κι έγειρε η μνήμη λοξά»[13], αφού ο χρόνος είναι «πιο στρογγυλός κι από αυγουστιάτικο φεγγάρι»[14]), παραπέμπουν στον υπαρξιακό χαρακτήρα της ποίησης του Άρι Κουτούγκου. Ένα παράδειγμα, που στηρίζεται στη μεταφορά μιας κοινής διαδικασίας συνέντευξης ενώπιον συμβουλίου επιλογής στελεχών εκπαίδευσης σε διφορούμενο ποιητικό λόγο με βαθιές υπαρξιακές προεκτάσεις, αποτελεί και το ποίημα «Απροετοίμαστος»: «Ήμουν απροετοίμαστος, ούτως ή άλλως θεώρησα πως ήμουν εντελώς απροετοίμαστος, όπως τότε που έμπαινα νεκρός στον προθάλαμο των κρίσεων...»[28] Το χιούμορ διαχέεται υπονομευτικά στα υπαρξιακά ποιήματα δίκην κατασταλτικού, αποφορτιστικού μέσου. Ο ποιητής επιδιώκει με την παρηγορητική χρήση του να ξορκίσει τους φόβους του και να μετατοπίσει το βλέμμα μας σε εύληπτες λεκτικές ακροβασίες. Η διαβαθμισμένη φιλοπαιγμοσύνη του διακρίνεται άλλοτε ως καταφυγή,[69] άλλοτε ως φάρσα[68] κτλ. Ένα παράδειγμα με διάθεση σκωπτική: «Κρεμόταν κάπου βορειοδυτικά / μια απλή σελήνη, λειψή, μετανιωμένη / ... / την είδα... έναν κατάσκοπο / που παγιδεύτηκε στα όνειρά μου και με ερωτεύτηκε.»[67]

Σε ένα άλλο επίπεδο, εικονιστικό, που λειτουργεί σαν αντίβαρο στα προηγούμενα σχόλια, η πολύπλοκη και πολυπλόκαμη φύση εν είδει οκτωποειδούς (γνωστού για τη σύνθετη δομή του νευρικού του συστήματος και την ανεπτυγμένη του όραση) κοσμεί εμβληματικά το εξώφυλλο του βιβλίου, υποδηλώνοντας την συνθετικότητά της αλλά και την αδυναμία της να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και στην «παγωνιά» του κυρίαρχου επί της γης ανθρώπου, τον οποίο οικτίρει και προσκαλεί με αισθήματα μητρικά να εγκαταλείψει την αδιάφορη (=καταστροφική) στάση του απέναντί της και να συνδιαλεχτεί μαζί της φιλικά.[17]

Ο Άρις Kουτούγκος, στην απόπειρά του να ερμηνεύσει τον κόσμο, μετασχηματίζει κατ’ επανάληψη σε ποιητικό λόγο είτε έργα και σκέψεις άλλων ποιητών, στους οποίους κάνει ενδοκειμενική, αφιερωματική ή υποσέλιδη αναφορά (Κ. Καβάφης, Γ. Σεφέρης, Ο. Ελύτης, Μ. Σαχτούρης, Νίκος Καββαδίας, Παναγιώτης Κερασίδης) είτε στιγμιότυπα, γεγονότα και καταστάσεις της καθημερινότητας που του κίνησαν το ενδιαφέρον και τον συγκίνησαν, όπως η αιχμηρή ανάμνηση του έρωτα, η γλυκιά ώρα της οικογενειακής σύναξης, η ονειροπόληση μεταναστών εν πλω, το καρναβάλι, η ματαιότητα κτλ. Δεν αποφεύγει να θίξει και ζητήματα ηθικής, πχ. την ευθύνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις εκμαιεύει το ποιητικό γεγονός μέσα από νύξεις, αναφορές, υπόμνηση σε μύθους, στάσεις, σημαίνουσες προσωπικότητες (Γουλιέλμου Τέλλου και του Ρομπέν των Δασών, στερεότυπου λύκου, Νώε, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, άφρονος πλουσίου κ. ά.).

Προχωρώντας στην ανάγνωση των ποιημάτων, διερωτάται κανείς από πού πηγάζουν αυτές οι ακατάσχετες μεταπλάσεις κοινότοπων θεμάτων σε ποίηση από έναν άνδρα ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στη μελέτη και τη διδασκαλία της γνώσης και της φιλοσοφίας.[3] Φαίνεται ότι πρόκειται για μια εκρηκτική αντίδραση μετά από μακρόχρονη επώαση στην κοσμική ρευστότητα και πολυσημία που συνεπάγεται η ανάμιξη του πραγματικού με το φανταστικό, της υπόθεσης με το γεγονός. Και φαίνεται πως στο υποσυνείδητό του πάντα κατοικούσε ο ποιητής.

Η ποίηση του Κουτούγκου ξεχειλίζει από μουσικότητα και ρυθμό.[4] Οι λέξεις τοποθετούνται επιδέξια σαν περίτεχνη τοιχοποιία στην οποία απουσιάζει ο βασικός κανόνας δόμησης αλλά το σύνολο μας έλκει αισθητικά. Ο αφηγηματικός λόγος του εμπλουτισμένος με λεκτικές και εικονικές εκπλήξεις, απρόοπτα, με σποραδική εσωτερική/συγκαλυμμένη ομοιοκαταληξία («Αχ, Γκάμπι αγόρι μου, πώς κι έτσι ξέπεσες σ’ αυτό το χάλι, βρε φουκαρά, εσύ που ήσουν μια χαρά, να είσαι τώρα ένα ρεμάλι!...»[20]), με παρενθετικές σκέψεις, ανάρια υιοθέτηση στοιχείων καθαρεύουσας χωρίς απόλυτη τήρηση των κανόνων της (εμπειρίκειο ύφος), εφαρμογή των βασικών σημείων της στίξης, αποφυγή εκζήτησης και ωραιολογίας, τέρπει με την ασυνήθιστη για ποίηση σαφήνειά του.

Ο Άρις Kουτούγκος με τα Καλοκαίρια Τρόπος του λέγειν αποποιείται την ιδιότητα του θεωρητικού επιστήμονα και, ενδυόμενος τον κατάλληλο χιτώνα,[58] μεταβάλλεται σε φορέα ποιητικής δράσης. Γι’ αυτό η ποίησή του μας προϊδεάζει να δούμε τον κόσμο χτισμένο με απλά υλικά, μέσα στην αμφιλεγόμενη εποχή μας και να χρησιμοποιήσουμε τη μνήμη και τη φαντασία μας για να μεταφερθούμε αισιόδοξα στο όνειρο και την προσδοκία, έχοντας απαραιτήτως κατά νου την κοινή ανθρώπινη μοίρα.

Βαγγέλης Δημητριάδης


[1] Το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Σονάτες για βροχή και πιάνο, εκδόθηκε από το Γαβριηλίδη το 2012.
[2] Οι αριθμοί παραπέμπουν σε σελίδες της συλλογής.
[3] Ο Άρης Kουτούγκος είναι καθηγητής Αναλυτικής Φιλοσοφίας, Γνωσιολογίας και Ηθικής του τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών της Σχολής Εφαρμοσμένων
Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
[4] Εννιά ποιήματα της συλλογής μελοποιημένα ή ως απαγγελία περιλαμβάνονται στο δίσκο του Φίλιππου Περιστέρη «Το βάθος της επιφάνειας» (Ζεύξις 2013).


 
Ο Άρης Κουτούγκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Είναι καθηγητής Αναλυτικής Φιλοσοφίας, Γλωσσολογίας και Ηθικής του τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Έχει εκδώσει τα εξής βιβλία: «Η σύγκρουση επιστήμης και επιστημολογίας» (Σύγχρονα Θέματα, 1984), «Περί Φιλοσοφικής μεθόδου» (Ελληνικά Γράμματα, 2006), «Between the moral and the rational» (Παπαζήσης, 2008), «Φιλοσοφικοί τόποι» (Παπαζήσης, 2010), καθώς και πλήθος φιλοσοφικών δοκιμίων σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, θεματικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων.




Ο Βαγγέλης Δημητριάδης  γεννήθηκε και ζει στο Πυθαγόρειο Σάμου. Εργάστηκε στη γενική εκπαίδευση (1973-1982), στην ειδική αγωγή (1985-1993) και υπηρέτησε ως σχολικός σύμβουλος (1997-2007). Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1991) για την προσφορά του στην ειδική αγωγή. Έχει λάβει μέρος στη διοργάνωση λογοτεχνικών και επιστημονικών συνεδρίων σε πολλά από τα οποία συμμετείχε ως εισηγητής. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Απόπλους και υπεύθυνος έκδοσης του μικρού περιοδικού Το Τηγάνι. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, δύο μονογραφίες για την τοπική ιστορία, συμμετείχε στη συγγραφική ομάδα του εκπαιδευτικού βιβλίου ιστορίας Σάμος, πατρίδα μου, έκδ. Υπουργείου Αιγαίου και Π.Ι.Σ. "Ν. Δημητρίου" και σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς έχει εκδώσει δύο ερευνητικές μελέτες για την εκπαίδευση.

SCRIPTORIUM

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2016