Εκτύπωση του άρθρου

TUDOR ARGHEZI

Διαθήκη  

Αυτό έχω να σου αφήσω όταν πεθάνω:
ένα όνομα, σ’ ένα βιβλίο επάνω.
Και στη μακράν ετούτη νύχτα οργής,
που απ’ τους δικούς μου φτάνει τους γονείς
μέχρις εσένα, μέσ’ από βαθιές
χαράδρες, όπου σύρθηκαν γενιές,
κι όπου, με βήμα νιο, τρέχεις κι εσύ,
είν’ το βιβλίο, γιε μου, ένα σκαλί.

Να το’ χεις προσκεφάλι, ευλαβικά:
παρθενική γραφή για μια γενιά
δούλων, με τα δισάκια τους γεμάτα
λείψανα, που μου ζύμωσαν τη σάρκα.

Με πέννα για ν’ αλλάξουμε το φκιάρι,
τ' αυλάκι του αλετριού με καλαμάρι,
οι γέροι μας εμάζευαν για αιώνες
του ιδρώτα από τον μόχθο τις σταγόνες.

Η γλώσσα τους σελάγιζε τα ζα
εγώ τη φτιάχνω λόγια ταιριαστά,
λίκνo για απογόνους αφεντάδες.
Και, ζυμωμένη χίλιες εβδομάδες,
τη φτιάχνω στίχους και τη φτιάχνω εικόνες.
Από τα ράκη λούλουδα, κορώνες.
Πανάρχαιο φαρμάκι φτιάχνω μέλι,
που η γλυκιά ισχύς του ακέρια μένει.

Την καταφρόνιαν έγνεψα απαλά,
και τώρα είναι και χάδι και βρισιά.
Απ’ των νεκρών τη στάχτη στο βωμό
έπλασα εγώ έναν πέτρινο Θεό,
ψηλό μεθόριο, οικουμένης δέος,
να σημαδεύει το δικό σου χρέος.

Τον πόνο τον υπόκωφο, βαρύ,
τον σώρεψα μέσα σ’ ένα βιολί,
που ο αφέντης σαν τ’ ακούει, αλλοπαρμένος,
χορεύει ως τράγος να’ τανε σφαγμένος.

Μέσ’ από μούχλα, βούρκο και σπυριά
ξετρύπωσα καινούριαν ομορφιά.
Τη μάστιγα με λέξεις ξεπληρώνω,
κι έτσι, της ανομίας το βλαστάρι
και τιμωρείται, μα και παίρνει χάρη,
κι αμείβεται ένας κλάδος ταπεινός,
που από το δάσος βγήκε κι είδε φως,
κι επάνω του επιτέλους θα καρπίσει
τ’ απόστημα που αιώνια είχε χρονίσει.

Στην κλίνη γέρνοντας νωχελικά
πονάει μέσ’ το βιβλίο μου η κυρά.
Γράμμα από φλόγα κι απ’ αμόνι γράμμα
επάνω στη σελίδα πάνε αντάμα
ως η μασιά το σίδερο αγκαλιάζει.
Έγραψε δούλος, κύριος διαβάζει
χωρίς να ξέρει πως, βαθιά, εκεί,
λανθάνει των προγόνων μου η οργή.

Cuvinte potrivite, 1927

Tudor Arghezi


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006