Εκτύπωση του άρθρου


«Δροσολογιά ο θάνατος»



Δημήτρης Κοσμόπουλος, Κατόπιν εορτής,

Ερατώ 2014, σελ. 48

 Γράφει: ο Γιάννης Στρούμπας


Δεν συμβαίνει σε όνειρο: ο ποιητής Χρήστος Μπράβος, ένοικος του Παραδείσου ήδη από το 1987, εμφανίζεται έξαφνα καβαλάρης να καλπάζει πάνω στ’ «αγέρινό» του άλογο, να ηγείται («πρώτος περνάς») και να διατάζει «την φάλαγγα/ των ανταρτών» κάπου στα πάτριά του χώματα της Δυτικής Μακεδονίας, ενός από τα θέατρα του νεοελληνικού εμφύλιου, έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο, πολέμου. Συμβαίνει όμως στην ποίηση: η ποιητική επαναφορά των «σκιών» στον κόσμο, που αφορά τον Μπράβο, είναι ό,τι γενικότερα ισχύει στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Κατόπιν εορτής»: «Λησμονημένων καλπασμοί κροτίζουν στον αέρα./ Ανατριχιάζει η άσφαλτος, των φαναριών τους νόμους/ δεν λογαριάζουν οι σκιές και χύνονται στη μέρα.»

Οι «σκιές» του Κοσμόπουλου είναι λογοτέχνες, που έρχονται να πλαισιώσουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, θέμα της προηγούμενης συλλογής του ποιητή με τον τίτλο «Κρυπτόλεξο». Στο ποιητικό μνημόσυνο και ύμνο προς τον Σκιαθίτη προστίθενται πλέον, επίσης «κατόπιν εορτής», δηλαδή μετά τον θάνατο των ανακλημένων λογοτεχνών, οι δοξαστικοί επικήδειοι του Κοσμόπουλου προς αυτούς. Στοιχεία συνδετικά των απολαυόντων τον αίνο λογοτεχνών είναι κυρίως ο λυρισμός τους και, δευτερευόντως, η ψυχική τους διαταραχή κι ο βασανισμένος τους βίος· εντέλει, το προσωπικό αισθητήριο του Κοσμόπουλου κι η διαφαινόμενη ποιητική του συγγένεια με τους λογοτέχνες της πινακοθήκης του.

Λυρικός και ψυχικά βασανισμένος είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ασφυκτικά μπλεγμένος στα οικογενειακά του κληρονομικά· γι’ αυτό διεκδικεί την Ανάσταση στην προοπτική του αφικνούμενου αποχαιρετισμού των εγκοσμίων και των βασάνων τους. Άλλωστε, την προσωπική του άβυσσο κρύβει η εκδηλωνόμενη ψυχική του δύναμη να βάφει την πίσσα με τον ασβέστη, τον οποίο, σαν ποιητής, γεννά. Ο Κώστας Κρυστάλλης φθίνει νεότατος, διωκόμενος για το πρωτόλειο πατριωτικό επύλλιό του «Αι Σκιαί του Άδου», καθώς ο ίδιος διέρχεται την πύλη του Άδη στα είκοσι έξι του χρόνια. Η ψυχονευρωτική διαταραχή του Γεώργιου Βιζυηνού, πάλι, οφείλεται σε έρωτα. Κι αν εκείνος δεν κατάφερε να τη νικήσει, ο Νίκος Καρούζος κηδεύει τα «κλάματα» και τα μελαγχολικά συναισθήματα στο κοιμητήρι του στήθους, με λέξεις «ταφόπετρες». Η εικόνα του στήθους ως οίκου της συνείδησης επανέρχεται και στο ποίημα για τον Γιάννη Ρίτσο («Μέσα στα σπήλαια του στήθους σου»).

Η ποιητική δύναμη του Κοσμόπουλου δεν απορρέει, ωστόσο, από το δράμα των λογοτεχνών ηρώων του, αν και αυτό αναμφίβολα κινητοποιεί συναισθηματικά τον ποιητή· απορρέει από εύστοχους ποιητικούς τρόπους που μεταχειρίζεται πραγματευόμενος τα θέματά του. Στα ποιήματα του Κοσμόπουλου ανασταίνονται τα βιώματα, η γλώσσα, το ύφος, τα θέματα, ακόμη και η εντοπιζόμενη δομή στα έργα των τιμώμενων λογοτεχνών. Η διείσδυση στη γραφή του Σολωμού συναντά τη λίμνη και τα νερά του «Πειρασμού» στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», την παράλληλη με τα ελληνικά χρήση των ιταλικών από τον ιταλοθρεμμένο εθνικό ποιητή ή χαρακτηριστικές σολωμικές αντιθέσεις, όπως η «μαύρη, ολόχρυση χαρά», που ευθέως ανακαλεί, για παράδειγμα, στίχους σαν τον «Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της» από τον «Κρητικό».

Η ανάκληση του Βιζυηνού ανασυνθέτει βιωματικά και θεματικά του έργου του στοιχεία. Το κενό του λογοτέχνη, αντικείμενο ποιητικής πραγμάτευσης, διέρχεται από τα ξόρκια και τα θεραπευτικά βοτάνια των λαογραφικών του καταγραφών, από τις σπουδές του στην Εσπερία κι από την πολυγλωσσία του, η οποία υποδηλώνει το εύρος και το βάθος των σπουδών του. Εξού και η ενσωμάτωση από τον Κοσμόπουλο στα δικά του ποιήματα γερμανικών («Meine Liebe») και λατινικών φράσεων («sic itur ad astra»), που παραπέμπουν στην παιδεία του Βιζυηνού.

Η απόδοση τιμής στον Νίκο Εγγονόπουλο περιλαμβάνει και τη μορφή που δίνει στα ποιήματά του ο υπερρεαλιστής ποιητής, είτε αυτό αφορά, για παράδειγμα, τους τίτλους ποιημάτων στα γαλλικά («D’ ailleurs je suis poète»), τον κατακερματισμό των στίχων του σε πολύ μικρά λεκτικά σύνολα, ακόμη και της μίας μόνο λέξης, είτε τα πεζόμορφά του ποιήματα. Ο Κοσμόπουλος αξιοποιεί σχήματα απαντώμενα στον Εγγονόπουλο, όπως ασύνδετα («Φύκια, θυμάρια, γιασεμιά και νεκρικά τριαντάφυλλα, τον πνίγουν, σαρκοβόρες νοσταλγίες»), ευφάνταστες εικόνες («τραγουδάει ο τζίτζικας στο χέρι του και στο σταφύλι του νου του πέφτουνε και τσιμπολογούνε, πλήθος, τα πουλιά») ή τη διαπλοκή κυριολεξίας-μεταφοράς (δεν πνίγουν μόνο τα φύκια αλλά και οι νοσταλγίες). Με τις συγκεκριμένες τεχνικές αναδεικνύει πόσο σοβαρή και πολύπλοκη υπόθεση είναι για τον Εγγονόπουλο η σύνθεση ποιημάτων, σχεδόν μια «άγρια ζούγκλα».

Το ίδιο πνεύμα ακολουθεί ο Κοσμόπουλος κι όταν τιμά τον Ρίτσο, σ’ ένα ποίημα («Γιάννης Ρίτσος, ελκόμενος βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1990») γραμμένο «σ’ άρρητη γλώσσα χάριτος», δηλαδή ακριβώς κατά το γλωσσικό πρότυπο του Ρίτσου. Η επιλογή, επιπλέον, μιας «φαρδιάς», ευρύχωρης φόρμας, φιλόξενης σε ευρείες στροφές, εκτεταμένους στίχους και πλούσια εκφραστικά μέσα, κατά τα πληθωρικά ως επί το πλείστον –μιας που ο ποιητής έχει πειραματιστεί στο δαιδαλώδες έργο του σε πλήθος μορφών– ειωθότα του Ρίτσου, ευνοεί την επιδιωκόμενη απόδοση τιμής. Το εν λόγω ποίημα, μάλιστα, με την αναφορά του στο βράδυ της συνάντησης του Ρίτσου με τον θάνατο, συγκεκριμενοποιεί ακόμη περισσότερο τη σύνδεση της παρούσας με την προηγούμενη συλλογή του Κοσμόπουλου, η οποία εκκινούσε από το τελευταίο εν ζωή εικοσιτετράωρο του Παπαδιαμάντη.

Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, ποιητικό στοιχείο στη συλλογή του Κοσμόπουλου είναι οι χρονικές μετατοπίσεις των λογοτεχνών του, κυρίως λόγω της λειτουργικότητάς τους. Όταν, λοιπόν, ο Κοσμόπουλος μετατοπίζει τους λογοτέχνες του στο μέλλον, όπως τον Κρυστάλλη, τον οποίο προσγειώνει στη σύγχρονη εποχή και στο 2013, ή, αντίστροφα, στο παρελθόν, όπως τον Ηλία Λάγιο στα 1895, δεν προβαίνει απλώς σε μία κίνηση ποιητικού εντυπωσιασμού. Η χρονική μετατόπιση του Κρυστάλλη καθιστά τον ερωτικό του καημό διαχρονικό, παντοτινό, ανίατο, γι’ αυτό κι εκείνος «καίει με χιόνια» τον ποιητή, σε μια μεταφορά και σε μια αντίθεση που περιγράφει εναργώς το πύρινο μαράζι της παγερότητας – το πύρινο σε τέτοιον βαθμό, ώστε μόνο ο θάνατος να μπορεί να το καταλαγιάσει με κάποιας υφής απόκοσμη δροσιά: «Δροσολογιά ο θάνατος.» Αντίστροφα, η χρονική μετατόπιση του Λάγιου στο παρελθόν (1895) συνοδεύεται από την ακραιφνώς ειρωνική γλώσσα του Κοσμόπουλου, ο οποίος, προφητεύοντας τάχα («προφητεία» εκ των υστέρων κι εκ του ασφαλούς) την άδικη μεταχείριση του ποιητή από τον ωκεανό των μελλοντικών ιστοτόπων, δηλώνει εντέλει παρών στην εκστρατεία αποκατάστασης του Λάγιου, μα και των υπόλοιπων συγγενών του λογοτεχνών.

Αποκατάσταση λοιπόν, μνημόσυνο κι εγκώμιο συνιστά η ποιητική συλλογή του Κοσμόπουλου, για τους συγγενικούς του αγαπημένους λογοτέχνες. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί εδώ πως εκτός από τις κατευθυνόμενες υφολογικές αποτυπώσεις των απελθόντων λογοτεχνών από τον Κοσμόπουλο στα ποιήματά του, υπάρχει και η ασυναίσθητη, ίσως, συνομιλία του με έναν ζώντα αγαπημένο του ποιητή, τον Νάσο Βαγενά, από τον οποίο επηρεάζεται τόσο θεματολογικά, μιας που ο Βαγενάς έχει προβεί στις δικές του συλλογές σε ανάλογα ποιητικά μνημόσυνα –χαρακτηριστικό παράδειγμα η τελευταία του συλλογή με τον τίτλο «Στη νήσο των Μακάρων»– όσο και μορφολογικά, όπως φανερώνεται κυρίως στις χαλαρές ομοιοκαταληξίες που υιοθετεί ο Βαγενάς, και τις οποίες ακολουθεί κι ο Κοσμόπουλος (π.χ. «Έθνος»-«αίνο»). Πέρα, πάντως, από τις συνειδητές ή ασύνειδες επιδράσεις, ο Κοσμόπουλος παραδίνει μία καλοδουλεμένη συλλογή, με χωνεμένες τις όποιες επιρροές από την προσωπική του γραφίδα. Με αγάπη και σεβασμό προς τους ανυμνούμενους λογοτέχνες, επιβεβαιώνει επιλογικά τη συναισθηματική του μα και λογοτεχνικά αξιολογική, συνάμα, στόχευση: «Ξαναγυρνώ στους κοιμηθέντες. Τον σκοπό μου σφύρα.»

 

            Γιάννης Στρούμπας

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2015