Εκτύπωση του άρθρου
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ
 
«Μια δύσκολη Κυριακή»: Μαθητεία στον Ε.Χ. Γονατά
 
 
 
Είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον Ε.Χ. Γονατά στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Στιγμή» πριν από αρκετά χρόνια και να τον επισκεφθώ για πρώτη φορά, την Κυριακή 7 Απριλίου 1996 στην μικρή του παραδοσιακή μονοκατοικία στην Κάτω Κηφισιά. Γνωρίζοντας πως τα σπίτια μας γειτνίαζαν και αφού είχα εκδηλώσει το έντονο ενδιαφέρον μου για τα ποιήματα του Υβάν Γκολ, που από χρόνια σχεδίαζε να μεταφράσει, αλλά και του Δ.Π. Παπαδίτσα με τον οποίο είχε επί μακρόν συνεργαστεί, μου επέτρεψε να τον συναντήσω κατ’ ιδίαν. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα έβρισκε και θα φωτοτυπούσε κάποια ενδιαφέροντα ντοκουμέντα σχετικά με τους δύο ποιητές, τα οποία και θα μου ενεχειρίαζε κατά την συνάντησή μας.
 
Το πρώτο συναίσθημα που μου δημιουργήθηκε καθώς περνούσα την ξύλινη πόρτα του σπιτιού και τον έβλεπα από κοντά ήταν αυτό μιας πολύχρωμης ευδαιμονίας: το κίτρινο πουκάμισό του σε συνδυασμό με το λουλακί γιλέκο και το γαλάζιο παντελόνι ήταν ενδείξεις ενός ανθρώπου ευδιάθετου, ενώ το γκρίζο καλπάκι και η μαγκούρα προμήνυαν πως ήταν υπ’ ατμόν για έξοδο. Πράγματι, τα ντοκουμέντα που είχαν θηρευτεί με κόπο από σκονισμένους φακέλους, οι οποίοι με την σειρά τους είχαν ανασυρθεί από επτασφράγιστα ντουλάπια, έπρεπε να φωτοτυπηθούν σε παρακείμενο ψιλικατζίδικο που διέθετε φωτοτυπικό μηχάνημα. Μην έχοντας ακόμα εντρυφήσει αρκετά στον κόσμο των βιβλίων του και (το κυριότερο) μην γνωρίζοντας τον άνθρωπο Γονατά, κατέληξα στο πρόωρο συμπέρασμα πως η όλη επιχείρηση δεν θα διαρκούσε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Δήλωσα την πρόθεσή μου να τον ακολουθήσω και στάθηκα στην είσοδο να περιμένω «δύο λεπτά», όπως ευγενικά με παρακάλεσε. Την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα αναχώρησης διαδέχτηκε ομοβροντία αναβολών, σποραδικά τηλεφωνήματα για ασήμαντους λόγους, η ξαφνική ανάγκη διευθέτησης σειράς ζητημάτων, μια συνεχής, με άλλα λόγια, παρέλκυση και μετάθεση της προγραμματισμένης βόλτας. Μετά την παρέλευση ενός εξαώρου σχεδόν και μην έχοντας καταφέρει ακόμα να βγούμε από το σπίτι, ο Γονατάς, κατευοδώνοντάς με (αφού έπρεπε πλέον να επιστρέψω), μου δώρισε, αντί των υπεσχημένων ντοκουμέντων, την γερμανική έκδοση των διηγημάτων του με την εξής αφιέρωση: «Στον Χρήστο Αστερίου, μια δύσκολη Κυριακή».
 
Μόνο πολύ πρόσφατα αναθυμούμενος εκείνη την ημέρα μπόρεσα να συνειδητοποιήσω (καθώς ξεφύλλιζα ξανά το μικρό αυτό βιβλιαράκι) πως η πρώτη μας εκείνη συνάντηση, πρώτη μιας μεγάλης σειράς συναντήσεων τα δέκα χρόνια που ακολούθησαν, συμπύκνωνε στις λιγοστές εκείνες ώρες της μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στα πράγματα και στην τέχνη, στάση που ο συγγραφέας κράτησε μέχρι τέλους. Ο Ε.Χ. Γονατάς, ολιγογράφος, βαθύς γνώστης της ζωής και λεπτολόγος, γυρόφερνε τα θέματά του και τα γραπτά του, τα ζύγιαζε μυριάδες φορές, τα επεξεργαζόταν, τα άφηνε να ωριμάσουν κι επανερχόταν με περιέργεια φυσιοδίφη και προσήλωση χρυσουργού να μελετήσει τις αντιστάσεις τους, τις αντοχές τους, την σπουδαιότητά τους. Ήταν πολύ νωρίς για εμένα να κατανοήσω την δυσκολία που έκρυβε ο κόσμος του, τις διαδικασίες που ακολουθούνταν, το χρονοβόρο καταλάγιασμα της πρώτης επιθυμίας, το απέραντο άγχος που υποκρυπτόταν πίσω από κάθε εσκεμμένη αναβολή και να καταλάβω ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα να βγει έστω και για μια απλή βόλτα μ’ έναν άγνωστο νεαρό, πριν κάνει το κοσκίνισμα εκείνο που του επέβαλε ο χαρακτήρας του.
 
Είναι δύσκολο, ίσως, να συνδυάσει κανείς το φαινομενικά ασήμαντο γεγονός μιας μη αναχώρησης με τον τρόπο της γραφής τού Γονατά, αν δεν γνωρίζει την πεισματική συνέπεια που τον χαρακτήριζε και το αξίωμά του περί του αδιαίρετου της ζωής και της τέχνης. Διανύοντας μια εποχή, κατά την οποία τείνει να κατισχύσει η θεωρητική εκείνη προσέγγιση της λογοτεχνίας που θέλει να διαχωρίζει τον καλλιτέχνη από το έργο του και να αρνείται κάθε βιογραφική της πλευρά, η περίπτωση του Ε.Χ. Γονατά και ιδιαιτέρως όπως αυτή αποτυπώνεται στην ταινία της Εύας Στεφανή, συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου. Στον συγγραφέα αυτόν υφίστατο ένα είδος μικρό- και μακρόκοσμου, όπου ακόμα και η μικρότερη πράξη μπορούσε να βρει το μεγαλειώδες αντίστοιχό της εντός της ζωής ή του έργου του.
 
Η «δύσκολη» εκείνη Κυριακή υπήρξε η απαρχή μιας μαθητείας, η οποία ουδεμία σχέση δεν είχε με τις έννοιες της νουθεσίας, της υπόδειξης ή της μετακένωσης γνώσεων, παρά μάλλον με την χρονοβόρα ενηλικίωση, με αυτό που ονομάζεται Bildung, με την κατανόηση της ιερότητας των πραγμάτων. Για την πραγματική «δυσκολία» της μαθητείας αυτής, για το βάθος και για την διάρκειά της, του είμαι πραγματικά ευγνώμων.
 
Χρήστος Αστερίου

Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Απριλίου 2007