Εκτύπωση του άρθρου




Επικρατεί η αντίληψη ότι η ποίηση απευθύνεται μόνο σε εκείνους που την καταλαβαίνουν, σαν να είναι είδος μυστηριακό για μυημένους και μελετημένους,  σαν να υπάρχει κατηγορία «χαρισματικών κοινωνών της ποίησης».  Κάθε άλλο.  Η ποίηση απευθύνεται σε όλους και στον καθένα, πριν καν την ανάπτυξη της ανθρώπινης νόησης και των δεδομένων της. Ο αρχαιότερος ποιητικός λόγος είναι ο προφορικός, καθώς το ανθρώπινο είδος πρώτα μιλά και πολύ αργότερα γράφει. Με όργανο τη γλώσσα και παραγλωσσικά στοιχεία την κίνηση του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου, τις διακυμάνσεις της φωνής, τις παύσεις ή σιωπές και συχνά τη μουσική, οι αρχαϊκοί ποιητές εκφράζουν ζωντανά προσωπικές εσωτερικές εμπειρίες, επιζητώντας να αγγίξουν το θυμικό των παρόντων θεατών/ ακροατών, να συνομιλήσουν με τα αισθήματα της ψυχής τους.

Ο λόγος της προφορικής ποίησης είναι αυθόρμητος, αυτοσχέδιος, άμεσος, εφήμερος. Είτε επικαλείται θεούς ή υμνεί ήρωες, είτε εξωτερικεύει χαρά, λύπη, αγωνία, ενθουσιασμό, είναι  μια ζωντανή μορφή συναισθηματικής διαλογικής σχέσης του δημιουργού με τους  παρόντες άλλους.  Ο γραπτός ποιητικός λόγος δεν έχει τον αυθορμητισμό,  την αμεσότητα και την αλληλενέργεια  του προφορικού λόγου.  Αρθρωμένος ερμητικά στο εργαστήρι του ποιητή, επεξεργασμένος και νοηματικά πυκνός, προσβλέπει στη συνάντηση του με αναγνώστες απόντες. Από τη στιγμή όμως που ένα ποίημα αφήνεται από τα χέρια του ποιητή να ταξιδεύει μόνο του, μοιραία λειτουργεί αυτόνομα στη διαδραστική επαφή του με όποιον αποδέκτη του. Απόντος του ποιητή, συνομιλητές  είναι πλέον το ποίημα και ο αναγνώστης, οπότε αλλάζει και το κλασσικό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής στο ποίημα του»,  σε «τι λέει το ποίημα στον αναγνώστη του».

Η ποίηση δεν είναι ξένη γλώσσα

Οι «πρόθυμοι αλλά άτολμοι αναγνώστες της ποίησης», αυτοί που θα ήθελαν να διαβάζουν ποίηση αλλά δεν τολμούν, γιατί όπως δειλά λένε «δεν την καταλαβαίνουν», ίσως δεν είχαν την ευκαιρία να την προσεγγίσουν ή αποθαρρύνθηκαν από τραυματικές επαφές μαζί της σε τυχόν σχολικές διδασκαλίες ή ερμηνείες ειδικών φιλολόγων με προαπαιτήσεις ειδικών ακροατηρίων. Όμως η ίδια η ποίηση δεν απευθύνεται στους λογικούς μηχανισμούς ή στο μορφωτικό επίπεδο του αναγνώστη, γεγονός πού οι διαμεσολαβητές της συχνά παραβλέπουν.  Η ποίηση, με φυσικό της όργανό τη γλώσσα και υλικό τις λέξεις, επιζητεί να συνομιλήσει και να επικοινωνήσει μακάρι με όλους.  Οι λέξεις της δεν είναι άγνωστες, αντίθετα είναι οι ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας. Οι γλωσσολόγοι διακρίνουν  την αναφορική από την ποιητική λειτουργία της  γλώσσας: στην πρώτη περίπτωση το μήνυμα δίνεται κυριολεκτικά ως πληροφόρηση, στη δεύτερη το μήνυμα υποδηλώνει συναισθηματική συγκίνηση.

                   Στο περιγιάλι το κρυφό/ κι άσπρο σαν περιστέρι
                   διψάσαμε το μεσημέρι·/ μα το νερό γλυφό   

                   Πάνω στην άμμο την ξανθή/γράψαμε τ’ όνομά της
                   Ωραία που φύσηξε ο μπάτης/και σβήστηκε η γραφή… 

                              
Οι  ίδιοι αυτοί στίχοι, από το ποίημα «Άρνηση» του Γιώργου Σεφέρη, θα μπορούσαν εκτός ποιήματος  να περιγράφουν πεζά μια συνηθισμένη εικόνα σε ένα ακρογιάλι. Μέσα στο ποίημα όμως οι ίδιες λέξεις υπερβαίνουν την κυριολεξία τους εκφράζοντας τη συναισθηματική συγκίνηση που διεγείρει  μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Πώς γίνεται η μεταλλαγή; Με την απροσδιόριστη δύναμη της  ποίησης και τη συναισθηματική εγρήγορση του αναγνώστη.

Ο ποιητικός λόγος αέναος

Με τους ακόλουθους στίχους αρχίζει η λυρική ποιήτρια Σαπφώ το τραγούδι της χιλιάδες χρόνια πριν, μεταφρασμένο από τον  Οδυσσέα Ελύτη:

                  « αερίων επέων άρχομαι…..»
                  αρχινώ το τραγούδι μου με αιθέρια λόγια
                  μα γι’ αυτό και απαλά στο άκουσμα

                 την Ομορφιά διακόνησα- τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα
                 που μ' αξίωσαν (οι Μούσες) τη δική τους
                 δύναμη δίνοντας να λέω…

Όπως η ζωντανή ανθρώπινη γλώσσα, παγκόσμια κοινή στις απαρχές της, μεταβάλλεται ενώ εξελίσσεται, και ο ποιητικός λόγος της χωρίς στάσεις, επανεκκινήσεις ή όρια, διαμορφώνεται συνεχώς. Το σπουδαίο είναι ότι παρά την μακραίωνη  διαδρομή του,  δεν σκουριάζει, δεν παλιώνει.  Όσο οι λέξεις ξαναβρίσκουν μέσα στην ποίηση την υπόσταση που έχουν χάσει στην καθημερινή τριβή της γλώσσας, συνεχίζουν να φέρνουν «απαλά» στην επιφάνεια τα «αέρινα»  της ψυχής: επιθυμίες, συναισθήματα, απορίες… Ας αφουγκραστεί ο αναγνώστης το αιωνόβιο ζωντανό τραγούδι τους, χωρίς τη βοήθεια έτοιμων  ερμηνειών και αναλύσεων, απλά με τη διαίσθηση του- « δια της αίσθησης» κατά τους αρχαίους - προερχόμενη από την απώτατη υποσυνείδητη ή ασυνείδητη εσωτερικότητα του.  Το καλό ποίημα δεν έχει χώρο για περίσσιες ή άτοπες λέξεις.  Η λέξη, το μικρότερο στοιχείο του λόγου έχει τη δύναμη  να εκφράζει το ίδιο ποιητικά το πιο απλό και το πιο σύνθετο σημαινόμενο γι αυτό και παιδεύει τον ποιητή όπως και τον αναγνώστη.  Μέσα από την ποίηση και οι δύο εκ-παιδεύονται στις λέξεις από την αρχή.

Το νόημα  του ποιήματος

Η σχολική ερμηνευτική προσέγγιση της ποίησης δια της λογικής,  οι φιλολογικές μελέτες των ειδικών,  οι αξιολογήσεις ποιητικών συλλογών από έμπειρους κριτικούς, ακόμη και η προσωπική άποψη  των  δημιουργών-ποιητών σπάνια  συμπίπτουν ως προς το νόημα ενός ποιήματος.  Γιατί το ποίημα δεν έχει μόνο ένα νόημα ή μία αυθεντική ερμηνεία. Ο αμερικανός ποιητής και «Διακεκριμένος Καθηγητής» (Distinguished Professor) λογοτεχνίας  Μπίλλυ Κόλλινς γράφει  στο ποίημα του «Εισαγωγή στην Ποίηση»:

   Τους ζητάω να πάρουν ένα ποίημα /και να το κρατήσουν ψηλά στο φως
   όπως ένα χρωματιστό σλάιντ /   ή να στήσουν αφτί στη κυψέλη του.       

        Λέω …………………………………………………………………..  
   … περπατήστε μέσα στο δωμάτιο του ποιήματος
   και ψηλαφίστε  τους τοίχους για τον διακόπτη  που/ ανάβει το φως
                                                                                                      

   Αλλά το μόνο που θέλουν να κάνουν/  είναι να δέσουν το ποίημα στην   
   καρέκλα με σκοινί/  και να το βασανίζουν για να ομολογήσει.  
   Αρχίζουν να το χτυπάνε με τη μάνικα /για να μάθουν τι εννοεί πραγματικά.


Χωρίς αμφιβολία, οι περισσότεροι περί την ποίηση φιλόλογοι, κριτικοί δοκιμιογράφοι και ειδικοί έχουν μελετήσει σε βάθος το θέμα τους και το αποτυπώνουν με ενδιαφέρουσες θέσεις, απευθυνόμενοι όμως μάλλον σε ομότεχνους παρά σε απλούς αναγνώστες. Και φαίνεται να είναι καλύτερο για κάθε αναγνώστη της ποίησης να αποκτήσει μια προσωπική σχέση μαζί της χωρίς βοηθήματα, γιατί οι γνώμες και ερμηνείες άλλων περιορίζουν και τη δική του ανάγνωση  και τη δυναμική του ποιήματος.  Βοηθητική θα ήταν και η ποιητική συμβουλή του καθηγητή Κόλλινς: να δει, δηλαδή, ο αναγνώστης το ποίημα όπως ένα χρωματιστό  σλάιντ στο φως, να το αφουγκραστεί  σαν βόμβο από μέλισσες σε κυψέλη, να το ψηλαφίσει όπως  τους τοίχους ενός σκοτεινού δωματίου ψάχνοντας  τον διακόπτη που ανάβει το φως.

«Να βλέπεις με τα δικά σου μάτια»

Οι «πρόθυμοι αλλά άτολμοι αναγνώστες της ποίησης» αποδεικνύονται συχνά  οι καλύτεροι αποδέκτες της, όταν εμπιστεύονται την προθυμία τους και πλησιάζουν από μόνοι τους το ποίημα να το «ακούσουν», είτε το διαβάζουν σιωπηλά  είτε μεγαλόφωνα. Πώς το ακούν; Όχι με την ακοή, αλλά με αυτή την άλλη παρούσα εσωτερική αίσθηση που αναβάθμισε την προθυμία τους σε επιθυμία. Ας αποδεχθούν σαν πρώτο βήμα ότι το ποίημα δεν κάνει δηλώσεις, δεν δίνει απαντήσεις, δεν μιλάει ξεκάθαρα: εδώ μουρμουρίζει, εκεί σωπαίνει, κάτι υπαινίσσεται αλλού, κάτι λέει, κάτι δικό μου, με προκαλεί, έλα κοντά εσύ κι εγώ μαζί… Ας συνομιλήσουν με το ποίημα με τον δικό τους τρόπο, αρχίζοντας από όποιο σημείο του προτιμούν, αρχή μέση ή τέλος, ας αλλάξουν της σειρά των στίχων όπως θέλουν, ας επιλέξουν τη στροφή που τους αγγίζει κι ας επιμείνουν σε αυτή, αν καθρεφτίζει δικά τους πάθη… Αν πάλι κάπου αισθανθούν χαμένοι, ας μην το εγκαταλείψουν. Μπορούν να ξαναγυρίσουν  στους ίδιους  στίχους  σε λίγο ή την άλλη μέρα ή αργότερα, ας μη χάσουν όμως την επαφή.  Όσο περισσότερο διαβάζει κανείς  το ίδιο ποίημα,  τόσο πιο βαθιά μπαίνει στην ψυχοσύνθεσή του ποιήματος και μαζί στη δική του.

     Να βλέπεις μακριά τα πράγματα που ονοματίζουν οι λέξεις, την πτήση
    των συλλαβών, το άνοιγμα των φτερών τους καθώς σχηματίζει ένα όνομα.              Δοκίμαζε
    τις λέξεις, όπου κι αν ζουν.  Άκουσε κι άγγιξε, μύρισε, πίστεψε. 
    Συλλάβισε τες με αγάπη

.  ……………………………………………………………………………….

     Τίποτα όμοιο με κάτι άλλο.  Να βλέπεις μακριά
     με τα δικά σου μάτια.  Βάδισε.  Πέτα.  Ανοίξου με μια βάρκα μέχρι να βγει πάλι
     μπρος σου
    η στεριά, αλλαγμένη για πάντα, σημαίνοντας, ζωντανή.  Προχώρα.

     Εμπρός.  Βιάσου.
    Να βλέπεις μακριά.   

                                                    Κάρολ  Αν Ντάφφυ  
                                                    μτφ. Βικτωρία Καπλάνη (συλλογη Mean time)  

Η ποίηση είναι αίσθηση, δεν είναι πραγματεία. Είναι γύρω μας και μέσα μας, παντού,  αρκεί  να την αναζητήσουμε.   Ας την πλησιάσουμε, αφήνοντας τον εαυτό μας ελεύθερο σε μια ανοιχτή συνομιλία μαζί της που συνήθως φέρνει στην επιφάνεια βαθιές, λυτρωτικές υπαρξιακές αλήθειες  μας. Το καλό ποίημα, ακόμα κι αν είναι δύσκολο με την έννοια  ότι απευθύνεται και στην ευρυμάθεια του αναγνώστη, έχει τη δύναμη, επειδή είναι καλό, να απευθύνεται εξίσου στο θυμικό και στη διαισθητική κατανόηση  του  άδολου ή αδαή  αναγνώστη. Τελικά, σημασία έχει τι ιδιαίτερο εσωτερικά δικό μας  φανερώνει  το ποίημα.

Μάρω Παπαδημητρίου

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Μαρτίου 2018