Εκτύπωση του άρθρου

Παναγιώτης Κερασίδης      

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Γαβριηλίδης 2014, σελ. 80

 

 Γράφει: ο Γιώργος Γώτης

 

"Να εξοικειωθώ λοιπόν αν γίνεται  με το κενό που μου  αναλογεί. 
Τίποτα   σπουδαίο  δηλαδή.  Μια στιγμή ουτοπίας στον τόπο του εγκλήματος,
που φωταγωγείται στους αιώνες με δάχτυλα κομμένα και ραμμένα στη σιωπή.
Αφού λίγο πολύ  όλα γίνονται για το μέλλον, για το βουνό  του παραδείσου  που περιφράξαμε  για να εξευμενίσουμε  το άγνωστο,  πριν  μας τραβήξουν το αυτί 
τα  όρια της νίκης  και  της ήττας  και μας δέσουν  κόμπο στα βήματα
προς τα αθάνατα μνήματα."

Από την προηγούμενη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Κερασίδη με τον τίτλο «Λείπουμε» πέρασαν έξι χρόνια. Αυτό το χρονικό διάστημα της ποιητικής του τρόπον τινά απουσίας, εξέθρεψε και ωρίμασε την παρούσα συλλογή με τον τίτλο «Ενηλικίωση της Ουτοπίας», αλλά του έδωσε και τα μέσα να υπερβεί, ποιητικώς, τρόπους και τόπους των προηγούμενων συλλογών του.

Τα ποιήματα χωρίζονται σε τέσσερις αλληλοσυμπληρούμενες και συνομιλούσες μεταξύ των ενότητες, με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: «Μνήματα αθάνατα», «Στην κούνια της αϋπνίας», «Οριζοντίως και καθέτως», «Ενηλικίωση της ουτοπίας».

Τα δύο ποιήματα της πρώτης ενότητας πιστεύω ότι είναι το κλειδί της όλης συλλογής διότι εμπεριέχουν, συμπυκνωμένο και κρυπτογραφημένο, το υλικό των επόμενων ποιημάτων. Μας προϊδεάζουν και μας εισάγουν στις έννοιες και στο θέμα της συλλογής. Είναι ο με ποιητικό τρόπο προβληματισμός για την αναγκαιότητα, τη σημασία και το τελέσφορον του βίου. Κατά πόσον το διανυόμενο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας διάστημα εξυπηρετεί και υπακούει σε κάποιαν αναγκαιότητα. Κατά πόσον το ενδιάμεσο αυτό διάστημα είναι πραγματωμένο ή μια διαρκής ουτοπία. Κάπου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στο παρόν και στο μέλλον, στην αθανασία και στην θνητότητα, δίνεται στον  καθένα μας η ευκαιρία και ο χρόνος να εξοικειωθεί με το κενό που του αναλογεί.

Οι εναρκτήριοι στίχοι του πρώτου ποιήματος της συλλογής: «Να εξοικειωθώ λοιπόν αν γίνεται με το κενό που μου αναλογεί.» χαρακτηρίζουν τη σύνολη νοηματική της. Αυτήν τη διαδρομή και τους τρόπους της περιγράφει ο ποιητής προσπαθώντας να δώσει λόγο ύπαρξης στην ύπαρξη. Αλλά και ο τελευταίος στίχος του ίδιου ποιήματος, «στα βήματα προς τα αθάνατα μνήματα», προοικονομεί αυτήν τη διαδρομή, ονοματίζοντας όπως είδαμε και την πρώτη ενότητα. Εξάλλου δεν είναι τυχαία η επανάληψή του ελαφρώς παραλλαγμένου, ως καταληκτήριου στίχου όλης της συλλογής. «Μνήματα αθάνατα χαμένα» καταλήγει το τελευταίο ποίημα. Τον ενδιάμεσο βηματισμό τον περιγράφει με εικόνες καθημερινές, αφήνοντας να πλανάται το αυτονόητο ερώτημα τελικά σε αυτήν την ουτοπία ποιός κερδίζει την αθανασία;

Σε κάθε ενότητα υπάρχει ρέουσα η συνομιλία μεταξύ των ποιημάτων. Το επόμενο ποίημα συνεχίζει ή απαντά στο προηγούμενο, δίχως όμως να χάνει την αυτοτέλειά του. Αυτό επιτυγχάνεται με τους εξής τρόπους. Υπάρχει αλληλουχία λέξεων και εννοιών. Υπάρχει η λέξη κλειδί, που ξεκλειδώνει τον εννοιολογικό πυρήνα του ποιήματος και ταυτόχρονα το συνδέει με το επόμενο, δίνοντας μιαν άλλη διάσταση της προηγουμένως αναφερόμενης έννοιας. Κάποιες φορές η ίδια έννοια συνεχίζεται σε ένα διαφορετικό επίπεδο, εκτεινόμενη νοηματικά μέχρις ορίων.

Τις λέξεις κλειδιά παρατηρούμε σε όλα τα ποιήματα, από την αρχή της συλλογής, και θα αναφέρω ενδεικτικά και κατά σειράν μερικές εξ αυτών όπως: όνειρο, παραμύθι, αθωότητα, ουτοπία, σώμα, κλάμα, ξενιτιά, μέθη, αθανασία, πένθος, απώλεια, πείνα, δικαίωμα, χρέος. Επιτείνοντας με την επανάληψή τους τις λέξεις, κερδίζει ποιητικότητα και ένταση ο στίχος.

Η μετάβαση και η διαδοχή των εννοιών εντός του ποιήματος, αλλά και από το ένα ποίημα στο άλλο γίνεται μέσω χαρακτηριστικών διπόλων. Για να γίνει κατανοητό τι εννοώ θα αναφέρω μερικά εξ αυτών, όπως τα σταχυολογώ από τα ποιήματα της συλλογής: «...όνειρα αδέσποτα ονείρου», «...Διαγράφουν τον αόριστο και τον μέλλοντα», «Στάχτη που σβήνει τη φωτιά», «...Για να ζούμε και να μη ζούμε», «...Ξενιτιά δίχως ταξίδι», «Ο χρόνος σε αιωνιότητα και ο τόπος σε ουτοπία», «...Δανεικά ιδανικά», «...Το πένθος με νέα ζωή», «...Η αυτοεξόριστη από το μνήμα της μνήμη», «...Τίτλοι δίψας στο επιδόρπιο της πείνας», «...Άσματα αξέχαστα σβησμένα. Μνήματα αθάνατα χαμένα».

Η αντίθεση με την πραγματικότητα λειτουργεί σε μια διαρκή αντίστιξη, αλλά και μέσω παρηχήσεων, για να καταδειχτεί η αναφερόμενη ουτοπία. Η συγκάλυψη μέσω παράπλευρων συνδηλώσεων και τα πραγματολογικά στοιχεία που αποτελούν το φυσικό σκηνικό κάθε ποιήματος, δίνουν υπόσταση σε κάθε αφηρημένη από τις αναφερόμενες έννοια.

Διαπιστώνουμε μια επιχειρούμενη εσωτερική συστροφή προς τα μύχια της ψυχής και των συναισθημάτων αναλυόμενη στο τέλος με ένα ερώτημα. Ο ποιητής στοχάζεται θέτοντας ερωτήματα και, ανάλογα, πότε περιμένει και πότε όχι την απάντηση. Κάνει έναν απολογισμό ζωής, όπως όταν κάνεις ξαφνικά μια στάση στην πορεία σου και αναλογίζεσαι αυτά που μέχρι τώρα διέτρεξες. Τις σκέψεις και τα γεγονότα που σε επηρέασαν και σε καθόρισαν, καθώς και εκείνα που σου διέφυγαν, εν γνώσει ή εν αγνοία σου, αλλά και τώρα εδώ που έφτασες με τη σοφία και την εμπειρία της διαδρομής, διαπιστώνεις ότι και αυτά έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μέχρι τώρα ζωή σου. Καθημερινά στιγμιότυπα επανέρχονται με μιαν άλλη διάσταση της καθημερινής λειτουργίας τους.

Παρατηρούμε μια στροφή του Κερασίδη, σε αυτήν τη συλλογή, προς τις αφηρημένες έννοιες, εν αντιθέσει με προηγούμενες ποιητικές συλλογές του. Τον στοχασμό αλλά και τον αναστοχασμό του για καθημερινά κοινά, αλλά και για ατομικά βαθύτερα αιώνια ερωτήματα, που απασχολούν τον άνθρωπο και κυρίως τον γράφοντα ποιητή. Αυτός ο αναστοχασμός γίνεται μέσω ενός σαρκασμού αλλά κυρίως αυτοσαρκασμού και ειρωνείας, μέσω της αντιστροφής τους. Μεταθέτοντας τον εαυτό του σε ένα πεδίο στο επέκεινα και έχοντας διανύσει υποθετικά τον βίο, προσπαθεί να εξαγάγει πραγματολογικά συμπεράσματα και να αποφανθεί. Μεταθέτοντας τον εαυτό του σε υποθετικά πεδία, κάνει σκέψεις που λειτουργούν ως σκαλοπάτια διαφυγής προς τη ζωή. Αναζητώντας αντιστοιχίες ύπαρξης – ανυπαρξίας στον βιωμένο έως τώρα χρόνο, καταφεύγει στον ποιητικό λόγο και επιτυγχάνει να τις εκφράσει αντιπροσωπευτικά, λόγω του ότι ο ποιητικός λόγος από την ίδια του τη φύση, αλλά και συνεπικουρούμενος από την ωριμότητα του ποιητή, συνίσταται από την αναγκαία αφαίρεση αλλά και συμπύκνωση που είναι αναγκαίες για την περιγραφή τους. Εγχείρημα δύσκολο, που όμως τελεσφόρησε εις το έπακρον σε αυτήν τη συλλογή.

Τελειώνοντας θα αναφέρω το καταληκτήριον ποίημα της συλλογής, το οποίο όπως προανέφερα, απαντά συνεχίζοντας και κλείνοντας το πρώτο:

 "Σοφός παππούς φωτογράφος  που εμφανίζει  τις απουσίες σε διαφάνειες του χρόνου.
Ένα κοινότοπο, όσο και ουτοπικό, τοπίο  της  χαράς.  Ένα   τραπέζι  με  φίλους  που τρώνε  και  πίνουν   και  τραγουδάνε.  Καιροφυλακτώντας    θάνατον   θανάτου γλώσσαν εκχυλίζοντας κοκάλων ατίθασων, ομοιοκατάληκτων. 

Άσματα αξέχαστα σβησμένα.
Μνήματα αθάνατα χαμένα."

  

 

                                                                                                              Γιώργος Γώτης


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Μαρτίου 2015