Εκτύπωση του άρθρου
 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
 
 
Επτά ποιήματα
 
 
[ex silentio]
                               *
Τὰ λόγια μου εἶναι φύλλα εὐτελῆ.
Μὰ ἡ γλῶσσα σου κοντά τής με καλεῖ
θάλασσα τῆς σιωπῆς, παραμυθία
σγουρόμαλλη κι ἀπύθμενη. Βαθεῖα.
                               *
Τὰ λόγια κουρασμένα ἀποδημητικὰ
μʼ ἐξαντλημένα, κατάκοιτα φτερὰ
στὴν θάλασσα τῆς ἄρρητης σιγῆς σου
φωλιάζουνε, σε κῆπο Παραδείσου.
                               *
Πῶς ὁ καρπὸς τοῦ πόθου μου μεστώνει
κι ὅλα τὰ λόγια μου ἕνα, χελιδόνι
μεθάει τὴν ὀμορφιά σου κελαηδώντας.
                               *
Σηκώνεται βροχὴ ἀπὸ πουλιὰ
πυκνὴ νεφέλη, πετούμενα ἄδοντα
δύουν πολύφτερα στὴν ἅγια σου ἀγκαλιά.
 
+30-31.10.2017
 
 
Sh2-174*
 
Ἐκεῖ, ψηλά, στὸν Γαλαξία, φύτρωσε τριαντάφυλλο 
καθὼς τὴν ὕλη του ἐξετίναξε ἕνα γερασμένο ἄστρο.
Λίγο πρὶν ἀπ’ τὸν θάνατό του, κατάμονο καὶ ἄφιλο
πλανητικὸ νεφέλωμα, ὀνειρεύτηκε πὼς εἶναι κάστρο.
 
Ἔρχεται πάντα ἕνα πρωΐ. Τὰ σύννεφα στὸν οὐρανὸ
καλύπτουνε μὲ γάζες καὶ βαμβάκι τὸ ἄνθος τῆς σκόνης,
λίγο πρὶν διαλυθεῖ στὰ μαῦρα χάη. Περνῶ
ἀπὸ τὸν διπλανὸ πευκῶνα. Στὸ χορτάρι, χορευτικὴ καὶ μόνη
 
μιὰ σουσουράδα, σεισοπυγίς, ὅλο λικνίσματα, σιμώνει
τὸν λάκκο μὲ τὸ λιγοστὸ νερό. Στέκεται καὶ κοιτάζει.
Μικρὸ πουλί, μὲς στὸν ὑγρὸ καθρέφτη, βλέπει τὸ μαράζι
 
τοῦ γέρο-ἀστέρα, νὰ περνᾶ, ἀνατριχίλα κι ὑποδόριο ρῖγος.
Πίνει ἀπ’ τὸν θάνατό του καὶ σηκώνει τὸ κεφάλι εὐχαριστώντας
γι’ αὐτὸ τὸ ρόδο τοῦ φωτός, ποὺ δρόσισε τὸν ὕπνο του. Πετώντας.
 
†20.2.2013
 
Πηνελόπη, Ἑλένη
 
Δεινὸς τοῦ μαύρου παίχτης, λαγὸς τῆς ἐρήμου
στὴν πέτρα τῆς φωνῆς, ἀνθεῖ τὸ χέρι μου.
 
Εἶναι μιὰ πόρτα πέτρινη, ἐκκλησόπετρα
κι ὅσο με κυνηγοῦν προβολεῖς κι ἑλικόπτερα,
 
ψάχνω νά ’βρω τὴν λέξη, ν’ ἀνοίξει μιὰ στιγμὴ
γιὰ νὰ διαβῶ στοῦ κόσμου τὴν σιωπηλὴ ἀφορμή.
 
Ἐμένα, ματωμένο κι ἀθῶο σὰν φονηᾶ
τὸ δόρυ ἀπὸ τὸ στῆθος, ποὺ σ’ ἄγρια παγανιά,
 
μοῦ κάρφωσαν οἱ δίκαιοι κι οἱ εὐσεβεῖς,
στὰ δώματά σου τὰ βαθειά, θὰ κατεβεῖς
 
θὰ μοῦ τό ξεκαρφώσεις, θὰ πλύνεις τὴν πληγὴ
μὲ λάδι τῆς ἀγάπης ποὺ τρέχει ὅπως πηγή.
 
Κίρκη, φωτιὰ ἡ ζωή μου, μὰ, ἔλα Πηνελόπη,
στὸ θρόϊσμα, στὸ μύρο, τ’ οὐρανοῦ σου οἱ τόποι.
 
†20,27.12.2013

[il negait, une neige légère saleté]

Μαζεύω δάκρυα πυρωμένα μὲ καμμένα χέρια, σοῦ τὰ φέρνω.
Χιονίζει πάλι ἀπόψε, χῶμα ἐλαφρύ, καυτὸ νυχτὸς βαμβάκι,
ἀπὸ τὰ πίσω κι ἀπὸ τὰ μελλούμενα, ὅμως δὲν καταφέρνω
ἀσκέπαστος καὶ παρεπίδημος νὰ φυλαχτῶ λιγάκι.
                                            *
Τὶ θά ’τανε οἱ μέρες μου ἀνάμεσα στὸ πουθενὰ καὶ στὸ ἀντίο
κι ἂν δέν σε εἶχα δέντρο μου θαλασσοπερπάτητο μὲ σύσκια
ὅλης μου τῆς ἀπελπισίας τὰ κεριά, πουλάκια στὴν ἀγκάλη σου τὴν πελαγίσια
θράκες τρεμισμάτων, σκιρτήματα σταγόνων στὴν ζέστη καὶ στὸ κρύο,
                                            *
κρυφοπερπάτητο, σὲ ἀφετηρίες κι ἂν δέν σ’ εἶχα δέντρο, σὲ διαβάσεις
κάτω ἀπὸ τοὺς οὐρανοξύστες, ἀδέσποτος, σὲ ταχείας κυκλοφορίας                    διασταυρώσεις
δέντρο, μὲ τὰ δεητικὰ πλοκάμια τῶν κλαδιῶν σου νά με ζώσεις
ἀγριάμπελος γλευκομέλανη ὅταν μὲ laser με λογχίζουν διαφημίσεις
                                            *
ὤ, ἄν ‒ποὺ τίποτε ποτὲ δὲν εἶχα‒ ἂν δὲν εἶχα λύχνο τὴν εὐχή σου
νὰ καίει τὸ τσιμέντο τοῦ ὁρίζοντα κι ἀπὸ τὶς τρύπες, πᾶσαν ὥρα, ὄρθρος τιθύμαλλος
ἔριο ἐσφαγμένου ἀμνονέφους, βέλασμα Ἀνατολῆς, στὴν σιγηλὴ ἰαχή σου —
δὲν θὰ ξεπήδαγε ἀπ’ τὸ στόμα σάβανο ἀναστάσιμο βασάνων
δὲν θὰ ἔσπαγαν τὰ μάτια σὲ χαρμόσυνο κύμβαλο. 

†2.11.2017
 

[Δεηθῶμεν]
 
                             *
Κατὰ τὸ ἔλεός Σου ποίησον μετ’ ἐμοῦ
γιατὶ τρικλίζω στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ.
Γιατὶ ἔγειρε ὁ νοῦς μου ἡμιθανὴς
καὶ ἡ φωνὴ γκρεμίστηκε πρηνὴς
                             *
σὲ ἠλεκτρισμένο ἀγκαθῶνα, στὰ τριβόλια.
Τώρα ποὺ λὲν τὰ πορνοστάσια περιβόλια
καὶ κείτομαι ἄναυδος, ὡσεὶ ἄψυχος νέκυς
κι οἱ πριμαντόνες μὲ τὰ πληκτρολόγια ντουφέκι
                             *
πυροβολοῦνε μὲ εἰκονίδια τοῦ συρμοῦ, —
κατὰ τὸ ἔλεός Σου ποίησον μετ’ ἐμοῦ.
Τὴν τέχνη μου ποτὲ νὰ μὴν ψευτίσω.
                             *
Ἀγάπησα κι ἁμάρτησα καὶ θ’ ἁμαρτήσω
ἀλλὰ στὴν ὥρα ἐτούτη τοῦ χαμοῦ
δῶσε στὰ λόγια μου γαλήνη τ’ οὐρανοῦ.
                             *
†5.10.2017

 

[Εἱρκτὴ]
 
Ἁμαρτίας συνάπτων ἐφ’ ἁμαρτήμασιν
τὰ πλήν με μαχαιρώνουν, μὰ τὸ μέγα σὺν
εἶναι ἡ ἀπώλεια καὶ καταγυμνώνει.
Ἡ θλίψη ὅπως κισσός με περιζώνει.
                                  * 
Ἄστρο μου κινούμενο σὲ δρόμους, σὲ πλατεῖες
σὲ ἠλεκτροφόρες γυάλινες πολιτεῖες
δάκρυ φυτεμένο στῆς αὐγῆς τὸ χῶμα
καθρέφτη πυρωμένε ἀπὸ ἐρχόμενο χρῶμα
                                   *
Φέξε μου. Ἀέρας μαῦρος με σαρώνει
παίρνει τὰ φύλλα μου, μέ ξερριζώνει
σύντρομο μέ πνίγει ἡ τρικυμία.
                                   *
Τὴν γλῶσσα σου χρυσόρειθρη, πελαγία
ἄλαλος συλλαβίζω στὰ μηχανουργεῖα
δεσμώτης σὲ εἱρκτὴ φωτός. Ξημερώνει.
                                   *
†23-30.10.2017

 

Πηνελόπη, Ἑλένη

Δεινὸς τοῦ μαύρου παίχτης, λαγὸς τῆς ἐρήμου
στὴν πέτρα τῆς φωνῆς, ἀνθεῖ τὸ χέρι μου.

Εἶναι μιὰ πόρτα πέτρινη, ἐκκλησόπετρα
κι ὅσο με κυνηγοῦν προβολεῖς κι ἑλικόπτερα,

ψάχνω νά ’βρω τὴν λέξη, ν’ ἀνοίξει μιὰ στιγμὴ
γιὰ νὰ διαβῶ στοῦ κόσμου τὴν σιωπηλὴ ἀφορμή.

Ἐμένα, ματωμένο κι ἀθῶο σὰν φονηᾶ
τὸ δόρυ ἀπὸ τὸ στῆθος, ποὺ σ’ ἄγρια παγανιά,

μοῦ κάρφωσαν οἱ δίκαιοι κι οἱ εὐσεβεῖς,
στὰ δώματά σου τὰ βαθειά, θὰ κατεβεῖς

θὰ μοῦ τό ξεκαρφώσεις, θὰ πλύνεις τὴν πληγὴ
μὲ λάδι τῆς ἀγάπης ποὺ τρέχει ὅπως πηγή.

Κίρκη, φωτιὰ ἡ ζωή μου, μὰ, ἔλα Πηνελόπη,
στὸ θρόϊσμα, στὸ μύρο, τ’ οὐρανοῦ σου οἱ τόποι.

†20,27.12.2013

Δημήτρης Κοσμόπουλος

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Μαρτίου 2018