Εκτύπωση του άρθρου

Έρως και αντί-έρως του κόσμου!   

Ηλίας Λάγιος, Θεατρολογία, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 32 του ίδιου,
Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 32 

                                              Man’s mind grown venerable in the unreal 
                                             WallaceStevens, Μετάβαση στο Καλοκαίρι, 1947  

  Στη Θεατρολογία του ο Ηλίας Λάγιος αντιστρέφει με την επαγωγική μέθοδο, στην οποία μας έχει συνηθίσει έως σήμερα, καθιερωμένα ποιητικά πρότυπα, αμφισβητώντας κατεστημένες περί τη λογοτεχνία απόψεις. Διακωμωδώντας συστηματικά σοβαρές και σοβαροφανείς πτυχές του ανθρώπινου δράματος, ο ποιητής υπονομεύει το οικοδόμημα της θετικιστικής προσέγγισης του φαινομένου που ονομάζεται «ζωή». Μεταξύ άλλων η Θεατρολογία προτείνει έναν ανανεωμένο, περισσότερο λειτουργικό ρομαντισμό, επιδεικνύοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στην εμβέλεια των αλλεπάλληλων, δημιουργικών αποκλίσεων της κειμενικής της δράσης. Απ’ αυτήν την πλευρά ο Ηλίας Λάγιος εξακολουθεί να επαληθεύει μια παλαιότερη κρίση μου για τις στιχουργικές στρατηγικές του, που αφορούν την εγκατάσταση ενός ισχυρού λεκτικού καθεστώτος, ικανού και αναγκαίου για την αποκαθήλωση ενός βασανιστικού κοσμοειδώλου. Πρόκειται άλλωστε για έναν ποιητή που ξέρει να εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό το οραματικό id ενός λεξιμανούς υποσυνειδήτου.  
  Γι’ αυτό και ο λόγος, φιλοπαίγμων, ανατρεπτικός, σαρκαστικός, ενίοτε βωμολόχος, επιδίδεται σε μια ρηξικέλευθη ανασκευή ορισμένων «πραγματικοτήτων», ανιχνεύοντας την άλλη, την κρυμμένη υφή των νοουμένων ως δεδομένων. Η ποίηση αυτή εμπεδώνεται πέρα απ’ την αρχή του συμβατικού και δεν υπακούει σε ό,τι ορίζουν οι παραστάσεις. Η ουσία – Ding an sich– είναι πάντα άλλη. Χρησιμοποιώντας μάλιστα μερικά μορφολογικά εργαλεία από την πλούσια λογοτεχνική μας παρακαταθήκη, όπως είναι φέρ’ ειπείν το σονέτο, ο Ηλίας Λάγιος αποδεικνύεται ένας ευρηματικός υπηρέτης της ακραίας παρωδίας: είτε ο κόσμος που «ξέρουμε» απλώς δεν υπάρχει, είτε ο κόσμος υπάρχει επειδή ακριβώς αυτοαναιρείται γλωσσικά. Από εδώ πηγάζει το σύνολο των αμφισημιών, των μεταλλάξεων, των εγκοπών και των παλινωδιών της τεχνικής του Ηλία Λάγιου.  
  Η παρετυμολογική, κρατυλικών διαθέσεων αυτή κινητικότητα της Θεατρολογίας γνωρίζει βέβαια τα όρια της και κάπου εκεί, αυτοελεγχόμενη, σταματά. Στα αποσπάσματα που παραθέτω από το τέταρτο ποίημα της συλλογής, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο-επιβεβαίωση των αδιάλειπτων αντιστροφών «Γυψ Δεσμώτης», ο ποιητής τολμά μία ακόμη αναγωγή στο μη ον του τραγικού: «Να κατεβαίνω κάθε ημέρα, φτερούγες ισιάζοντας, / πάνω από άντρα. Να, χαμαλίκι ˙Θεός αυτός; Ημίθεος; / Του πατέρα του χαμός. Τον πρόδωσε. Τόνε ξεπούλησε. / Τάχθηκε και κυβερνηθήκαμε, όργανο της τιμωρίας μας […] Ο κάθε γύπας έχει και τον άνθρωπό του, mr Eliot. / Εγώ είμαι ο δικός μου. Έχετε δει ποτέ / ρόδινον ουρανόν με σύννεφα ιριδίου να καθρεφτίζεται σε θάλασσα ουρανότερη; / Εμείς γνωρίσαμε, ψεύτρα εσαεί, τη μνήμη των ανθρώπων. / […] Και να’ μαι αυτός που οι μεγάλες εφορμήσεις του αρκούν / να τα καταγεμίσουν και τα δύο στομάχια μας. / Με τρώει, όπως τον τρώω κι εγώ. Μάτια στα μάτια μου. / Του αίματος ολόαιμα. Ποια να’ σαι πλέον, λύπη μου, δεν το ξέρω. / Γραφή του Προμηθέως, γιου του Διός, κάποτε αητού, εσχάτως γύπα.»  
  Η πρόθεση λοιπόν του Ηλία Λάγιου είναι εν προκειμένω αγαθή: ο εγκαυστικός ποιητικός νους διατηρεί το προνόμιό του να θηρεύει κατά τρόπο ασίγαστο και διακαή αλήθειες. Θα μπορούσα μάλιστα να μιλήσω για μια στιχουργική υγεία που συνέχει τη Θεατρολογία σε όλο το εύρος της, καθιστώντας την μία από τις αντιπροσωπευτικές εκδοχές της περσινής λογοτεχνικής παραγωγής.  
  Αναφερόμενος στο Εικοσιτετράωρο της Δηούς, που περιλαμβάνει δεκαπέντε κεφάλαια, θα έλεγα ότι η παράταση της λεκτικής/αναθεωρητικής εγρήγορσης του Ηλία Λάγιου στηρίζει κι εδώ με συνέπεια τη ρητορεία των σημασιολογικών ανακατανομών. Από μια άποψη Το εικοσιτετράωρο της Δηούς θα μπορούσε να εκληφθεί ασφαλώς ως ένα διευρυμένο σχόλιο στη Θεατρολογία, αν εξαιρέσει κανείς μερικές ευκαιριακές λύσεις του τύπου «Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα την υπόσταση της Δηούς» ή «στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι» (σ. 9), που μάλλον αυθαιρετούν σε βάρος του συνόλου. Κατά τα άλλα, ευφυείς δεκαπεντασύλλαβοι και αιφνίδιες παρομοιώσεις μνημονεύουν, μεταξύ άλλων, Σεφέρη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Σολωμό, Παλαμά και S.J. Perse, ενώ δεν παραλείπεται η χρήση αυτούσιων λέξεων της αγγλικής του συρμού, οριοθετώντας έτσι τις συντεταγμένες ενός πεδίου φιλελεύθερων αναβαθμίσεων του ποιητικού παιχνιδιού.  
  Οι απροσδόκητες γειώσεις των εσωτερικών και εξωτερικών ομοιοκαταληξιών, το γύρισμα του στίχου σε διαδοχικές εναντιώσεις, η προσφυγή σε αλλότρια σχήματα λόγου, η αυτοσυντριβόμενη θυμοσοφία, η διαβρωτική, ψευδοδιδακτική αναλογία και η σαρωτική ειρωνεία συνιστούν τα μέτρα και τα σταθερά πολλών προσωποπαγών συνεπαγωγών. Στο μεταίχμιο της οριακής απόδοσης μεταγλωσσικών καταγραφών συμποσούται τελικά το ποίημα της Δηούς, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή τους σκοπέλους της εκζήτησης. Ένα ενδεικτικό οκτάστιχο από το «18:32’» Η Δηώ μέσα στην πρωτογλώσσα»: «Άναψε πυρκαγιά! Έλα αυτόνομα! Χαμένη μετοχή! / Ό, τι ακουμπώ προς σε υποκείμενο είναι, / κι η γλύκα του κορμιού σου η πιο σπαταλημένη λέξη. / Ελούθα μέπατον λαβά εν κε μοόρα. / Αυτός ο κόσμος, καστανιά μου, είναι ένα απέραντο Νταχάου. / Ο άλλος κόσμος θα’ ναι κατοικημένος απ’ την φρίκη του Θεού ˙/ για να γυρέψεις προορισμό ας γίνεις ταξιθέτης ονομάτων. / Ναυλή βεβέβ αούστρα λαρνώνα έωρ» (σ. 21).  
  Φαίνεται ότι η όψη των αδήλων έθελγε ανέκαθεν τον Ηλία Λάγιο. Εξ’ ου και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η οδός της γλώσσας του που θέλει να φτάσει εκεί. Τα σημεία δηλώνουν ότι η οδός, αν και είναι εξαιρετικά στενή, ενδέχεται να είναι ανοικτή.                 
                        

  Γιώργος Βέης
περιοδικό Νέα Εστία, τχ 1716, Οκτώβριος 1999

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Μαρτίου 2006