Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Εύη Μανοπούλου

 

Γιώτα Μάρκου
Χορός Σαλτιμπάγκων
Οσελότος, 2016

 

Σαλτιμπάγκος είναι ένας γελωτοποιός, ένας υπαίθριος διασκεδαστής, άσχημος και αξιολύπητος στην όψη, φαιδρός στη συμπεριφορά, που όμως η εμφάνισή του όταν πηδά πάνω στο σανίδι, γιατί αυτό δηλώνει στην κυριολεξία το όνομά του, ανεβάζει τη θερμοκρασία γύρω του, προκαλεί αυτούς που τον παρατηρούν να ξεπεράσουν τις αναστολές τους και μαζί του να αφεθούν στο γέλιο και το ξέδομα.

Στο πρώτο βιβλίο της Γιώτας Μάρκου δεν είναι ένας ο σαλτιμπάγκος, είναι πολλοί, είναι ολόκληρος χορός, ένα συλλογικό σώμα που τραγουδάει και χορεύει όπως στα στάσιμα της τραγωδίας, μόνο που εδώ λογικά θα πρέπει να έχουμε μια παρωδία τραγωδίας για να είναι συμβατή η παρουσία του αστείου, οποιουδήποτε είδους μεταξύ του κομψού ευτράπελου και της άξεστης πλάκας.  

Σαράντα τέσσερα μικρά κείμενα σε πενήντα σελίδες, εκτός της εισαγωγής, άλλα ποιήματα, άλλα τάχα πεζά, ποιητικές αφηγήσεις θα τα έλεγες, σαράντα τέσσερις λυρικές ανάσες μνήμης θα τα έλεγα εγώ, σύντομες εκδιπλώσεις έκφρασης που άλλοτε βαδίζουν το στρωτό δρόμο της εξιστόρησης, έχοντας όμως κάτι χορευτικό στο βάδισμα, όπως θα αποκαλούσε ο Paul Valéry το ποιητικό ηχόχρωμά τους, και άλλοτε στήνουν έναν κανονικό χορό με τη θωριά στίχων και κανονικές ρίμες κατά διαστήματα, ρίμες απλές και ξεκάθαρες σαν ξεχασμένα παλιά τραγούδια.

Μέσα στα σαράντα τέσσερα αυτά κείμενα εικόνες διαδέχονται άλλες εικόνες. Εικόνες από πράγματα καθημερινά και οικεία, πάντοτε παρόντα στη ζωή της συγγραφέα, από τα πιο πεζά και χρηστικά ως τα πιο ποιητικά και συμβολικά. Η ξύλινη ντουλάπα και η σερβάντα, τα καλά ποτήρια, ο επάργυρος δίσκος του σερβιρίσματος, το πλεκτό με το βελονάκι εργόχειρο, γλυκίσματα, καφέδες και αναψυκτικά, η ραπτομηχανή, ένα σεντόνι, το τσίγκινο κουρδιστό παιχνίδι, φαγητά, αρωματικά βότανα και κρασί, τενεκέδες-γλάστρες σε αυλές και βεράντες, εικονοστάσια και στεφανοθήκες, ραδιόφωνα και λάμπες του δρόμου, αναπτήρες και τσιγάρα και μάλιστα Σαντέ άφιλτρα με την εικόνα της ντίβας στο καπάκι της κασετίνας. Και δίπλα σ’ αυτά τα αντικείμενα, συστατικά στοιχεία μιας συνεχιζόμενης ρουτίνας ή ενθυμήματα, αντικείμενα-στρατιώτες μάχιμοι ή αντικείμενα-βετεράνοι, άλλα πράγματα, στο μεταίχμιο μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς, πράγματα- σύμβολα, μακρινά ή κοντινά, ζωντανά ή ονειρικά, πράγματα-λέξεις με πολλές σημασίες και σιωπές ανάμεσά τους. Κομμάτια υφάσματος, μαχαίρια, το φεγγάρι κι ένα κοχύλι, το άσπρο πουκάμισο της γιορτής, χάρτινα καράβια και μεγάλα παράθυρα, ανοιχτά ή κλειστά.

Εικόνες προσώπων ζωντανών ή εκλιπόντων, πραγματικών ή φανταστικών, κοινών θνητών ή ιστορικών μορφών, ανθρώπων-συμβόλων ή ανθρώπινων τύπων. Πρόσφυγες  από Κωνσταντινούπολη και Συρία, η Σμαρώ με τον Στάθη απέναντι στην Ιρένε, ένα σχόλιο για την κοινή μοίρα μόνο με τις περιπέτειες να αντικρίζουν η μία την άλλη, δοσμένες με δωρικό τρόπο, λιγόλογες αφηγήσεις που ορθώνουν ολόκληρο έπος σε μερικούς αναβαθμούς : οικοσκευή, δύσκολη προσαρμογή, ψίθυροι, «τουρκόσποροι», επιστροφή, φλόγες, δυο φορές ξεριζωμός-δυο φορές θάνατος, φόβος· πόλεμος, πλοίο, υπόγειο, ειρήνη, ψωμί, αξιοπρέπεια, φόβος.  Άνθρωποι τραγικοί: ο Αλέξανδρος και η Ναταλία. Άνθρωποι οικείοι: ο πατέρας και η μητέρα, συγγενείς και γνωστοί, κάποιοι  με τα ονόματά τους, η θεία Κατίνα κι ο γιος της Γιάννης, ο αδελφός της μητέρας και ο Γιάννης ο έμπορος. Δίπλα σ’ αυτά άλλα πρόσωπα πραγματικά ή φανταστικά, ή φανταστικά που είναι προβολές πραγματικών: τα μέλη της οικογένειας Κωτάκη, η παρέα του ζαχαροπλαστείου Αύρα και ο αρτοποιός με το όνομα Κώστας. Έπειτα μια παρέλαση προσώπων πιο αόριστων, αφηρημένων, προσώπων χωρίς όνομα, προσώπων με ρευστή ταυτότητα, προσώπων που κυκλοφορούν σαν σκιές μέσα στην αφήγηση, προσώπων-ρόλων: η χορεύτρια στην ομάδα των σαλτιμπάγκων, ο καπετάνιος του πλοίου Χαρά, ο φυλακισμένος, ο ηθοποιός, η ιδιοκτήτρια της περούκας που λέγεται αλλιώς και φενάκη. Τέλος το υπεράνω όλων πρώτο πρόσωπο, άμεσο, γυμνό από μάσκες και περσόνες και απτό, όχι αντανάκλαση σε τρίτους, ένα «εγώ» απέναντι στο «άλλο», ίσως το ερωτικό «άλλο», το πιο διαυγές αλλά και στέρεο «άλλο» απέναντι σε κάθε «εγώ» επί της γης. Η αναμέτρηση με τους γνώριμους όρους της, τους αιώνιους όρους της αντιπαράθεσης εντός της ερωτικής σχέσης, σώματα, θέρμη της επαφής, αίσθηση αποξένωσης, σιωπή, η καμπύλη της  συνάντησης με το ζενίθ και το ναδίρ της, τον θρίαμβο του πάθους και τον θάνατό του. Το άλλο μισό που αδιαφορεί, η νομοτέλεια του μαρασμού στο πλαίσιο της συμβίωσης, η επιθυμία που βουλιάζει στη συνήθεια και χάνεται σαν τα χάρτινα καράβια, οι δρόμοι που χωρίζουν και ακολουθούν παράλληλη πορεία. Το «εγώ» ακολουθεί πάλι το δικό του μοναχικό δρόμο και συναντά μνήμες, σε επαναλαμβανόμενες  στιγμές, όπως σε όλες τις Κυριακές, σε όλα τα καλοκαίρια, σε όλους τους Δεκαπενταύγουστους, και μοναδικές, όπως την ημέρα της επιστράτευσης το ’74 ή μια συγκεκριμένη συζήτηση για τον εμφύλιο.  Συναντά γνώριμα συναισθήματα: του άγχους μπροστά στις σχολικές εξετάσεις, της αγανάκτησης μπροστά στην αδικία, της απογοήτευσης μπροστά στο λάθος που δεν μπόρεσε για μια ακόμη φορά να αποφευχθεί.

Σε μία ανάλογη αλυσίδα μεταπτώσεων αυτό το πρώτο πρόσωπο τριγυρνά πότε σε τόπους προσχηματικούς, ανιστορικούς, οιονεί τόπους, ενδεχομένως σκηνικά ενός ονείρου ή ίχνη της απόπειρας να περιοριστεί η εμπειρία της ζωής σε ένα αλληγορικό σχήμα, πότε σε τόπους αυθεντικούς, σημεία του πραγματικού χάρτη, η οδός Παπαδιαμαντοπούλου και η πλατεία Αμερικής, Θεσσαλονίκη, Σαντορίνη και Πειραιάς,  περιπλανιέται στη γεωγραφία του ρεαλισμού για να καταλήξει στα πάτρια εδάφη, τη Λούτσα και τα Σπάτα. Επιστρέφει η βασανισμένη μνήμη στη γη των Μεσογείων Αττικής, όπου οι θεοί του κρασιού πάντα ευλογούσαν τους σαλτιμπάγκους και τα πανηγύρια τους. Η ευωδιά των αμπελιών και η ανθρωποβοή από το πατητήρι οδηγούν ξανά στο σπίτι, το παντοτινό καταφύγιο, που βρίσκεται στην οδό –τι άλλο;- Διονύσου και εκεί στη γαλήνη του νόστου βουβαίνονται όλα τα δυσοίωνα συναισθήματα και διαλύονται μέσα στη γενική ευθυμία της κρασοκατάνυξης και της μέθης όλα τα στοιχεία της απειλής και του κακού, η τραγωδία της ζωής, η καταστροφή και ο θάνατος. Ακόμη και η θύμηση των νεκρών γλυκαίνει, γίνεται φυλαχτό αυτή η θύμηση ενάντια στα καταραμένα πνεύματα, ξόρκι για την πτώση.

«Πρόσωπα, αντικείμενα, παρελθόν, παρόν, ανακατεμένα σ’ ένα μωσαϊκό» είναι η εικόνα όλου αυτού του υλικού με τα ίδια τα λόγια της  Γιώτας Μάρκου στην εισαγωγή του βιβλίου, στην οποία παρουσιάζει το γραπτό της, μέσα στο οποίο παρουσιάζεται και κείνη. Μόνο που η δική της παρουσία σ’ αυτό δεν είναι αδιάλειπτη, θαρραλέα, πάντοτε  σε πρώτο πλάνο. Αλλού εμφανίζεται μέσα στις προσωπικές εξομολογήσεις, στις νοσταλγικές περιηγήσεις σε ιστορίες του παρελθόντος,  αλλού κρύβεται πίσω από εικόνες στατικές, συμβάντα σε ένα ομιχλώδες τοπίο αοριστίας, σε κενό χρόνου ή καλύτερα σε ένα γενικό και διαρκές παρόν που παρασύρει τα κατάλοιπα ενός παρελθόντος λιμνάζοντος έτοιμου να καταπιεί τη συνείδηση που θα το ατενίσει.  Εκεί σ’ αυτή τη νεκρή ζώνη της αφήγησης που είναι και δεν είναι κομμάτι του εαυτού, γιατί το πρώτο πρόσωπο έχει αποσυρθεί και στη θέση του  εμφανίζονται άλλα πρόσωπα χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, θαμπές φιγούρες, παίζεται ένα παιγνίδι που λέγεται εμφάνιση του τραύματος, αλλά όχι του τραυματισμένου. Στήνεται ένα σκηνικό με μαριονέτες στη θέση των πραγματικών θυμάτων, έτσι ώστε να μην πονάει κανείς, να μην υπάρχουν δάκρυα, γιατί οι πρωταγωνιστές δεν είναι πραγματικά πρόσωπα που πονάνε, είναι προσχήματα προσώπων. Τα πραγματικά πρόσωπα κρύβονται στα παρασκήνια της εξιστόρησης, προστατευμένα από την οδύνη της πικρής ανάμνησης, της αναβίωσης της μοναξιάς, της λησμονιάς και του φόβου, φόβου απέναντι στο δυσοίωνο, το τραγικό, το κακό. Μόνο που σε κάθε τέτοιο παιγνίδι η πληγωμένη συνείδηση εκδικείται και σπεύδει να συμπαρασταθεί στο δράμα των αδελφών άγνωστων προσώπων, αυτών που το δράμα τους της είναι τόσο γνώριμο και ο πόνος τους τόσο οικείος. Το εγώ προδίδεται πάνω στην αποκάλυψη ενός ξένου  συναισθήματος που κανονικά ανήκει σε κάποιον άλλον, αλλά είναι τόσο αυθεντικό, τόσο βαθύ που δεν μπορεί παρά να είναι αληθινό. Το μασκάρεμα με την περούκα, που το άλλο της όνομα είναι φενάκη, δηλαδή απάτη, αποδεικνύεται ανεπαρκές. Μπορεί κανείς να γράφει και να φορτώνει όλους τους δαίμονες που τον κυνηγούν σε μία ανυποψίαστη περσόνα της πρόζας ή της ποίησης, σε ένα σεντόνι με το σχήμα ενός προσώπου,  σε ένα πρόσωπο-φάντασμα, αλλά τα φαντάσματα είναι διάφανα και τα σεντόνια αραχνοΰφαντα. Το πραγματικό πρώτο πρόσωπο αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται μαζί κι η απάτη που σκαρώθηκε ως αμυντικό τέχνασμα. 

Ερήμην των προσώπων, των προθέσεων και των επινοημένων ιστοριών, οι λέξεις παίζουν το δικό τους παιγνίδι. Χορεύουν και σαρκάζουν ως άλλοι σαλτιμπάγκοι για να οδηγήσουν στη διασκέδαση, δηλαδή το σκόρπισμα της σοβαρότητας που πέφτει πολύ βαριά για το ανθρώπινο θυμικό. Οι σαλτιμπάγκοι είναι, όμως, και κάτι άλλο εκτός από γελωτοποιοί. Είναι και απατεώνες, έχει και αυτή τη σημασία το όνομά τους. Είναι αυτοί που εξαπατούν, δηλαδή γελούν τους γύρω τους. Γελώ : συμμετέχω στο αστείο, αλλά και εξαπατώ. Το γέλιο, δηλαδή η χαρά, και η απάτη αδελφές έννοιες. Η μία κάνει νεύμα στην άλλη, τη φέρνει κοντά της για να τις λαμβάνει υπόψη η ετυμηγορία μας. Αν η μία είναι καλή θα πρέπει να δεχτούμε ως καλή και την άλλη. Αν η μία μας φαίνεται ύποπτη θα πρέπει να τη συγχωρήσουμε γιατί εργάζεται μαζί με την αγαθή. Αν η χαρά είναι αγαθή, τότε θα πρέπει να ανοίξουμε την αγκαλιά μας στην απάτη, γιατί χωρίς τη δική της παρουσία η χαρά δεν έρχεται.  

Οι λέξεις παίζουν και γελούν. Ακροβατούν απέναντι στο τραγικό, δηλώνουν αυτό που μας φέρνει τρόμο, ότι είμαστε αδιάβαστοι, ότι κάποτε αντιμετωπίζουμε όλη την ύλη, δηλαδή το σύνολο της ζωής μας και της προσωπικότητάς μας, ότι στη ζωή μας παραμονεύει η σιωπή και η λησμονιά, ότι μπορεί σε μια σχέση να λιγοστέψει το οξυγόνο της λογικής, και το αίσθημα που αναπληρώνει συνήθως την έλλειψη, χάθηκε ή «ξέφτισε» κι αυτό, ότι το λάθος, το ψέμα, η αλήθεια, οι θύτες, τα θύματα, η ντροπή, η αγνότητα, οι παίκτες και οι ρόλοι παίρνουν σάρκα και οστά όταν μιλάμε οι άνθρωποι μεταξύ μας, ότι έρχεται καταιγίδα στον κόσμο και κάθε κοινωνική κρίση είναι μία τέτοια, ότι πάντοτε υπάρχει μία απειλή και στην έσχατη μορφή της είναι θάνατος.   

Εκεί όμως που πάνε οι λέξεις να αγγίξουν το μοιραίο και να μας τσακίσουν, να ’τες που συνεχίζουν το παιχνίδι τους το απατηλό και με το τέχνασμά τους  διαλύουν τα σύννεφα κι ελαφραίνουν και τη δική μας ψυχή. Κινούνται με μουσικότητα φτιάχνοντας στίχους που ακούγονται σαν παλιά τραγούδια στο ραδιόφωνο, τόσο ανακουφιστικά αθώα, παντρεύονται μεταξύ τους και το γλεντάνε,  η λύπη γίνεται «χαρμολύπη» και «παυσίλυπον», η Κυριακή είναι όπως λέει και η παροιμία «κοντή γιορτή», σχεδόν χορεύουν οι λέξεις φτιάχνοντας  ρίμες  που σαρώνουν όποιο κατάλοιπο άφησε η σκοτεινιά της θλίψης, κάνουν «τα βάσανα αόρατα κι ας ήταν γύρω μας μεγάλα και θεόρατα». Βγάζουν τη γλώσσα στο τραγικό και την απειλή του όταν κάνουν τα ανόμοια να μονοιάζουν «Εγώ και συ τώρα μαζί/σαν ένα παραμύθι που τελειώνει/δεν έχει δράκο/να φυλάει από τα τέρατα/ούτε νεράιδα να μας ζευγαρώνει/ όταν ο χρόνος/τόσο μας θυμώνει!» Σέρνοντας το χορό οδηγούν και πάλι στο πιο ασφαλές καταφύγιο, στη γενέτειρα γη και τις αναμνήσεις που συνδέονται με εκείνη. Σε τούτη τη γωνιά της Αττικής, τη γενέθλια γη των Σπάτων, εδώ που οι απελπισμένοι έρωτες ποτίστηκαν με το πιο γλυκό κρασί, το φάρμακο της θύμησης και τη λήθης μαζί, λήθης όλων των συμφορών που ξεχύθηκαν στον κόσμο όταν άνοιξε το πυθάρι της η Πανδώρα και θύμησης όλων των αγαθών πραγμάτων που η λησμονιά δεν «έχει πειράξει/κείνα τα μυστικά που σου είχα τάξει/πως θα ’τανε γεμάτα από μετάξι».

Η γραφή και ειδικά η ποιητική μπορεί να κάνει την ίδια δουλειά με το κρασί. Να στρατολογεί τις λέξεις στην υπηρεσία του παιχνιδιού της μνήμης και της λήθης, να παίζει με τη φανέρωση και το κρύψιμο, να αποκαλύπτει το τραύμα τόσο όσο χρειάζεται για να υπάρχει το ερέθισμα κι έπειτα να σπεύδει γρήγορα στη διάλυση του τρόμου που όλοι νιώθουν μπροστά στο τραύμα αυτό, να σπεύδει στο σκόρπισμα και τη διασκέδαση των φόβων. Οι λέξεις έχουν όλη τη δύναμη να στήνουν τον τρελό χορό, το χορό των σαλτιμπάγκων και μέσα σ’ αυτόν να στροβιλίζεται ό, τι ιερότερο έχουμε να παραδώσουμε από τη ζωή μας στη γραφή. Όπως γράφει και ο Oscar Wilde, «πρέπει να μεταλαμβάνουμε τη χαρά, την ομορφιά, τη λαμπρότητα της ζωής· όσο λιγότερο μιλάμε για τη φρίκη της ζωής τόσο το καλύτερο».

Εύη Μανοπούλου

 

 

 

 

 

 

 

               

        

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Φεβρουαρίου 2017