Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
επίκουρη καθηγήτρια στο Α.Π.Θ.

Gëzim Hajdari: ταξίδι προς την άγνωστη γη της ποίησης

Ο Gëzim Hajdari, γεννήθηκε το 1957 στη Λούσνια (περιοχή ΝΔ των Τιράνων προς τη μεριά της Αδριατικής). Είναι πτυχιούχος αλβανικής φιλολογίας  του Πανεπιστημίου του Ελμπασάν (Αλβανία) καθώς και πτυχιούχος Νεώτερης και Σύγχρονης λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου “La Sapienza” της Ρώμης.
Από τον Απρίλη του 1992 μέχρι σήμερα  ζει εξόριστος στην Ιταλία όπου κατέφυγε για πολιτικούς, όπως ο ίδιος δηλώνει, λόγους.
Η λογοτεχνική του δραστηριότητα κινείται και εκτείνεται στα πλαίσια της διγλωσσίας (αλβανικής και ιταλικής γλώσσας). Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχουν εκδοθεί τα έργα του:
 Ombra di cane (Σκιά του σκύλου)1993,
Sassi contro vento (Πέτρες κόντρα στον άνεμο) 1995,
Corpo presente (Παρόν σώμα) 1999,
 Antologia della pioggia  (Ανθολογία της βροχής) 2000,
 Erbamara  (Πικρόχορτο) 2001,  
Stigmate (Τύποι των ήλων) 2002,
 Spine nere (Μαύρα αγκάθια) 2004,
 San Pedro Cutud: viaggio negli inferi del tropico (San Pedro Cutud: ταξίδι στα τάρταρα του τροπικού) 2004,
 Maldiluna  (Γήτεμα του φεγγαριού) 2005,
Poema dell’esilio (Ποίημα της εξορίας) 2005,
Muzungu Diario in nero (Muzungu Μαύρο ημερολόγιο) 2006,
ενώ πρόκειται να εκδοθεί τον Ιανουάριο του 2007 η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Pelligorga gitana (Τσιγγάνος μελισσουργός).                      
Έχει τιμηθεί με  διακρίσεις και  λογοτεχνικά βραβεία στην Ιταλία.
Το ποιητικό του έργο,  είναι ευρύ, πολυσύνθετο και τολμώ να πω πως αποτελεί και ορίζει ένα «σύμπαν». Στο σύντομο αυτό σημείωμα είναι αδύνατο να διεξέλθω συστηματικά αυτό το σύμπαν · θα επιχειρήσω μόνο να παραθέσω κάποιους από τους οριακούς, κομβικούς όρους της ποιητικής δημιουργίας του Gëzim Hajdari.
 Ο Gëzim Hajdari είναι κατ’ αρχήν ‘Αλβανός’ -στα πόδια, στα μάτια, παντού, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά αυτοπροσδιορίζεται-. Αυτή του όμως η καταγωγή, ή αλλιώς ταυτότητα, υφίσταται ένα καίριο, ανεπανόρθωτο ρήγμα, με την εμπειρία της μετανάστευσης - εξορίας. Έτσι μεταμορφώνεται σε ‘άνθρωπο που περπατάει’, επομένως ποιητή που θα βρίσκεται πάντα σε κίνηση, σε διωγμό, σε ανισορροπία, σε αναζήτηση, σε νοσταλγία (και τα αντίθετά τους), σίγουρα σε διαρκή συνομιλία με ό,τι τον όριζε, ό,τι τον ορίζει και θα τον ορίζει στο μέλλον. Πρόκειται για  ποίηση που σαφώς ξεπερνάει τα στενά ατομικά, ιδιωτικά πλαίσια και ανάγεται σε σύμβολο του ανθρώπου - δημιουργού που κινείται, όταν γύρω του έχουν πέσει όλες οι βεβαιότητες. Μόνη βεβαιότητα και ταυτόχρονα αναγκαιότητα: το ασταμάτητο ταξίδι, όχι όμως εκείνο του Οδυσσέα που επιστρέφει στα πατρώα αλλά του Αβραάμ που τον καλεί η άγνωστη γη.
 Αποσκευές πολύτιμες στην περιπλάνηση: η πατρίδα (μια Αλβανία μυστική και μυστηριώδης, ξερή, άγονη, αλλά σπάνιας ομορφιάς·
πλήθος εικόνων από το φυσικό τοπίο, μεταφορές από τη βιωμένη παιδική πατρίδα), η ‘πρώτη’ γλώσσα, η επίκληση  -αναποτελεσματική μάλλον αλλά αναγκαία-  του Θείου, η μνήμη, οι αναμνήσεις.
 Ποίηση βιωματική και βιωμένη αυτή του Gezim Hajdari, ‘σωματική’, που φέρει στο σώμα της όλες τις ουλές και μ’ αυτές συνεχίζει. Αποφασισμένη να συνεχίσει.
 Μερικά ποιήματα για επίλογο -μεταφρασμένα από την υπογράφουσα- και τη σιγουριά πως θα ξαναμιλήσουμε  γι’ αυτόν στο μέλλον.

Από τη συλλογή Erbamara (Πικρόχορτο)

Μην κλαις                                                         
είναι ο πετρίτης που τρέχει
στο παγωμένο ρυάκι

μην κλαις
γρήγορα θ’ ανθίσει η αμυγδαλιά
και τα πουλιά γλυκόφωνα θα τραγουδήσουν
στις φλέβες μας

μην κλαις
διέσχισα την πληγή σου
για να σε φτάσω.

Από τη συλλογή Ombra di cane ( Σκιά σκύλου)

Σαν εχθρικό τραγούδι
θα ’σαι από δω και πέρα
θα σε πάρω απ’ το χέρι
και θα σε οδηγήσω
στο χείλος των αβύσσων
να κοιτάξεις τον μαύρο πάτο
(συγχώρεσέ με Κύριε)
και θα κατηγορήσω μία προς μία
τις όμορφες μέρες
που μ’ απογοήτευσαν.

Από τη συλλογή Corpo presente (Παρόν σώμα)

Αλβανία
τι πικρή
η μοίρα μας
χάνουμε κάθε μέρα ο ένας τον άλλο
τι απάτη να ’μαι ο κάτοικός σου
κι εσύ η λάσπη μου
πεθαίνουμε κάθε μέρα ο ένας μέσα στον άλλο.

Με ψάχνουν στις παραθαλάσσιες πόλεις
εγώ μιλάω με τα όνειρα που έγιναν βορά στη δύση
της καταιγίδας

με περιμένουν στην ουρά όταν φεύγω
με βρίσκουν μεθυσμένο στις πλατείες
στο όνομα της Ιθάκης

θέλουν να μου δώσουν με το ζόρι μια πατρίδα
εγώ σκέφτομαι το ξημέρωμα
που με πάει στο αύριο.

Από τη συλλογή Stigmate (Τύποι των ήλων)

Πόσο φτωχοί είμαστε.
Εγώ στην Ιταλία ζω με μεροκάματα
εσύ στην πατρίδα δεν έχεις να πιεις έναν καφέ

το φταίξιμό μας: αγαπάμε
η καταδίκη μας: να ζούμε μόνοι χωρισμένοι
απ’ το σκοτεινό νερό

θα γυρίσω το φθινόπωρο σαν τον Κωνσταντίνο
εσύ στους γενέθλιους λόφους θα ’χεις μαζέψει ρίγανη
που θα πάρω μαζί μου στην άδεια ακόμα κάμαρα

τώρα ζω στη θέση του εαυτού μου
μακριά απ’ τη γη που άσπλαχνα
τρώει τα παιδιά της

Με τις νύχτες μου που γεννήθηκαν απ’ τις μέρες σου
θα φτάσω ως τα ξεραμένα σου χείλια
εγώ που επέζησα απ’ τις δικτατορίες
εγώ που λησμονήθηκα απ’ όλες τις ελευθερίες
θα σου χτυπήσω όπως χτυπάμε σε μια άγια πόλη
απαγορευμένη στους άπιστους

Όταν έφτασα στο λιμάνι της Τεργέστης ήταν Απρίλης εννιά το βράδυ
έβρεχε σαν σήμερα στην πόλη και στο κάστρο
το αγιάζι σάρωνε όνειρα και πουλιά
κουβαλούσα μαζί μου τη θλίψη μου: γη χωρίς όνομα
και τα χειρόγραφα τυλιγμένα βιαστικά σ’ άσπρο μαντήλι

ήμασταν δυο: εγώ και τα μάτια σου που μ’ ακολουθούσαν
ποιος ξέρει από πότε στη λήθη μου
περπατούσα αφηρημένος στα βήματα του Saba
οι θαλασσινές σπηλιές
και συ μυστικά προεξοφλούσες τη μοίρα των σκουριασμένων συνόρων

ήμουν ο πιο θλιμμένος άνθρωπος της γης εκείνο το βράδυ Τεργέστη
μεγαλωμένος με την αγάπη για τη βερικοκιά
και το πέταγμα του πελαργού πάνω απ’ τα χωράφια
δραπέτης απ’ την Ανατολή την άνοιξη
νικημένος
χωρίς ένα σφίξιμο του χεριού

το φευγιό τη νύχτα
το σφύριγμα του καραβιού κάτω απ’ την ομίχλη
στήριζαν την ανήσυχη ελπίδα μου

Ονειρεύομαι συχνά πως γυρίζω στο λόφο μας με τις κουτσουπιές
και πως ζω κοντά σου
καλοδεχούμενη η φτώχεια
αλλά μόνο κοντά σου
πέρασαν χρόνια απ’ όταν μ’ ανάγκασαν να φύγω
τι κάνεις; τι σκέφτεσαι; θα σωθούμε σ’ αυτή τη ζωή;
είναι σκληρή η μοίρα των ποιητών
χτες για τη δικτατορία ήμασταν επικίνδυνοι
σήμερα για την ελευθερία είμαστε άχρηστοι
αχ, αν είχα αγαπήσει μια γυναίκα του χωριού
δεν θα ’χα υποφέρει τόσο στις πόλεις που σκοτώνουν
που κάθε δευτερόλεπτο πρέπει να αμύνομαι

γράψε μου αν άκουσες το κελάηδημα του κούκου στον ανθισμένο σπάρτο


Από τη συλλογή Spine nere (Μαύρα αγκάθια)

Έλα να δεις το πράσινο της κοιλάδας
απ’ το καινούργιο μου παράθυρο
πότε θα ’ρθεις;
περιμένω στα όρια των ημερών
με τα χέρια σπρώχνω το σκοτάδι απ’ τις μακριές νύχτες
φέρε μου τη γεύση τρυφερών χειλιών
τις αγωνίες σου τα νερά σου
για να πιεις στα δικά μου νερά


Διψάω για τα χείλια, για τα μάτια σου
που ενώνουν τις δυο μου γλώσσες

διψάω για τη δίψα, για τη σκιά σου
που χωρίζει τις δυο μου θάλασσες

διψάω για τις παπαρούνες, για τη βροχή σου
που σβήνει τις πυρκαγιές μου

διψάω για τα βογκητά, για το φεγγάρι σου
που διασχίζει βιαστικά το νότο μου

Κωνσταντίνα Ευαγγέλου
Επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας 
Τμήμα Ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας Α.Π.Θ.


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Δεκεμβρίου 2006