Εκτύπωση του άρθρου
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
  
Ο νέος καρυωτακισμός
 
Αν ζητούσαμε να περιγράψουμε μονολεκτικά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζουν και εργάζονται οι Έλληνες ποιητές τις τελευταίες δεκαετίες, δύσκολα θα βρίσκαμε χαρακτηρισμό τόσο κατάλληλο όσο ο "καρυωτακισμός". Mεταξύ εσωστρέφειας και αυτοοικτιρμού, μεθοδικής αλληλοαποθάρρυνσης και διαρκούς γκρίνιας, αυτός ο νέος καρυωτακισμός δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον παλιό, αφού σημαία και άλλοθί του έχει κι εκείνος το παράδειγμα του αυτόχειρα της Πρέβεζας. Όσο για τα θεωρήματα που προβάλλει, κυκλοφορούνται ανάμεσά μας στην συσκευασία του αυτονόητου. Έτσι, η ποίηση παρουσιάζεται ως τέχνη εξ ορισμού ανίκανη να αρθρώσει τo ουσιώδες. Η δυνατότητά της να διεκδικήσει ρόλο δημόσιο, να ασκήσει επιρροή, λογίζεται μηδενική. Το κοινό φέρεται ως εκ προοιμίου αδιάφορο ή και εχθρικά διακείμενο απέναντί της. Η εποχή θεωρείται ανίατα αντιποιητική. Ανάμεσα στους ίδιους τους ποιητές, δεν είναι λίγοι όσοι αγαπούν να αυτοσυστήνονται ως αναξιοπαθείς παρίες.
 
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν προβάλλονται ως αφορμή προβληματισμού ή αφετηρία ανασύνταξης, αλλά λίγο πολύ ως κατόρθωμα αυτογνωσίας, δικαιωμένο μάλιστα από την ιστορική νομοτέλεια. Έτσι έχουν τα πράγματα, ακούμε πανταχόθεν, άρα και τα γράμματα δεν μπορούν παρά να τα αποδίδουν πιστά. Οι αιδήμονες "χαμηλοί τόνοι", οι τελετουργικές δηλώσεις ταπεινοφροσύνης, η καταθλιπτική ρητορεία της απώλειας, της ήττας, της απελπισίας δίνουν και παίρνουν. Κάθε ποιητικό ιδίωμα, τωρινό ή περασμένο, που προσεγγίζει την έξαρση, την ρώμη, την αυτοπεποίθηση θεωρείται μεγαλομανία ή ασύγγνωστη αφέλεια, κάθε ομολογία πίστεως στις δυνατότητες και την χρήση της ποιητικής ομιλίας φαρμακερή αυταπάτη.
 
Αυτού του είδους τις απόψεις θα τις συναντήσουμε σχεδόν παντού: σε άρθρα επί τούτου και τυχαίες κριτικές, σε στιχομυθίες δημόσιες και ιδιωτικές εξομολογήσεις, τέλος, στα ίδια τα ποιήματα. Και μολονότι εκφέρονται το συνηθέστερο εμπειρικά, δεν λείπουν και οι προσπάθειες να τους δοθεί μορφή συνεκτικότερη και συστηματική. Σ' αυτές μπορεί να συγκαταλεχθεί ασφαλώς εκείνη η πρόσφατη σχετικά ομιλία του Παντελή Μπουκάλα στο Ίδρυμα Τάκη Σινόπουλου, της οποίας τον τίτλο υπαινίχθηκα ήδη. [1] "H διαδρομή των ποιητών από την απόλυτη εμπιστοσύνη στην τέχνη τους έως τη δυσπιστία και την άρνηση" είναι ο –εύγλωττος ήδη– υπότιτλος. Το πόρισμά του ο Μπουκάλας το συνοψίζει προκαταβολικά στη δεύτερη κιόλας παράγραφο του κειμένου του. Εκεί υποστηρίζει ότι, "χοντρικά" έστω,
 
κάθε σπουδαίος ποιητής, κάθε ποιητής που δεν είναι τάχα αυθόρμητος ή ηχείο κάποιας Mούσας αλλά και στοχαστής και μελετητής της τέχνης του, κατά την οντογένεσή του, κατά την προσωπική του διαμόρφωση και ανέλιξη δηλαδή, αναπαράγει σε ραγδαία συγκεφαλαίωση τη φυλογένεση του είδους του, του σογιού του. Aπό την ενθουσιαστική αφέλεια και τη ρητορική ευδία καταλήγει στην επιφύλαξη, στην "εποχή" των Σκεπτικών. Aπό τη λεκτική εύροια στην ολιγολογία, αν όχι και στη σιωπή. Aπό την αίσθηση πως είναι λογοθέτης-κοσμοπλάστης και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην ποίηση, στη δυσπιστία, ακόμη και στην άρνηση της ποίησης.
 
Τα όσα ακολουθούν ως τεκμηρίωση, είναι έως ένα σημείο αναμενόμενα: Από την αναγκαία μνεία εκείνου του μοιραίου πυροβολισμού, που υποτίθεται ότι στοιχειώνει έκτοτε την ελληνική ποίηση, ώς την διασημότερη ομολογία πίστεως στον καρυωτακισμό που γνωρίσαμε μεταπολεμικά, εκείνη του Βύρωνα Λεοντάρη: "Κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών". Όμως ο Μπουκάλας δεν αρκείται στην Πρέβεζα και την μυθολογία της. Ούτε περιορίζεται στον εξωφρενικό αφορισμό του Λεοντάρη. Με σκοπό να προσδώσει καθολική ισχύ στη διάγνωσή του, γενικεύει. O Σεφέρης, ο Χαίλντερλιν, ο Παλαμάς, ακόμη και ο Ελύτης κλητεύονται μεταξύ άλλων για να επιβεβαιώσουν εκόντες άκοντες τα συμπεράσματά του. Το αποτέλεσμα, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, είναι μια πληθυντική παραποίηση.
 
Γιατί τι άλλο παρά παραποίηση είναι η επιλεκτική αναγραφή πέντ'-έξι στίχων του Παλαμά, που μοιάζει να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του αρθρογράφου, δίχως την συμπαράθεση ενός τουλάχιστον από τα αναρίθμητα χωρία του πρώιμου ή όψιμου Παλαμά που εκφράζουν την άλλη πλευρά του νομίσματος; Την πίστη του δηλαδή στην προνομιακή θέση του ποιητή:
 
Και τέτοιος που είμαι, και με τέτοια
καρδιά, πουλί ολοτρέμουλο σ' αρρωστημένα στήθια,
από τους δυνατούς και τους μεστούς του κόσμου
εγώ είμαι πιο κοντά στο φως και στην αλήθεια.
Γι' αυτό μουγκρίζει μέσα μου βαθιά,
και μ' όλη την αχάμνια μου και μ' όλο το μαράζι,
προς όλους τους μεστούς και δυνατούς του κόσμου
μια καταφρόνεση. Και μου ταιριάζει.
 
Την πεποίθησή του ότι η ποίηση και η σκέψη συνιστούν ενεργήματα όχι λιγότερο δραστικά από την πρακτική βούληση:
 
Γιατί και ο νους ο στοχαστής και δίχως
την απόφαση αλύγιστη, γοργή,
σκάφτει, ενεργεί· πατέρας είναι ο Στίχος,
ο Λόγος, έργο· ένα βιβλίο, πηγή.
 
Την ώς το τέλος βεβαιότητά του για την αντοχή του λυρισμού ακόμη και εμπρός στο φάσμα του θανάτου:
 
Και μεσ' στον τάφο ασάλευτο και μεσ' στο ζόφο που με κλει,
σαν κάποιο σάλεμα με πάει προς την ανατολή,
με την ασύγκριτην αυγή που ο Χάρος δεν τη σβύνει.
Και λάμπει η λυρική ψυχή και μέσ' στο μνήμα εκείνη!
 
Τι άλλο παρά παραποίηση του Ελύτη αποτελεί η επιλεκτική μνεία των ηθελημένα καρυωτακικών στίχων της Μαρίας Νεφέλης :
 
Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
 
δίχως την διαλεκτική τους αναίρεση, την οποία συναντούμε στην αντικριστή μόλις σελίδα, εκεί δηλαδή όπου ο ποίητης, διά στόματος του Αντιφωνητή αυτή τη φορά, δηλώνει επί λέξει:
 
Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: απ' αυτά εξαρτάται ο κόσμος.
 
Δίχως αναφορά στην αποκρυσταλλωμένη ποιητική που συναντάμε δυο σελίδες μετά:
 
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
 
Δίχως μία έστω από τις εμφαντικές "υπερασπίσεις" του ποιητικού λόγου και της σημασίας του, που είναι τόσο συχνές στο έργο του Ελύτη, από τα πρώτα ώς τα τελευταία του ποιήματα.
 
Τέλος, τι άλλο παρά παραποίηση του Σεφέρη συνιστά η νιοστή αναπομπή στον στοιχειωμένο πλέον στίχο "Ο ποιητής ένα κενό", όταν δεν γίνεται η παραμικρή μνεία σ' εκείνο το βιβλίο όπου το θέμα της αντοχής της ποίησης και των υλικών της τίθεται με τον πλέον ευθύ τρόπο – στα Τρία κρυφά ποιήματα. Γιατί, στην συλλογή αυτή ο Σεφέρης, τριάντα χρόνια μετά τον "Βασιλιά της Ασίνης" και sur le vide papier que la blancheur défend, μέσα από τον σκληρό καθρέφτη του άσπρου χαρτιού, ξαναμιλάει για το κενό. Όχι όμως για να παραδεχτεί την δυσπιστία ή την απογοήτευσή του, αλλά αντιθέτως, για να εκφράσει εκ νέου την πεποίθησή του ότι η τέχνη του λόγου παραμένει η μόνη δυνατότητα ανάκτησης του χαμένου χρόνου:
 
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
 
Ο μόνος τρόπος που διαιωνίζει την ανθρώπινη μορφή :
 
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί
 
Ανάλογα ισχύουν και για τον διαβόητο πια στίχο του Χαίλντερλιν ("και οι ποιητές τι χρειάζουνται σ' έναν μικρόψυχο καιρό;"), που στην προκείμενη μορφή του είναι κι αυτός δάνειο σεφερικό. Όσοι εννοούν να διαβάζουν τον Σεφέρη με τον παραμορφωτικό φακό του καρυωτακισμού, είναι λογικό να βλέπουν στο παράθεμα ένα ερώτημα ρητορικό, με προαποφασισμένα αρνητική την απάντησή του: in dürftiger Zeit, σε καιρούς χαλεπούς και μικρόψυχους, οι ποιητές είναι όλως διόλου περιττοί. Στην πραγματικότητα, όλο το έργο του Σεφέρη, όπως και όλο το έργο του Χαίλντερλιν άλλωστε, δεν είναι παρά μια πανηγυρική συνηγορία της ποίησης και της σημασίας της στον σύγχρονο κόσμο. Στην περίπτωση του Έλληνα ποιητή, η απάντηση στο χαιλντερλιανό ερώτημα θα δοθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο σε μια του δοκιμή χρονολογημένη στα 1961: "η ποίηση είναι χρήσιμη", αναντικατάστατη μάλιστα, αφού τα μέσα τα οποία εφηύρε ο σύγχρονος πολιτισμός για να την υποκαταστήσει είναι "ατελέσφορα και αποχαυνωτικά". Στην περίπτωση του Χαίλντερλιν, η απάντηση μάς παρέχεται σχεδόν ακαριαία, μέσα στο ίδιο εκείνο ποίημα που περιλαμβάνει και την εμβληματική έκτοτε απορία. Ο λόγος για τους ποιητές:
 
Αλλά είναι, μου λες, σαν του Βάκχου τους σεπτούς ιερείς,
που από τόπο σε τόπο τραβούσαν μες στην άγια Νυχτιά.
 
Με τα λόγια του Τάκη Παπατσώνη: "ακριβώς στα σκοτάδια της νυχτός έχει χρέος ο ποιητής, σαν ιερέας του Διονύσου που είναι, να τραγουδήσει και να μην αδρανεί". Στον οψιμότερο Χαίλντερλιν μάλιστα, η πίστη στην ποίηση θα προσλάβει κοσμικές διαστάσεις: προορισμένο να διαρκέσει είναι μονάχα το έργο των ποιητών, μόνο η δική τους φωνή είναι σε θέση να διαρρήξει την σκληρή ματαιότητα του χρόνου:
 
Was aber bleibet, stiften die Dichter.
 
Δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει κανείς, αναλογιζόμενος ότι ο στίχος αυτός θεωρήθηκε όχι σπάνια δείγμα μεγαλομανίας και συντεχνιακής οίησης. Κι όμως: είναι αυτόν ακριβώς τον στίχο που θα διαλέξει ο Οδυσσέας Ελύτης για την κατακλείδα του ποιήματός του "Ως Ενδυμίων" – του τελευταίου ποιήματος του τελευταίου βιβλίου που ο ίδιος πρόλαβε να εκδώσει.
 
Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
 
 
***
 
Αν η εικόνα των "σπουδαίων ποιητών" που καταλήγουν αφεύκτως στη δυσπιστία ή και την άρνηση της ποίησης είναι όλως διόλου αυθαίρετη, εξίσου ασύστατο είναι και το ιστοριονομικό σχήμα που την υποβαστάζει. Σύμφωνα με αυτό, έως πρόσφατα σχεδόν υπήρξε μια παραδείσια, ανέφελη εποχή, που στην Ελλάδα μπορούμε να την ονομάσουμε προπαλαμική, όπου οι ποιητές ως αφελείς τραγουδιστές ενός ανεξάντλητου θέρους πορεύονταν παντελώς απροβλημάτιστοι για την αντοχή της τέχνης τους και την πραγματική της επιρροή.
 
Ψυχολογικά, είναι βέβαια κατανοητή η ανάγκη μας να πιστέψουμε ότι εμείς είμαστε οι πρώτοι που ανακάλυψαν το κενό, τα αδιέξοδα, ότι εντέλει μόνο εμείς υποφέρουμε και αγωνιούμε. Αλίμονο όμως, εποχή απόλυτης εμπιστοσύνης, εποχή ενθουσιαστικής αφέλειας και ρητορικής ευδίας, εποχή ολότελα απαλλαγμένη από την επιφύλαξη και τον σκεπτικισμό ουδέποτε υπήρξε. Στην νέα ελληνική ποίηση, αίφνης, τα μοτίβα αυτά υπήρξαν κοινοί τόποι πολλές δεκαετίες προ του Παλαμά. Θα τα συναντήσουμε φερ' ειπείν στον Παράσχο, όταν διαμαρτύρεται για την απαξίωση της ποίησης σ' έναν κόσμο υλόφρονα και αντιπνευματικό:
 
Της Μούσης η βασίλισσα κατηρημώθη πλέον.
Ωρφάνευσε του Παρνασσού το άλσος, εξηράνθη.
Έπαυσε δάφνας να γεννά, ως άλλοτε, και άνθη,
και μάτην ένδακρυς ζητώ καμμίαν αηδόνα  […]
 
Οι ποιηταί, ημιτελή και άλλων χρόνων όντα,
νοθεί' ανθρώπου και σκιάς, δραπέται των μνημάτων,
καιρός να λείψουν· τι ζητούν νεκροί εις κόσμον ζώντα;
Θέλομεν άρτον… περιττόν το άσμα των ασμάτων!
 
Στον Σουρή, όταν απολογίζεται τις εισπράξεις του πένητος βίου του:
 
Και ο μπαμπάς απέθανεν με δίχως διαθήκη
και τα παιδιά του έψαχναν να εύρουν χαρτζηλίκι
αλλά δεν ηύραν τίποτε παρά χαρτιά γραμμένα,
εφημερίδες μπόλικες, μια κάλπικη δραχμή,
κ' ένα σταυρό καθώς αυτόν που έδωσε σ' εμένα
ο κύριος πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.
 
Στον Παπαρρηγόπουλο, όταν διερρωτάται για τις δυνατότητες του λόγου, μεσούντος του αιώνα του θετικισμού:
 
Σχίσε τον χάρτην, σκόρπισε χαμαί και την μελάνην
και θραύσε το κονδύλιον, δεν χρησιμεύουν πλέον·
αν ζώσι τα μειράκια εις σκότος και εις πλάνην,
τι άγνωστον διέμεινε και τι θα είπω νέον;
 
Στον Σούτσο, όταν διαπιστώνει πόσο αλυσιτελές φάρμακο είναι η ποίηση κατά του γήρατος, της κόπωσης και της ανίας:
 
Χασμούρημα το κάθε τι, ώς κι η αθανασία.
Οπόταν δεν αισθάνωμαι, τι θέλω Μαυσωλεία;
Η ποίησις υπόληψιν μεγάλην κι αν με δώση,
τι θέλω κατορθώσει;
Ζωήν αθάνατον ζητών μ' εναρμονίους ήχους,
μη τάχα δεν γηράσκω;
Μ' ενύσταξε και ο Παρνασσός, και τώρα, γράφων στίχους,
βεβαιωθήτε, χάσκω.
 
Και δεν χρειάζεται να σταθούμε μόνο στον ελληνικό 19ο αιώνα. Από τις απαρχές της έως σήμερα, η ποίηση δεν είναι παρά μια αέναη, η ίδια πάντα, διελκυνστίδα όπου την αυτοπεποίθηση διαδέχεται η αμφιβολία και αντίστροφα, και όπου η έπαρση και η ευφορία εναλλάσσονται με τον πικρό απολογισμό της αδυναμίας. Πλάι στο στιλπνό πρότυπο του ποιητή-ταγού, που είτε ως ιεροψάλτης Δαυίδ είτε ως παιανιστής Τυρταίος δανείζει τη φωνή του στην κοινότητα, συναντάμε ήδη από πολύ νωρίς το μοτίβο του "ποιητή-παρία". Από τον Οβίδιο ώς τον Παλλαδά, από τον Λι Πο ώς τον Δάντη, από τον Φρανσουά Βιγιόν ώς τον Χάινριχ Χάινε, η κοινωνική ιστορία της ποίησης είναι πρώτα απ' όλα η ιστορία των υλικών όρων της παραγωγής της: μια ιστορία λογοκρισίας, ακηδείας και ανέχειας. Ως τέτοια θα αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη της πάνω στα ίδια τα ποιήματα. Σε κάθε σκαλί της χρονικής κλίμακας, πάντα ένας Μίλτον θα οικτίρει την αχάριστη Μούσα του (thankles Muse). Από κάθε γωνιά του ποιητικού άτλαντα, ένας ποιητής στέλνει προς κάποιον αδιάφορο Καίσαρα τις δικές του Epistulas ex ponto: οδυνηρούς αναλογισμούς για την μοίρα του καλλιτέχνη σε έναν ανοίκειο κόσμο.
 
Πλάι στην σαμανική πίστη για την μαγική δύναμη της γλώσσας, για την λέξη-ξόρκι που γεννά τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ως ποιητής των ουρανών, δημιουργεί διά του λόγου την Κτίση· πλάι στην μαλλαρμική πεποίθηση ότι ο κόσμος προώρισται να καταλήξει σ' ένα βιβλίο· πλάι στην βεβαιότητα του Μωρεάς ότι τα πάντα υπάρχουν για να δίνουν στα ποιήματά του μια αφορμή, δεν θα λείψει ποτέ η αμφιβολία. Παραδοσιακό σχήμα λόγου της δυτικής λογοτεχνίας, ιδίως της ποίησης, σημειώνει ο Τζώρτζ Στάινερ, "είναι ότι οι λέξεις δεν επαρκούν για τις ανάγκες της προσωπικής έκφρασης, ότι η διαθέσιμη γλώσσα υπολείπεται δραστικά της εσωτερικής όρασης του ποιητή». Εμπρός στο απώτατο, ο λόγος συνθηκολογεί. Ήδη για τον βυζαντινό υμνωδό, το κάλλος παραμένει εσαεί "άφραστον". Η στάση του Δάντη δεν διαφέρει. Η γλώσσα υστερεί αθεράπευτα έναντι της σκέψης, κι αυτή με τη σειρά της δεν μπορεί να αποτυπώσει παρά θραυσματικά την πραγματικότητα:
 
Oh quanto è corto il dire e come foco
al mio concetto! e questo, a quel ch'i' vidi,
è tanto, che non basta a dicer "poco".
 
Ω πόσο ανάξιος και χλωμός ο λόγος
τη σκέψη μου να πει! Κι αυτή σ' ό,τι είδα
πόσο μικρή, λιγότερη από λίγο!
(μτφ. Νίκου Καζαντζάκη)
 
Αλλά ακόμη και αυτή η έννοια της αθανασίας μέσω της ποίησης, ο πιο κοινός από τους κοινούς τόπους που στήριξαν εξ αρχής την αυτοκατανόηση των θεραπόντων της, μετασκευή της ηρωικής υστεροφημίας, του ομηρικού αφθίτου κλέους, δεν θα μείνει ποτέ χωρίς ενδοσυντεχνιακό αντίλογο. Ήδη η αυτοπεποίθηση της Σαπφώς
 
μνάσεσθαι τινά φαμί και ύστερον αμμέων
 
αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς
κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ' εμένα
(μτφ. Οδυσσέα Ελύτη)
 
προσκόπτει στην κοφτή δυσπιστία του Αρχίλοχου για την απαξία κάθε μεταθανάτιας φήμης:
 
ου τις αιδοίος μετ' αστών ουδέ περίφημος θανών
γίγνεται· χάριν δε μάλλον του ζοού διώκομεν
οι ζοοί. κάκιστα δ' αιεί τω θανόντι γίγνεται.
 
Πέθανες; Φήμη ή σεβασμός δεν μένει στους ανθρώπους.
Του ζωντανού τη χάρη οι ζωντανοί γυρεύομε.
Άμποτε ! μα για τον νεκρόν είναι όλα μαύρα κι άραχνα.
(μτφ. Γιάννη Δάλλα)
 
Οι μεγαλόστομες διαβεβαιώσεις του Οράτιου για τη διάρκεια του έργου του (που θα τις επαναλάβουν τόσοι και τόσοι επίγονοί του από τον Σαίξπηρ ίσαμε τον Πούσκιν):
 
Exegi monumentum aere perennius
regalique situ pyramidum altius,
quod non imber edax, non aquilo impotens
possit diruere aut innumerabilis
annorum series et fuga temporum.
 
θα βρουν αντίλογο στην νηφαλιότερη αποτίμηση του Σενέκα:
 
Omnia tempus edax depascitur, omnia carpit,
omnia sede movet, nil sinit esse diu.
 
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι –ώς τώρα τουλάχιστον– η ιστορία μοιάζει να δικαιώνει την έπαρση της Σαπφώς και του Οράτιου, όχι τον δυσοίωνο ρεαλισμό του Αρχίλοχου ή του Σενέκα.
 
***
 
Περισσότερο από ιστορικά ή ιδεολογικά φαινόμενα που ακολουθούν μια αδήρητη τελολογία, η πίστη ή η δυσπιστία προς οτιδήποτε αποτελούν ανθρωπολογικά μεγέθη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παρεπόμενά τους: αισιοδοξία και απαισιοδοξία, εξιδανίκευση και απομύθευση, αθωότητα και υποψία. Το καταστατικό τους γνώρισμα είναι η εναλλαγή τους. Και εύλογα: Η πίστη, όπου δεν δοκιμάζεται από την αμφιβολία και τον πειρασμό, κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε αδράνεια και επανάπαυση. Η άρνηση πάλι, όπου δεν μετριάζεται από την προσδοκία, οδηγεί ευθέως στην αποθάρρυνση και την παραίτηση. Μόνιμη αισιοδοξία θα σήμαινε υποστολή της προσπάθειας, επιβράδυνση αντανακλαστικών, αγνόηση του κινδύνου. Η μόνιμη απαισιοδοξία πάλι θα έφθειρε ακόμη και τους στοιχειώδεις μηχανισμούς της αυτοσυντήρησης.
 
Το πώς ο κάθε συγγραφέας ή καλλιτέχνης ερμηνεύει κάθε φορά την πραγματικότητα, το ποια όψη της επιλέγει να τονίσει, την ελπιδοφόρα ή τη δυσοίωνη, εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες: από τη φύση του υλικού του και τις ειδολογικές συμβάσεις, από την ιδιοσυγκρασία του ή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάποτε και από επαγγελματικό ή ιδεολογικό κομφορμισμό. Ας θυμηθούμε εδώ την προγραμματική αισιοδοξία του λεγόμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού αλλά και τον όχι λιγότερο στερεότυπο πεσσιμισμό κάποιων νατουραλιστών "φωτογράφων της πραγματικότητας".
 
Τώρα, στους πράγματι "σπουδαίους ποιητές", ακριβώς επειδή το έργο τους παρακολουθεί τον ανθρώπινο ψυχισμό σ' όλες τις διακυμάνσεις του, τα μεγέθη αυτά παρουσιάζονται ωμά, σε όλη την συγκρουσιακή τους συνύπαρξη. Έτσι όταν ο Παλαμάς, φερ' ειπείν, μιλάει εναλλάξ τόσο για την αξία όσο και για την απαξία της ποίησης (στον ασύγκριτο "Πρόλογο" της Ασάλευτης ζωής) δεν αντιφάσκει, ή αν θέλουμε να ακριβολογούμε, η αντίφασή του είναι μόνο λογικής τάξεως, τουτέστιν επιφανειακή. Κάτω από τη λογική αντινομία, κρύβεται μια βαθύτερη βιωματική οικονομία που ακριβώς επειδή συνδυάζει την κατάφαση με την άρνηση, ορίζει τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους κυμαίνεται διαρκώς ο ανθρώπινος ψυχισμός. Όταν ο Παλαμάς και πάλι γράφει: "Ο ποιητής έχει συνείδηση του αγιάτρευτου ξεπεσμού έχει όμως και την προσδοκία της αποκατάστασης", αυτήν ακριβώς τη βαθύτερη οικονομία εκφράζει. Η επίγνωση του άτρεπτου τέλους και η διαρκής προσδοκία της αποφυγής του δεν αποτελούν μεγέθη διαβαθμισμένα χρονικώς μεταξύ τους, συνυπάρχουν.
 
Σε έσχατη ανάλυση, η ίδια η διάκριση μεταξύ ποιητικής αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας είναι ανώφελη. Και τούτο διότι η τέχνη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά ούτε με την πίστη ούτε με την απιστία, ούτε με το καλό ούτε με το κακό, ούτε με την ηδονή ούτε με την οδύνη. Αλλά με την διαρκή και αδιάλλειπτη ταλάντωση της ανθρώπινης συνείδησης ανάμεσα σε δύο αντιθετικές καταστάσεις που της είναι εξ υπαρχής ενδιάθετες. Ακόμη και όταν ένας δημιουργός ομολογεί ανοιχτά ότι αμφιβάλλει για την χρησιμότητα του έργου του, αυτό δεν σημαίνει ότι συνθηκολογεί και καταθέτει τα όπλα. Ποιητής που να μην εμπιστεύεται την ποίηση και να παραμένει ποιητής δεν γίνεται να υπάρξει. Στο μέτρο που η δυσπιστία, η διερώτηση, η απόγνωση ακόμη, εξακολουθούν να είναι γι' αυτόν δημιουργικό ερέθισμα, δεν σημαδεύουν το πέρας της διαδρομής του. Απεναντίας: του υποδεικνύουν την αναγκαία αφετηρία για μια καινούργια πορεία.
 
Κώστας Κουτσουρέλης
 
Σημείωση
[1]  Βλ. τώρα: Π. Μπουκάλας, "Tα γράμματα και τα πράγματα...", εφ. Καθημερινή, 8 και 15 Ιουνίου 2004

Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Ιανουαρίου 2008