Εκτύπωση του άρθρου


 ΦΡΥΝΗ ΚΩΣΤΑΡΑ


Κυριάκος Συφιλτζόγλου: «Έκαστος εφ’ ω ετάφη»


Την πρώτη του εκδοτική παρουσία σηματοδοτεί η ποιητική συλλογή του Κυριάκου Συφιλτζόγλου με τίτλο Έκαστος εφ’ ω ετάφη, που κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, ενώ πρόσφατα (2011) έργα του συμπεριλήφθησαν στο συλλογικό έργο 30 έως 30: Τριάντα ποιητές έως τριάντα ετών, που επιμελήθηκαν ο Γιώργος Μπλάνας και ο Ντίνος Σιώτης, στο οποίο ανθολογούνται νέοι δημιουργοί ηλικίας έως τριάντα ετών. Πρόκειται για μια συλλογή που δεν δίνει την εντύπωση πρωτόλειου έργου, καθώς τεχνικά και εννοιολογικά υπάρχει μια ωριμότητα, μάλλον σπάνια για πρωτοεμφανιζόμενη έκδοση.

Στοιχείο που κυριολεκτικά μαγνητίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή της επαφής του με την ποίηση του Συφιλτζόγλου είναι η ικανότητα μετουσίωσης ρεαλιστικών στιγμιότυπων και σκληρών, αντιποιητικών εικόνων της καθημερινότητας σ’ έναν δυνατό ποιητικό λόγο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την απουσία ρηχών συναισθηματισμών και τη συνειδητή αποφυγή κάθε είδους εξωραϊσμού. Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου μεταφέρει στις ποιητικές του αποσκευές εκρηκτικά υλικά. Η φωνή του, σιγανή μεν σε στιγμές προσωπικής ρέμβης, αναπόλησης ή μοναξιάς, απόρροια συχνά μιας ενεργοποιημένης και επεξεργασμένης μνήμης, γίνεται εξαίφνης δυνατή, σχεδόν εκκωφαντική, μόλις στραφεί στον έξω κόσμο, διαθέτοντας ποικίλες αποχρώσεις και ευελιξία για να εκφωνήσει τον πόνο, την απογοήτευση -που σε οριακές στιγμές γίνεται απόγνωση- και τις αλλεπάλληλες ήττες. Οι εικόνες που αναδύονται από τους στίχους του φέρουν τη σφραγίδα ενός ηρωικού πεσιμισμού, ενώ μέσα από τη σκωπτική έκφραση και την παρωδία, επιδιώκει την απομυθοποίηση στερεοτύπων. Αποδομώντας τις συμβατικές γλωσσικές νόρμες και υιοθετώντας ένα ύφος σαρκαστικό, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ τραγικού και παιγνιώδους (αναφέρω για παράδειγμα τον αυτοκτόνο δεκανέα ή τον φαντασιόπληκτο τρόφιμο του ορφανοτροφείου), διαβρώνει τα στεγανά, προειδοποιώντας τόσο τον αναγνώστη όσο και τον ίδιο του τον εαυτό για το τίμημα της παράλογης εκποίησης του ενεστώτος. Όπως επισημαίνει:

«Είναι ακριβή η τιμή/ είτε πληρώνεις/ είτε εισπράττεις/ σαν δίκοπο μαχαίρι/ που διαπερνά το κόκκαλο/ Δίκοπα ερωτήματα/ μα όχι ρητορικά/ τέρμα οι ρητορείες». (σ. 33)

Η επώδυνη μετατροπή του κοινωνικού ρόλου του ατόμου σε προσωπική ειρκτή αποτελεί κεντρικό θέμα και συνεκτικό ιστό των ποιημάτων της συλλογής. Με τη δηκτική παραλλαγή του έκαστος εφ’ ω ετάχθη σε έκαστος εφ’ ω ετάφη, στην καταληκτική φράση του δεύτερου ποιήματος, που αποτελεί και τον τίτλο της συλλογής, ο Συφιλτζόγλου προβάλλει με αφοπλιστική ευθύτητα την υπαρξιακή οδύνη του φυλακισμένου στις ποικίλες κοινωνικές συμβάσεις υποκειμένου, που θυμίζει αρκετά τον έγκλειστο των καβαφικών τειχών, η σπαρακτική κραυγή του οποίου (πβ. «Τείχη», στ. 3-6: Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ./ Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη/ διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον) αντηχεί οικεία μέσα από διάφορους ήρωες της ποίησής του.
Η διάσταση ανάμεσα στο κοινωνικό - επαγγελματικό «φαίνεσθαι» και το βαθύτερο «είναι» ταλανίζει τον ποιητή και προβάλλεται εμφαντικά μέσα από μια περιδιάβαση σε ποικίλους επαγγελματικούς χώρους, όπου κάνουν την εμφάνισή τους διάφορα πρόσωπα του καθημερινού μικρόκοσμου με διχοτομημένη συνείδηση: ο δικηγόρος - ποιητής, ο βιβλιοφάγος μάγειρας, ο ταξιτζής που διαβάζει Εγγονόπουλο, ο φιλολογίζων μαθηματικός αποτελούν ενδεικτικά κάποιους από τους ήρωες της ποίησης του Συφιλτζόγλου, που μετεωρίζονται ανάμεσα στο επιθυμητό και το ρεαλιστικό.

Η κοινωνική διάσταση στην ποίησή του αναδύεται μέσα από την προβολή εικόνων φθοράς, διάλυσης, κοινωνικών συμβάσεων και συμβιβασμών, μοναξιάς και αλλοτρίωσης, όπου το άτομο αγωνίζεται να κρατηθεί συναισθηματικά και ψυχικά ζωντανό. Η κίνηση αέναη: ο φέρελπις, για παράδειγμα, ονειροπόλος έχει καταλήξει μέχρι το τέλος της εβδομάδας άπελπις, πίνει, ωστόσο, έναν ελληνικό σκέτο, συνέρχεται και ο κύκλος της νέας εβδομάδας ξεκινά (σ. 37). Ο ίδιος ο ποιητής εκφράζει ρητά την ανάγκη του για απόδραση από συμβατικά «πρέπει» και κοινωνικούς φορμαλισμούς, καθώς αρέσκεται, όπως ομολογεί, στα «μεγάλα όνειρα τα απατηλά». Σε μια άλλη ποιητική στιγμή παρατήρησης ενός επίμονου ψιλόβροχου στο περβάζι κάποιου παράθυρου δηλώνει: «ομολογώ ότι ζηλεύω αυτό το “πέρα βρέχει” (κάπου αλλά πού)» (σ. 10). Με γλώσσα κυνική εξομολογείται την «απολιτίκ» στάση του, απότοκο μιας αβάστακτης αίσθησης ματαιότητας και ψυχικής κούρασης από το εφικτό, το οποίο, όπως ομολογεί, «πάντα τον κούραζε, πάντα τον ξενέρωνε».

Η υπαρξιακή, από την άλλη, διάσταση της ποίησης του Συφιλτζόγλου εμφανίζεται στα ποιήματα που προβάλλουν τη μάχη ανάμεσα στη ζωογόνα ορμή της ζωής και την ψυχική φθορά, που οδηγεί στο θάνατο, φυσικό ή κοινωνικό. Ο ποιητής μοιάζει να χειρίζεται την απώλεια και το πνιγηρό παρόν με μια αγωνία που πυρώνεται από καθημερινές στιγμές του ανθρώπινου δράματος, στις οποίες εστιάζει κινηματογραφικά: αναφέρω, για παράδειγμα, τον μοναχικό ήρωα που τρώει μες στη σιωπή τις φακές του, την απέναντι που απλώνει τα πολύχρωμα εσώρουχά της -με τον ποιητικό φακό να εστιάζει στο πιασμένο με μανταλάκια τραπεζομάντιλο που ανεμίζει-, τη σκηνή του αυτοκινητιστικού ατυχήματος και τόσα άλλα στιγμιότυπα, που σηματοδοτούν πτυχές του ανθρώπινου εγκλωβισμού σε καταστάσεις, οι οποίες γίνονται αφορμές στοχασμού και μέσο συνομιλίας με τον αναγνώστη. Ο εντοπισμός, ωστόσο, της υπαρξιακής φθοράς και του ατομικού αφανισμού μετατρέπεται σε ανακούφιση και φαίνεται να λειτουργεί ως ένα βαθμό καθαρτήρια, καθώς συμβάλλει στη δημιουργία ενός καινούργιου σύμπαντος, στο οποίο αντικείμενα και καταστάσεις αποκτούν άλλη διάσταση, νοηματοδοτούνται υπό νέους όρους, ενώ ο ίδιος, «μαστορεύοντας», όπως δηλώνει, τη «μετάστασή» του, βρίσκει πλέον τη θέση του σ’ αυτό. Σας διαβάζω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα προβολής αυτού του προσωπικού σύμπαντος από δύο άτιτλα ποιήματά του:

Το πρώτο: «Επιστρέφω σημαίνει βάζω καφέ/ στο μπρίκι/ ετοιμάζομαι για τη δουλειά. Δουλεύω σημαίνει επιστρέφω/ τις εικόνες που δανείστηκα/ Επιστρέφω σημαίνει χάνω το πρώτο φως μου». (σ. 9)

Το δεύτερο: «Χάνω το φως μου σημαίνει ανταλλάσσω χειραψία/ με την κουκουβάγια/ ανταλλάσσω συνθηματικά/ με τον αυτοκτόνο δεκανέα/ Χάνω το φως μου σημαίνει κλείνω το μάτι σε εκλιπόντες/ πίνω στην υγεία του απόντος κανενός/ Χάνω το φως μου σημαίνει ορθογραφώ το ανορθόδοξο/ μηχανοδηγώ επί του καναπέος/[...] Χάνω το φως μου σημαίνει το τέλος των παρακαμπτηρίων/ όχι άλλους καθρέπτες. (σ. 41)

Στην αναμέτρησή του αυτή με τον άνθρωπο ως ατομικό και κοινωνικό ον ο Συφιλτζόγλου δεν αφήνει απ’ έξω τον εαυτό του, είτε ως μέρος του κοινωνικού συνόλου είτε ως ποιητή. Σε αρκετά από τα αυτοαναφορικά ποιήματά του, στα οποία αναδύεται η παρουσία του «ποιητικού εγώ», ο Συφιλτζόγλου δεν διστάζει να παρωδήσει το ποιητικό του πρόσωπο. Δηλώνοντας ρητά την ταυτότητά του, χωρίς φόβο, αλλά έμπλεος πάθους, αυτοσυστηνόμενος ως «δικηγόρος συναισθηματικός» (σ. 32), ομολογεί με αυτοσαρκασμό:
«ανέκαθεν έξυπνος/ ανέκαθεν αριστούχος/ ανέκαθεν συνεπής/ ανέκαθεν σοβαρός/ ανέκαθεν/ λες και εκ γενετής/ ή από προηγούμενη ζωή μου/ ανέκαθεν ήμουν κυνηγός προθεσμιών/ στερνή μου βλακεία να σ’ είχα πρώτη» (σ. 59).

Η ποιητική του, ωστόσο, αν και πρωτοπρόσωπη, δεν εντάσσεται στην κλασική εξομολογητική γραφή• εξωτερικεύοντας σκέψεις, ανάγκες και οράματα, ακροβατεί ανάμεσα στο εξωστρεφές και το μυστικό, υπονομεύοντας και ανατρέποντας με καυστική ειρωνεία -που σε κάποιες περιπτώσεις αποδεικνύεται τραγική- τα δεδομένα. 

Όσον αφορά τη μορφή και την τεχνική των ποιημάτων, το πρώτο μέρος της συλλογής αποτελείται από μια σειρά πεζολογικών στιχουργημάτων, ως επί το πλείστον άτιτλων, στα οποία η ακριβόλογη διάθεση συμφιλιώνεται με την ενδιάθετη ποιητικότητά του, ενώ ένας υφέρπων υπερρεαλισμός κάνει το ποιητικό κείμενο -εύστοχα, κατά τη γνώμη μου, καθώς ποίηση δεν είναι τόσο το καταλαβαίνω όσο το αισθάνομαι- να χρειάζεται σε κάποιες περιπτώσεις μια πολλαπλή ανάγνωση, προκειμένου να απολαύσει κανείς τη διαδρομή των σκέψεων αλλά και την αισθητική και εικονοπλαστική δύναμη των λέξεων (αναφέρω για παράδειγμα το αριστοτεχνικά αμφίσημο ποίημα «Στον δεινό κολυμβητή Τ. Ξ.», από το οποίο ενδεικτικά επιλέγω να παραθέσω δυο στίχους, που μου έφεραν στο νου τη «Μαρίνα των βράχων» του Ελύτη: «μ’ αφρό θαλάσσης ξυρίζω τα φύκια του προσώπου/ κάνω στη μέση χωρίστρα του χταποδιού τα κάτω μέρη»). Ο Κυριάκος, άλλωστε, με περισσή επιδεξιότητα παίζει με τις λέξεις και τους ηχητικούς συνδυασμούς τους, πλάθοντας ευφυή λογοπαίγνια. Έντονη στις περιπτώσεις αυτές είναι η παρουσία της μεταγλωσσικότητας μέσα από το σχολιασμό της ίδιας της ποιητικής γλώσσας αλλά και τη δημιουργία νέων λέξεων με αφετηρία μια συγκεκριμένη λέξη ή έννοια με ευδιάκριτο, όπως αναφέρθηκε, το στοιχείο της παρωδίας. Αντλώντας συχνά λεξιλόγιο από ποικίλους επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους και το στρατό, αρέσκεται σε λεκτικά παιχνιδίσματα με έντονα στοιχεία σουρεαλισμού. Για παράδειγμα:
«στον βιβλιοφάγο μάγειρα Σ.Τ.»: «Στέκομαι σ’ ένα παλιό μαγειρείο/ οι σκέψεις μου της ώρας/
ένα ξινισμένο παραμύθι/ στήλη αν-άλατος/ κάτι έλειπε πάντα/ κι ας άχνιζε/ μια ιστορία νερόβραστη/ κατέληγε με ψιλοκομμένα γιατί/ η φωτιά στο σιγανό/ περί ορέξεως λοιπόν/ κλειστόν λόγω ανορεξίας» (σ. 13)
«στον φιλολογίζοντα μαθηματικό Δ. Δ.»: «Μένω σε μια τρίγωνη σοφίτα/ μονίμως σκοντάφτω σε
γωνίες/ μοιρο-λατρώ επίσης/ Την ημέρα διάγω βίο σκαλινό/ με ισοσκελείς ισορροπίες/ δηλαδή εμμένω να σκέφτομαι τετράγωνα/ να διυλίζω τον κώνωπα να υπομένω αφαιρέσεις/ [...] Το βράδυ/ δηλαδή κάθε βράδυ/ περιμένω να νιώσω την αμβλεία σου αγάπη/ ή έστω κάτι παραπληρωματικό της/ την αγκαλιά των 180ο να κλείνει γύρω μου σε 360ο». (σ. 23)
«στον... ζωή σε λόγου του»: «Γεωγραφία σώματος/ με ουλές σχισίματα αποσχήματα/ μώλωπες
γδαρσίματα/   Πεζογραφία πόνου/ με έντονο ρεαλισμό στο ύφος/ πανοραμική θέαση των αναστεναγμών/ τριτοπρόσωπους πονοκεφάλους/ με επιρροές από ρεύματα παρακμής/  στιχάκια τσιρότα γάζες μονόλογοι/ φάρμακα βιογραφίες/ ασπιρίνες ηρεμιστικά βίοι παράλληλοι/ νάρθηκες δοκίμια/ βελόνες αποφθεγματικές τσιτάτα/   Περιφράσεις ευφυολογήματα επικείμενου θανάτου/ Πρόζα χρόνιας αναπηρίας/ ή με δυο λόγια/ όλος μια ανοιχτή πληγή/ όλος ένα ποίημα πυορροούν». (σ. 27)

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, που τιτλοφορείται «Χορεύοντας με τους στίχους» -παραπέμποντας στη γνωστή κινηματογραφική ταινία «Χορεύοντας με τους λύκους»-, με λόγο νευρώδη και ελλειπτικό παραθέτει σύντομα στιχουργήματα, με μορφή επιγράμματος, που μοιάζουν με συνθήματα σε τοίχους, με κύριο χαρακτηριστικό τους την παρωδία και την αποφθεγματικότητα. Μια μικρή γεύση:

«Κακιές γλώσσες/ σίγουρα κόκαλα δεν έχουν/ αλλά ούτε και κόκαλα τσακίζουν/ τέτοιες που είναι».
«-Πάμε για ρετσίνα το βράδυ;/ -Μπα, έχω ραντεβού με τη νεωτερικότητα».
«Πάνω στην καρέκλα ένα βιβλίο/ διαβάζω τον τίτλο/ «Αναξίμανδρος ο φιλόσοφος του απείρου»/ αρχίζω και φοβάμαι/ κάτι σαν υψοφοβία/ ή σαν την πρώτη μέρα στο κολυμβητήριο».
«Στην πρώτη στροφή την έκαναν/ με ελαφριά συνθηματάκια/ η πορεία είχε πνιγεί/ στα όνειρα».

Με γλώσσα ορμητική και λόγο χειμαρρώδη αρνείται τα καλούπια, αποστρέφεται την τυποποίηση και τις προκρούστειες κλίνες της φόρμας, αφήνοντας τον αναγνώστη να ανασάνει ελεύθερα, χωρίς εξωτερικές συμβάσεις. Η απουσία της στίξης στο σύνολο της συλλογής παρωθεί σε μια σχεδόν απνευστί ανάγνωση -οι στίχοι του, άλλωστε, αναπνέουν εσωτερικά, δεν χρειάζονται παύσεις-, σημαίνοντα ρόλο στην οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχει η οπτική επαφή με τη μορφή των ποιημάτων.

Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, εν ολίγοις, καταφέρνει μέσα από το πρώτο αυτό ποιητικό φανέρωμα να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα του στον χώρο της ποίησης. Δεν πρόκειται για έναν ποιητή του περίτεχνου, αλλά για έναν ποιητή του ουσιαστικού, το οποίο ανιχνεύει μέσα από καθημερινά στιγμιότυπα και πτυχές της ζωής, που μας τροφοδοτεί να κοιτάξουμε πίσω από το επιφανειακά ιδωμένο. Η ποιητική του πορεία φαίνεται να περνά μέσα από έναν εξιλεωτικό αυτοβασανισμό, που αν και δεν φτάνει ακόμα στην οριστική λύτρωση, ενεργοποιεί, όμως, έναν πρώτο μηχανισμό αντίστασης στην παρακείμενη φθορά.
Κατευθύνοντας τον ποιητικό του φακό στα άδυτα της ατομικής ψυχής, αποτυπώνει ευκρινώς την προσωπική του «μετωπική σύγκρουση με το ανικανοποίητο», την εξέλιξη της οποίας αναμένουμε με αδημονία στην επόμενη ποιητική παρουσία του. Όπως, άλλωστε, δηλώνει σε ένα από τα νεώτερα ποιήματά του:

«Όμορφα φαντάσματα/ σίγουρα έχετε μια θέση/ στα γραπτά μου/ όμως δεν τελείωσα μαζί σας».


      Φρύνη Κωσταρά
Φιλόλογος - Θεατρολόγος


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Μαρτίου 2012