Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει: Η Εύη Μανοπούλου

 


«ΛΕΥΚΟΣ ΚΑΜΒΑΣ» της Αναστασίας Παρασκευουλάκου
Εκδόσεις Solucio, 2017

 

Ύλη βυθισμένη στο νερό…
Λιβάδι θαμμένο στο χιόνι…
Το ποτάμι αναστατώνεται…
Το πρόσωπό σου,
πέλαγος από βεγγαλικά….
Άνθρωποι βράχια…
Το ποτάμι κοιμάται βαθιά…
διώχνω τον άνεμο
απ’ το σπίτι για να μπει φως…
Η απουσία σου,
ίσκιος στους αμμόλοφους…
Αγαπημένη, όνειρο
από πέτρα κι ασβέστη…
Η μόνη παρηγοριά,
το σώμα σου,
ένας μεστός αμπελώνας…

Τα τέσσερα μη αναγώγιμα στοιχεία της πραγματικότητας –ο αέρας, η φωτιά, η γη και το νερό- συστήνουν επίσης και το ποιητικό σύμπαν της τρίτης ποιητικής συλλογής, με τον τίτλο «Λευκός Καμβάς», της Αναστασίας Παρασκευουλάκου. Αυτά τα τέσσερα στοιχεία των όντων, θεμελιώδη στη σύλληψη του κόσμου από την αρχαία σκέψη μέχρι τη φυσική θεωρία του Λαβουαζιέ, βρίσκονται στον πυρήνα της ποιητικής της κοσμολογίας, στο εσωτερικό μιας «γεωγραφίας του όλου»,  όπου παραμένει σε ετοιμότητα το βλέμμα της  αποφασισμένης «να φωτογραφίζει εκτός συνόρων» ποιήτριας.

Αέρας : ανάσα και αιθέρας· σύννεφα· άνεμος, «νηπενθής άνεμος»,  «τα μαλλιά σου ανεμίζουν στην κόλαση της πόλης»· θύελλα, «πολύ φως να σηκώνει θύελλες»· αέρηδες που δαμάζονται με μια αγκαλιά στα σκοτάδια και  επιθυμίες που «σαρώνουν  την πόλη» όπως οι θυελλώδεις άνεμοι.

Φωτιά : στο φως, στον ήλιο, στη λάβα που σκεπάζει τη συνείδηση με το πέρασμα του χρόνου, στις σκέψεις που «πυρπολούν το φως του έρωτα», στο ποιητικό «εγώ» που φλέγεται με την απουσία του άλλου προσώπου, απουσία που γίνεται «έγκαυμα», η φωτιά που καίει την ανθρωπότητα.

Γη : έρημος και στέπα, λιβάδι και βράχια, φυσικό και αστικό τοπίο, πόλεις, πάρκα με ερωδιούς και σταθμοί τρένων, πέτρες και ορυκτά, ασβέστης και ρίζες, αμμόλοφοι, μονοπάτια, κτίρια, δάση, καλαμιές, σπίτια, δέντρα-κουφάρια και τοίχοι.

Νερό : το επικρατέστερο όλων· στη χώρα του «Λευκού Καμβά» το νερό είναι ουσία –το αμετάβλητο στοιχείο όλων των μεταβλητών μορφών, πρωταρχική αιτία και κατεύθυνση των πάντων, «κεανν θεν γνεσιν», αφήγηση ρευστή, ρέουσα, που διαπερνά την ποιητική ύλη, «ύλη βυθισμένη στο νερό», «η γεύση των νερών, ολότελα εσύ»· ποτάμια - «Το ποτάμι αναστατώνεται», «Η βροχή δυναμώνει στο ποτάμι», «τα νερά στο ποτάμι αλλάζουν χρώμα»,  «Τα νερά στο ποτάμι σκοτεινιάζουν»,  «Το ποτάμι κοιμάται βαθιά/ Ανασαίνω στην αγκαλιά σου/ Χαμογελάς και, τότε,/ πυκνώνει το σκοτάδι στα νερά »· θάλασσες – «Σε περιμένω τις νύχτες,/χορτασμένος από σκοτάδι/στο βράχο της θάλασσας», «Αντικρίζω τη θάλασσα,/ εσένα»,  θάλασσα που αγρίευε -«θάλασσα του κορμιού» και λέξεις που «παφλάζουν» και «χτίζουν θάλασσες», «πέλαγος από βεγγαλικά», η «αγαπημένη …ποίημα ενάντια στο χρόνο με μάτια ωκεανούς», παλίρροιες, κύματα, «η αντάρα των κυμάτων», η κίνηση, η σύγκρουση με το άλλο πρόσωπο, «δεν έχει κύματα η μοναξιά»· νερά του καιρού  - βροχή, καταιγίδα και χιόνι·  ύδατα πραγματικά και αλληγορικά,  «μελαγχολία  που στάζει από το σώμα της σιωπής»,  «το υπάρχω μετριέται μ’ ένα ποτήρι νερό».

Μορφές που αλλάζουν, ένας κόσμος σε διαρκή ταραχή, «θρυμματισμένος κόσμος»,  «Δαιμονισμένοι εξουσιαστές/καταναλώνουν ψυχές», «κτίρια σαν άνθρωποι καταρρέουν», θραύσματα, κραυγές, η «τρέλα του τρόμου», «η απειλή κάλπαζε», «στην κόλαση της πόλης», άνθρωποι που πηδούν από ορόφους –«ο φόβος ωθεί σε άλματα»- «ακολουθεί η κάθοδος των σωμάτων». Μορφές που συντίθενται και αποσυντίθενται, άπειρες γεννήσεις και θάνατοι, άπειρες ενώσεις και διασπάσεις των τεσσάρων απλούστατων οντοτήτων. Τέσσερα συστατικά στοιχεία του αισθητού κόσμου όπως για τη γλώσσα στοιχείο είναι το γράμμα στη γραφή, στο ποίημα η λέξη. Τέσσερις στοιχειακές δυνάμεις-οντότητες που πλησιάζονται και απομακρύνονται με τη βοήθεια δύο ποιητικών δυνάμεων, της αγάπης και του μίσους, της ειρήνης και του πολέμου. 

Μορφές που απομακρύνονται και σμίγουν. Καταστροφή και δημιουργία. Φθορά και σωτηρία.  Ένωση-έρωτας. Έρωτας που «ξελόγιαζε την πόλη», που γεμίζει τα σκοτάδια όταν η αγαπημένη «ρίχνει τις χάντρες στα αστρικά μονοπάτια» και όταν η αγαπημένη πλέκει «το νήμα του έρωτα γύρω από τα κτίρια», καταλαγιάζει «στα βλέμματα ο φόβος», έρωτας «που έχει απομείνει/με τα φρούτα στο τραπέζι» και επιβεβαιώνεται στο βλέμμα,  που φυλακίζεται στην αφήγηση, που «διατηρεί αθεράπευτα σημάδια/με τη μυρωδιά σου»· έρωτας -«αγαπημένη,/να κοιταχτούμε/από έρωτα να σκιρτήσουμε»· έρωτας -«Αν ρωτήσεις το ποτάμι,/γνωρίζει λεπτομερώς τον έρωτά μας»· έρωτας- «Γραπώνομαι στον ιστό/ μιας τυχαίας ανάμνησης,/αντίδοτο,/λέπι έρωτα». Έρωτας που φέρνει «ώρες στάσιμες/κι η γαλήνη εδώ μέσα,/εντυπωσιάζει/ σαν να χτυπήθηκε/ το σύμπαν από έρωτα». Έρωτας που οδηγεί στην ακινησία, «όπως τα μυρμήγκια/ ακολουθούν επιμελώς/ το μονοπάτι/ προς τη σιωπή του έρωτα».

 Έρωτας – ειρήνη μέσα σ’ ένα πολεμικό τοπίο, στον πόλεμο της πόλης –«η πόλη προδίδει», «Η πόλη-σαύρα/ τρώει την ουρά της»,  είναι γεμάτη εγκληματίες και δολοφονημένους,  «δαιμονισμένους εξουσιαστές» και αναλωμένες ψυχές, «η πόλη μάς κυνηγά/με λογική από σκουριασμένο ατσάλι», «μάς σφράγισε το βλέμμα», η πόλη «σελίδα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα». «Ένας αθροιστικός πόνος/ αντικαθιστά τις λέξεις/σαν να μην υπήρξε ποτέ ο λόγος». Η απουσία του λόγου, κι αυτή ακινησία, παγετώνας, «Κρυσταλλωμένες σκέψεις/ανάμεσα σε κλαδιά», η «σιωπή της γλώσσας» που «στάζει μελαγχολία», η βουβαμάρα της απουσίας του λόγου, «η βουβαμάρα της ύλης». Κενό, λευκό. Λευκό χαρτί, λευκός καμβάς. Το μεταίχμιο από το «μη είναι» στο «είναι» της γραφής. 

Από τη μια μεριά των συνόρων σιωπή και ακινησία, παγερός χειμώνας, λευκός καμβάς, λευκό κενό.  Από την άλλη μεριά των συνόρων μαίνεται ο πόλεμος -«Πόλεμος στις τηλεοπτικές οθόνες./Ποιος είναι ποιος,/ποιος εκδικείται ποιον.» «Η τηλεόραση βουίζει,/ κέρινα πρόσωπα,/ βλέμματα ζωντανά-νεκρά», «φιγούρες …με κατεβασμένα πρόσωπα», «άνθρωποι βράχια». «Πέφτει το δόρυ,/ κινδυνεύει η ανθρωπότητα/ και δεν ξέρεις αν θα ρίξει/ καταιγίδα ή θάνατο». Στην πόλη –«στην κόλαση της πόλης»- μαίνεται ο πόλεμος, «Όπου και να κοιτάξεις,/ το θανατηφόρο/ στους δρόμους/ εγκλωβίζει», «Κάθε αναπνοή κι απειλή». Εγκληματίες και τρομοκράτες, «ανέραστοι εκτελεστές» που εξορίζουν την αγάπη και «πόσο ν’ αντέξει κανείς/χωρίς αγάπη».

Η ποιήτρια –«ποιητής» στο ανεστραμμένο είδωλο του θηλυκού εαυτού- του εαυτού τρομοκράτη, συσσωρεύεται «στο πριν της αγάπης», στο εσωτερικό της πόλης-σαύρας,  είναι η ίδια/ο ίδιος μια πόλη με απρόσωπα κτίρια, όχι μία από τις αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, τις λεπτόπλοκες, τις υδάτινες, τις ιδεατές πόλεις, θρονιασμένες στο ενδιαίτημα της αφήγησης, αλλά μια πόλη με καταργημένη την καθημερινότητα, με το φόβο της απώλειας του προσώπου, με την αγωνία της αναζήτησης του άλλου προσώπου, μια πόλη στοιχειωμένη από απώλειες σε σπίτια στοιχειωμένα από απουσίες, σπίτια-καταφύγια, όπου τρέχει κάποιος τρομαγμένος στο τέλος της ημέρας, ξεγλιστρώντας «από την τρέλα του κόσμου», μπαίνει στο σπίτι για να φάει ρόαστ μπιφ και να θέσει σε λειτουργία την καφετιέρα, μένει στο σπίτι «δέσμιος στην πολυθρόνα/με μια κουβέρτα ριγμένη στα πόδια», μένει στο σπίτι για να δει ειδήσεις σχετικά με τον πόλεμο που μαίνεται εκεί έξω, από την άλλη πλευρά των συνόρων. Μένει εκεί καθηλωμένος/καθηλωμένη και εμμένει «σε λεπτομέρειες/η χειρότερη παρτίδα με το χρόνο», παραμένει «δέντρο/ πάνω σε βράχια», μετρά σιωπές, ώρες στάσιμες, ώρες γαλήνης, «η εποχή περνά στην επόμενη,/με τη ζωή στις διαστάσεις/ενός  μελανοδοχείου», στο κενό της αγλωσσίας «Γλώσσα δεν έχω,/έχω φτωχύνει στην ανάγνωση,/λίθος στη θύρα του χρόνου»,  περιμένοντας  με κλειστά μάτια «το απογευματινό φως/ να σου φέρνει όση γλώσσα/χρειαζόταν να γράψεις», «Η ίδια, ποίημα/ ενάντια στο χρόνο»,  επιλέγει το λευκό, επιλέγει το κενό. «Πάνω στον λευκό καμβά/ το κενό μοιάζει με τοίχο./Στο επόμενο λεπτό με λιβάδι», μετρά ώρες, μετρά σιωπές, «Η χρονιά βούλιαξε στο τίποτα» και «Ο καμβάς παραμένει λευκός». «Στη στέπα του δωματίου» «το ιστιοφόρο της σκέψης ταξιδεύει», «σκέψεις πυρπολούν/το φως του έρωτά μας./Σκέψεις/οι χειρότεροι τρομοκράτες».

Λευκός καμβάς, οθόνη προβολής της αστικής ζωής, «τι είναι κόσμος/τι θα πει ζωή σε μια ιστορική πόλη». Την ίδια στιγμή στην πόλη «θραύσματα/ατσάλι/κραυγές./ Ένα μαύρο σεντόνι/κόντρα στον ήλιο».  Λευκό-ακινησία, μαύρο-σύγκρουση, μάχη. Αγωνιστές και αγωνίστριες συγκρούονται με την πραγματικότητα. Η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου για την «αποκατάσταση του μαύρου». Η ποιήτρια-«ποιητής» Αναστασία Παρασκευουλάκου : «στη στέπα του δωματίου/μάχομαι τους εγκληματίες με στίχους».

Καθηλωμένη μπροστά στον Λευκό Καμβά, στο λευκό χαρτί, μια άλλη tabula rasa, ένα κενό ερμάριον, παραφυλάει τον στίχο να τον σκοτώσει, στο «χτες μόλις» της Άννας Αχμάτοβα. Η ποιήτρια είναι στο χθες, με την αγάπη για την ομορφιά προδίδει την επανάσταση. «Οι κωδικοί της αφήγησης με κρατούν άυπνο», «Με συντηρούν λέξεις,/αποφεύγω/την αγωνία του ωραίου». Αιωρείται στο μεταίχμιο της ποιητικής της ύπαρξης «καθηλωμένη μπροστά λευκό καμβά/με το λευκό να σε (τη) γδύνει». «Ποιος είναι έτοιμος για όλα;»  Κίνηση από το μηδέν στο σύμπαν, από τον άγραφο πίνακα στο παλίμψηστο των εμπειριών, «στο δαιδαλώδες των λέξεων, /με ό,τι ορυκτό ξεβράσει/στο ημίφως της ψυχής», σε μια μεταιχμιακή στιγμή «σαν να πρέπει να πεθάνω/και να μη γίνεται». Κίνηση του βλέμματος μέσα από λέξεις, μέσα στη γλώσσα «δολοφονώ τη σιωπή/ και σε φαντάζομαι/πιο γινωμένη/μετά την καταστροφή,/έτοιμη για έρωτα».

Τέσσερα συστατικά στοιχεία του αισθητού κόσμου, δύο ποιητικές δυνάμεις. Μετά το νείκος επιστροφή στη φιλότητα. Μετά τον πόλεμο, επιστροφή στην αγάπη, «Πιστεύω στην αγάπη». Η ποιητική δημιουργία σε ένα κυκλικό εμπεδόκλειο σχήμα. «Πραγματικό και φανταστικό που εμπλέκονται στη θέρμη μιας αγάπης». Η ποιητική ύλη στη διαδρομή από την ύλη-δύναμη στην ύλη-ενέργεια, από το άγραφο χαρτί στο ποίημα από τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία-λέξεις στον ποιητικό λόγο, γιατί «η ιδέα περνάει στην πράξη», ο έρωτας κυβερνάει την δημιουργία και η δημιουργία όταν «το λείψανο του λευκού καμβά/ανάβει με πάθος» επιστρέφει σ’ αυτόν.

Το σύνορο που χωρίζει τον κόσμο εκεί έξω από την εσωτερική επικράτεια είναι διπλής κατεύθυνσης. Φωτογραφίζεις το πέραν το συνόρων και την ίδια στιγμή στρέφεσαι προς την εσωτερική θέα. Με ένα θάνατο, του λευκού κενού, δίνεις ζωή σε μία αφήγηση και φυλακίζεις σ’ αυτή τον έρωτα που ήταν εξολοκλήρου ζωοδότης της αφήγησης. «Μέσα στο λευκό κενό/βλέπω στίχους/ να φυτρώνουν στο κορμί σου,/λέξεις/από τη δική σου σάρκα»          

 

 

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Ιουνίου 2017