Εκτύπωση του άρθρου

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ

 

Η μεταφρασμένη λογοτεχνία ως δίαυλος διαπολιτισμικής επικοινωνίας
Οι Θρύλοι του Αίμου του Γιορντάν Γιόβκοβ και η ελληνική τους μετάφραση.

 

Ευλόγως (και) στο λογοτεχνικό πεδίο το βάρος σήμερα διεθνώς μετατοπίζεται στη μελέτη της διαπολιτισμικότητας: πληθυσμιακές ομάδες μεταναστεύουν και διασπείρονται ανά τον κόσμο, σε μια κατάσταση ρευστότητας των γεωγραφικών και εθνικών ορίων, ώστε οι σύγχρονοι διανοητές να μιλούν για αχρήστευση της γεωγραφίας ή για απεδαφοποίηση του πολιτισμού. Οι άνθρωποι δεν είναι αναγκαστικά δεμένοι με έναν τόπο ούτε οι πληθυσμιακές ομάδες είναι πλέον πολιτισμικά ομοιογενείς. Σημαντική έκφανση της διαπολιτισμικής επαφής και ανταλλαγής είναι η μετάφραση, γι’αυτό και στις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις κυρίαρχη θέση κατέχουν οι μεταφραστικές σπουδές.

 Η μετάφραση, απτή αποτύπωση της ανθρώπινης πληθυντικότητας, προκρίνει τις διασταυρώσεις και διαπλοκές λόγων. Μέσω αυτής ο ένας πολιτισμός εισχωρεί στον άλλον, ο ένας πολιτισμός οικειώνεται τον άλλον. Ο εκάστοτε μεταφραστής διαδραματίζει τον ρόλο του συνδέσμου μεταξύ ανθρώπων και πολιτισμών, με έργο πολύ απαιτητικό. Προτείνει, πρώτα απ’όλα, μία ερμηνεία του υπό μετάφρασιν κειμένου∙ γι’αυτό, ενώ το πρωτότυπο έργο παραμένει διαχρονικό και αθάνατο, η μετάφραση έχει ημερομηνία λήξεως και κάθε νέα μετάφραση που υποχρεωτικά θα ακολουθήσει υπόσχεται νέες ερμηνείες παρακολουθώντας, συν τοις άλλοις, τις μεταβολές που μοιραία επισυμβαίνουν στη γλώσσα, αλλά και στους αισθητικούς κώδικες. Δεύτερη δυσκολία του μεταφραστή (εκτός από το πεπερασμένο του μεταφράσματός του) είναι ότι ο ίδιος δεν μεταμορφώνει μόνο γλωσσικά το κείμενο, αλλά επιφορτίζεται και με τη μεταβίβαση όλων των συμβολικών και των πολιτισμικών φορτίσεων που μεταφέρουν τα κείμενα, δηλαδή του πολιτισμικού συγκειμένου μέσα στο οποίο έχουν παραχθεί. Η μετάφραση καλείται, λοιπόν, να παίξει τον ρόλο της διαμεσολάβησης ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς και να διαχειριστεί την ετερότητα, εμπλέκοντας τον εκάστοτε μεταφραστή τόσο στο σύστημα της γλώσσας του πρωτοτύπου όσο και στην κοσμοθεωρία του.

Πολλές απόψεις των ανθρώπων της λογοτεχνίας συγκλίνουν, ως γνωστόν, στην εκτίμηση ότι η καλή μετάφραση δεν είναι ποτέ πιστή, για να θυμηθούμε και την παραβολή της μετάφρασης κατά Όσκαρ Ουάιλντ: η μετάφραση είναι όπως και η γυναίκα, δηλαδή όσο πιο πιστή τόσο πιο άσχημη. Οι περισσότεροι θεωρητικοί συμφωνούν ότι κριτήριο ελέγχου μιας καλής μετάφρασης είναι να μην δίνει στον αναγνώστη της την εντύπωση ότι πρόκειται για μετάφραση, αλλά για πρωτότυπο έργο. Βέβαια, ενίοτε η αυτονομία του μεταφράσματος είναι τόση, ώστε να συνδέεται με την πλήρη απόσχισή του από το πρωτότυπο (όπως είναι, για παράδειγμα, οι μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφούς από τον Οδυσσέα Ελύτη).

Κακές ή όχι πολύ καλές μεταφράσεις (που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας με δυσφορία διαβάσει) έχουν καταδικάσει συχνά στην αφάνεια σπουδαία κείμενα. Αυτό νομίζω πως λίγο πολύ συνέβη και με (τις ούτως ή άλλως όχι πολλές) μεταφράσεις της λογοτεχνίας των Βαλκανίων στην ελληνική τουλάχιστον γλώσσα, με αποτέλεσμα να χαθεί άδικα αρκετός χρόνος. Εξάλλου, στα πολυεθνικά Βαλκάνια, με την ιδιαίτερη γεωπολιτική τους σημασία και την πολύπαθη ιστορία τους, η αλληλοπροσέγγιση των λαών εμποδίστηκε, μέχρι σήμερα, όχι μόνον από τη διαφορετικότητα των γλωσσών της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και από τις ιστορικές συγκυρίες: από καταπιεστικά καθεστώτα, από δικτατορίες, βίαιες πολιτικές ανατροπές, εμφύλιους σπαραγμούς και έντονες εθνικιστικές διαμάχες. Το τοπίο αυτό ευτυχώς αλλάζει και είναι κοινή πλέον αντίληψη ότι η παράδοση, η τέχνη και η λογοτεχνία των Βαλκανίων, εκφράσεις που  αντανακλούν τους ισχυρούς κραδασμούς και την εξ αυτών αστάθεια και αβεβαιότητα στην περιοχή, μπορούν πραγματικά να σταθούν ενοποιητικό στοιχείο για τους βαλκανικούς λαούς, βήμα για αλληλοπροσέγγιση μεταξύ γειτόνων. Τα τελευταία παραδείγματα από τον χώρο της Τέχνης είναι πολύ ενθαρρυντικά: οι εικαστικές, μουσικές, θεατρικές και λογοτεχνικές διαβαλκανικές συνευρέσεις, το 58ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με το αφιέρωμα «Ματιές στα Βαλκάνια», αλλά και τα διαρκώς αυξανόμενα μεταφραστικά εγχειρήματα στη λογοτεχνία Βαλκάνιων συγγραφέων υπογραμμίζουν ότι οι Βαλκάνιοι έχουν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από ό,τι πίστευαν λόγω δυσμενών πολιτικών συνθηκών. Τα σημεία σύγκλισης ανάγονται σε έναν ορεσίβιο, ως επί το πολύ, πολιτισμό, ριζωμένο βαθιά στην τραχιά γη των Βαλκανίων, που μετέφεραν προφορικές φωνές τροβαδούρων και ποιητών από τα βάθη της λαϊκής παράδοσης, καθώς και στιβαρές επικές αφηγήσεις.

Από την ίδια πολιτισμική μήτρα εκπηγάζουν και οι δέκα ιστορίες του Γιορντάν Γιόβκοβ (1880-1937), ενός από τους κορυφαίους κλασικούς της βουλγαρικής λογοτεχνίας, που παραδίδονται μεταφρασμένες στα ελληνικά από τη βουλγαρική κατεύθυνση σπουδών του πανεπιστημιακού Τμήματος Γλώσσας Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Χωρών και την τριμελή μεταφραστική του ομάδα, αποτελούμενη από την καθηγήτριά του Χριστίνα Μάρκου και τους αποφοίτους του Μάρκο Αλμπάνη και Ζωή Πολίτου, στον τόμο υπό τον τίτλο Θρύλοι του Αίμου που κυκλοφόρησε το 2016 από τον εκδοτικό οίκο του Αντ. Σταμούλη. Τα διηγήματα του τόμου μεταφράζονται για πρώτη φορά απευθείας από τη βουλγαρική γλώσσα του πρωτοτύπου[1]. Αν και τα κείμενα του Γιόβκοβ είναι προϊόντα της προσωπικής του δημιουργίας, ο αναγνώστης τους μένει διαρκώς με την εντύπωση ότι σε αυτά εμπεριέχονται θρύλοι και μύθοι που μεταφέρουν προγονικές φωνές, μια μακρινή ηχώ της βαλκανικής προφορικής παράδοσης που μιλά με θαυμαστή απλότητα και σοφία για κάθε έκφανση της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτές οι λογοτεχνικές λαϊκές δημιουργίες, όπως είναι οι λαϊκοί μύθοι και θρύλοι, δεν πέρασαν το κατώφλι της λογοτεχνίας των λογίων, εξαιτίας της «ασιατικής νύχτας» (ο χαρακτηρισμός του Ισμαήλ Κανταρέ) που επέβαλαν στους βαλκανικούς λαούς οι οσμανλήδες Τούρκοι, βυθίζοντας για πολλά χρόνια τα Βαλκάνια στο σκοτάδι.

Αυτή την τεράστια πολιτισμική παρακαταθήκη παρασυρμένη για χρόνια στο περιθώριο της καλλιεργημένης λογοτεχνίας φαίνεται πως ανέσυρε δημιουργικά ο Γιορντάν Γιόβκοβ, αφηγούμενος κυκλικά ιστορίες που ανακυκλώνουν κληροδοτημένους από τους προγόνους πολιτισμικούς θησαυρούς. Κείμενα εξαιρετικής αφηγηματικής τέχνης, διαμορφώνουν με ένταση, πυκνότητα, μυστικό παλμό και χάρη ταυτόχρονα, ένα κλίμα ιδιότυπου «μαγικού ρεαλισμού», όπου απλοί άνθρωποι συνομιλούν με τις μαγικές δυνάμεις της φύσης. Ο Γιόβκοβ δημιουργεί φυσικές σκηνογραφίες, επιχειρώντας μνημονικά ταξίδια για την ανα-από-κάλυψη της χαμένης ενότητας του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Ζυμωμένος με την παράδοση του «Μπαλκάν» (Αίμου) ο συγγραφέας κατοικεί και πολλαπλασιάζει την πατρίδα του στις όμορφες ιστορίες του, περιγράφοντάς την με λεπταισθησία και, από την άλλη, προσδίδει  στα πρόσωπά του συμβολική διάσταση, παρά την εμφανή ιστορικότητά τους.

Πόσο εύκολο είναι, όμως, να μεταφράσεις την παλίμψηστη γλώσσα  των ιστοριών, επικαλυμμένη από γλωσσικές και πολιτισμικές επιστρωματώσεις γενεών; Πρόκειται για έναν λόγο βαθιά ετερογλωσσικό χάριν της πολλαπλότητας των κοινωνικών και ιστορικών φωνών που εμπεριέχει. Η πλούσια διακειμενική σύσταση του κειμένου, άλλοτε εμφανής και άλλοτε υπόρρητη, προϋποθέτει έναν ευφυή μεταφραστή με υψηλό επίπεδο γνώσης της βουλγαρικής γλώσσας και κουλτούρας, ώστε να μπορεί να διακρίνει τη λειτουργία των πλείστων διακειμενικών αναφορών. Η εν πολλοίς ποιητική γλώσσα (ως γλώσσα του μύθου) που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας γίνεται πρόσθετος πονοκέφαλος του μεταφραστή, αφού, ως γνωστόν,  ποίηση «είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση» και είναι σχεδόν ανέφικτη η μεταφορά ενός ποιητικού κειμένου σε έναν νέο πολιτισμικό κώδικα. Ο σπουδαίος Ρώσος ποιητής και μεταφραστής του 19ου αιώνα Βασίλι Ζουκόφσκι το έχει διατυπώσει ακριβέστατα: «Ο μεταφραστής της πεζογραφίας είναι σκλάβος, ο μεταφραστής της ποίησης αντίπαλος», διπλό βάρος όταν ο  λόγος τυχαίνει να είναι, όπως στην περίπτωση του Γιόβκοβ, ταυτοχρόνως ποιητικός και πεζός. Παρά τις παραπάνω τεράστιες δυσκολίες του μεταφραστικού εγχειρήματος, οι ορεσίβιες ιστορίες του Βούλγαρου συγγραφέα είναι υποδειγματικά μεταφρασμένες από την τριμελή ομάδα του Δ.Π.Θ., ώστε να κρατούν τη μουσική των βουλγάρικων δημοτικών τραγουδιών, των παλιών χρονικών, κάποιων βογομιλικών μύθων και της οργιαστικής φύσης του Αίμου. Η μετάφραση αυτή καταφέρνει να οικοδομήσει γοητευτικά τη λογοτεχνική ετεροτοπία του Γιόβκοβ, που εκτείνεται σε ευρύ χρονοτοπικό άνυσμα, πανανθρώπινο και αρχέγονο, πριν από την «ανάπτυξη» και την «ιστορία». Οι τρεις μεταφραστές σε εντυπωσιακή μεταξύ τους συνεργασία προσέφεραν ένα ωραίο δώρο στους αδαείς περί τη βουλγαρική λογοτεχνία αναγνώστες, βοηθώντας τους να γνωρίσουν έναν από τους κορυφαίους πυλώνες της, κάτι σαν τον δικό μας Παπαδιαμάντη[2], τον Γιορντάν Γιόβκοβ, και να κατανοήσουν τη βαθιά συγγένεια που συνδέει τους όμορους πολιτισμούς μας.

Πρόκειται για μια συγγένεια που, ειδικά στη μεταμοντέρνα εποχή μας, έχει ιδιαίτερη σημασία, τώρα που οι Βαλκάνιοι, μετανάστες συχνά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, προσπαθούν να βρουν νόημα μέσα στην παγκόσμια  «ασταθή αμφισημαντότητα» (ο όρος της Χάννα Άρεντ). Η νέα γενιά (και των συγγραφέων) της Βαλκανικής, γενιά που παραδέρνει από χώρα σε χώρα και από γλώσσα σε γλώσσα, προσπαθεί να επιλύσει τα ταυτοτικά της προβλήματα: τοποθετεί εαυτήν Ανατολικά της Δύσης, όπως υποστηρίζει ο μεταφρασθείς (και) στα ελληνικά Μιροσλάβ Πένκοφ στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του, που σημαίνει στο διαλογικό μεταίχμιο μιας δύσκολης ισορροπίας. Ο επίγονος, δηλαδή, αφενός μιλάει αγγλικά και αφετέρου γράφει με την ηχώ των προγόνων, σαρκάζει για τις σκουριασμένες αντιλήψεις του παππού του, αλλά αφιερώνει το βιβλίο του στους «γονείς του», υπαινισσόμενος όχι μόνο τους φυσικούς του γεννήτορες, αλλά (και κυρίως) τον πολύτιμο και παμπάλαιο πολιτισμικό θησαυρό που του κληροδοτήθηκε, αυτόν που συναντούμε με ενάργεια στα διηγήματα του Γιόβκοβ. Αυτήν τη μακρινή ηχώ που διατρέχει τη σύγχρονη λογοτεχνία του Πένκοφ δεν θα μπορούσα να την διακρίνω, αν δεν είχα διαβάσει το βιβλίο που μας χάρισε η ομάδα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Πολύ περισσότερο δεν θα είχα κατανοήσει τι είναι αυτό το «γιάντ», η δυσμετάφραστη λέξη που πρωταγωνιστεί στον λόγο του Πένκοφ και που «καλύπτει τα σωθικά κάθε βουλγάρικης ψυχής», της ψυχής που μας σύστησε το βιβλίο του προπάτορα Γιόβκοβ.

Το ίδιο, άλλωστε, δεν γίνεται κι εδώ; Και στην Ελλάδα οι νέοι λογοτέχνες την ελληνική ψυχή επιχειρούν να ανασκάψουν, την προγονική φωνή προσπαθούν να αφουγκραστούν και να διδαχτούν από τη γλώσσα της. «Ανατολικά της Δύσης» ως γνήσιοι Βαλκάνιοι γίνονται πολίτες του κόσμου, αλλά και επίγονοι εξ αίματος των σπουδαίων. Το αίμα στα αρβανίτικα λέγεται «Γκιάκ» κι είναι αυτό που διαρρέει τη λογοτεχνία του Δημοσθένη Παπαμάρκου στην ομώνυμη πολυδιαβασμένη συλλογή διηγημάτων του: αιμάτινες μνήμες μεταφερμένες από την αρβανίτικη προφορική παράδοση,  με τον προγονικό λόγο της ιστορίας, των παραμυθιών, των μύθων και των θρύλων. Οι ιστορίες του Παπαμάρκου (1983) μεταφράζονται κι αυτές σε διάφορες γλώσσες όπως οι ιστορίες του σχεδόν συνομηλίκου του Μ. Πένκοφ (1982) υπενθυμίζοντας τη μεγάλη εγγύτητα Βουλγάρων και Ελλήνων, προγόνων και επιγόνων. Ελπίζω να έχουν την ευνοϊκή μεταφραστική τύχη των ιστοριών του Γιόβκοβ, για να μιλήσουν στις ψυχές των αλλόγλωσσων αναγνωστών τους όπως μιλούν οι βουλγάρικες ιστορίες του Αίμου στην ελληνική ψυχή.


[1] Προϋπήρξαν κάποιες μεταφράσεις των διηγημάτων του συγγραφέα. Το πρώτο διήγημα της συλλογής («Σιμπίλ») περιλαμβάνεται στη συλλογή δώδεκα βουλγαρικών διηγημάτων Βουλγαρικά διηγήματα. Επιλογή-απόδοση-πρόλογος Γιάννη Μπενέκου, εκδ. Κούστας, Αθήνα 1964. Το ίδιο διήγημα, μαζί με το «Άσπρο χελιδόνι», συμπεριλαμβάνεται στην Ανθολογία Βαλκανικού διηγήματος Α΄. Βουλγαρικό διήγημα, ανθολόγηση-έκδοση UNESCO, εκδ. Μνήμη, Αθήνα 1974 του Π. Πεντελικού. Το «Άσπρο χελιδόνι», το οποίο εμπνέει την «Κουβέντα με τον Γιορντάν Γιόφκοφ» του Γιάννη Ρίτσου, περιλαμβάνεται στο σχολικό ανθολόγιο μεταφράσεων Νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία του ΟΕΔΒ.
[2] Βλ. και τη σχετική διδακτορική διατριβή για τους δύο συγγραφείς από την Μαρία Γκρούεβα, 2006.


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Απριλίου 2018