Εκτύπωση του άρθρου

TUDOR ARGHEZI

Morgenstimmung 1

Γλίστρησε στα μύχια μου η φωνή σου
κάποιο απομεσήμερο, καθώς
άφησαν το παραθύρι της ψυχής μου
ανοιχτό να χάσκει, δυστυχώς
και δεν ξέραν πόθεν έρχεται ο αχός.

Το τραγούδι σου το κτίσμα μου γεμίζει:
τα συρτάρια, τα κουτιά και τα χαλιά.
Ηχηρή λεβάντα, πλημμυρίζει
όλα γύρω. Πέφτει η κλειδαριά,
διάπλατη η μονή μου μένει πια.

Μα ίσως η ζημιά να’ ταν μικρή
αν, με τους ήχους και τις νότες, πήχτρα, 
δεν έμπαινε το δακτυλάκι σου μαζί,
αυτό που ξυπνάει τα κοτσύφια στα πλήκτρα –
κι έπειτα, πίσω του, φάνηκες όλη εσύ.

Ροβόλησαν τα νέφη με βροντή
μέσ' στου κλειστού κελιού την οικουμένη.
Ήρθαν, με καταιγίδα, οι πελαργοί,
οι μέλισσες, τα φύλλα… Και μου μένει
τώρα η στέγη ξεχαρβαλωμένη.   

Γιατί τραγούδησες; Γιατί σ’ άκουσα εγώ;
Αχώριστα μαζί μου είσ’ ενωμένη
σε θόλον αξεδιάλυτο κι αχνό.
Έρχομαι από πάνω, έρχεσαι από κάτω.
Εσύ από ζωές, εγώ από θανάτους

1. Morgenstimmung: γερμ. "πρωινός τόνος. (Σ.τ.μ.)   

Cuvinte potrivite, 1927

Tudor Arghezi


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006