Εκτύπωση του άρθρου

                                                                                                  ION BARBU


                                                                              Ο Ναστρατίν Χότζας στην Ισαρλίκ
[2]



Η χώρα είχε τουρκέψει. Ξαγρύπναγε το δείλι,
ενώ ξαναζωντάνευαν χλόη και τριφύλλι
κι αργοανηφόριζε ένα όστρακο πορφυρό
της νύχτας το ζουζούνι, σε σκήπτρο από σανό.
Ο ορίζοντας με φρούτα φθινόπωρου γεμάτο
μου ανέμιζε ένα χρώμα υγρό, δαμασκηνάτο.
Μπαξές ήταν τα νέφη, τα όρη - κουπαστή.

Αγνάντευα μπροστά μου την Ισαρλίκ: λευκή,
με στριφτούς μιναρέδες, τείχη ψαλιδωτά,
με δούλους με γυπίσια βλέμματα στρογγυλά,
κι ένα σταχτί ποτάμι καταμεσής του κάμπου…

Βάραινε ο λογισμός μου σαν έψαχνα εκεί χάμου
να βρω έν’ ασημένιο πεσμένο τζοβαέρι,
έν’ ακριβό πετράδι ή σκαλιστό μαχαίρι,
ή κάποιον μαύρο κύκλο από χανούμης μάτι…
Ούτε που ξέρω τώρα πια τι ζητούσα εις μάτην.

Ω, τι στιγμή φιδίσια ! Δεν πήρα έτσι χαμπάρι
πώς, έξω από τα τείχη, μαζεύονταν σαν σμάρι
κι αυγάταιναν τα πλήθη στην ακροποταμιά·
λογής-λογής νομάτοι: αστοί, φτωχολογιά,
δερβίσηδες με φάτσες ισχνές, και ουλεμάδες,
αντάμα και μ’ αφράτους κι αγέρωχους πασάδες.
Αλλά ολονών τα μάτια ταξίδευαν στα μάκρη…

Τι απ’ την ομίχλη εξήλθεν, ιππεύοντας την άκρη
όπου ο γαλάζιος θόλος σμίγει με τα νερά,
παράξενο καΐκι, με άλμπουρα χαμηλά,
χωρίς κουπιά κι ιστία, το κύμα να το δέρνει,
και πότε ν’ ανεβαίνει ψηλά, πότε να γέρνει·
στα ξάρτια, κατά μήκος, στεγνώναν απλωμένα
τσουράπια και μπατζάκια από βράκες, μπαλωμένα,
και μέσ’ από τα ράκη, και μέσ’ από τις ζάρες,
ο αγέρας μπουρμπουλήθρες ξεσήκωνε, κι αντάρες,
που μοιάζαν με τσαλίμια λεβέντη χορευτή.

Τι σάπια τάχατ’ έλη, τι βάλτοι βρωμεροί
και σίδερο και ξύλο κατάντησαν χυλό ;
Χρυσόμαλλ’ όχι δέρας έφερε τούτη η Αργώ,
μα πράσινη από φύκια στην πλώρη γενειάδα,
ενώ πίσω από την πρύμη ακολούθαγεν, αράδα
στου καϊκιού τ’ αυλάκι, λες κι ήταν μαύρες γίδες
με μύρια κερατάκια, μι’ αγέλη κατσαρίδες.

Κάτω από τ’ όρθιο αγέρι το πλοίο πλησιάζει.
Και τότε, μ’ ένα μάτι που ημίκλειστο βραδιάζει
(σεκλέτια με πλακώνουν βαριά σαν το χιονιά),
με μάτι που τον ύπνο καλεί και τον ρουφά,
κιαλάρω εγώ έναν Τούρκο σε κάποια κουπαστή,
μαυριδερό απ’ την πείνα· μούρη πλακουτσωτή,
χέρια και στόμα αντάμα στα γόνατα ακουμπούν.

Τρία κουρέλια μόλις τη γύμνια του κοσμούν.

Τ’ ανώνυμο καράβι όταν μπροστά μας φτάνει,
τ' αλλόκοτο σκαρί του κάποια αμμουδιά το πιάνει
και γύρω του ως την όχθη στέλνει κυματισμούς…
Λαλεί του τοιουτοτρόπως ένας πασάς:
                                                  - Μπουγιούρ
εφέντη μ’, στους δικούς μας λιμενομαχαλάδες
για σένα έχουμε δώρα, για σένα τεμενάδες,
το γόνυ, ως αρμόζει, σου κλίνει το Ισαρλίκι
γνωρίζοντας του Χότζα Ναστρατίν το καΐκι.
Μας είχε αναστατώσει μια φήμη. Το μπουγάζι
έλεγαν πως κατάπιε τ’ άφταστο εκείνο νάζι
του Χότζα, ενώ ο μέγας ο γελωτοποιός
στου Βόσπορου την κάσα (είπαν) είναι κλειστός,
σαβανωμένος βούρκο. Δεν πίστεψα, και να:
στην πόλη εφανερώθης ως αναστάς, ξανά !

Μα κατηφή σε βλέπω κι ετούτο με λυπεί.
Με γρουσουζιά και λόρδα μη μείνεις άλλο εκεί !
Ρεβίθια που γουστάρεις σου φέραμε, χαρούπι,
μπαχαρικά και μέλι ολάκερο ένα κιούπι.
Μπουγιούρ, πολύτροπε άνδρα, κατέβα απ’ το καράβι.

Του αγά η γλυκιά κουβέντα ξεψύχησε στο βράδυ.
Καθώς ούτ’ ένα ξάρτι στη γέφυρα σαλεύει,
η σκέψη με νιφάδες χιονιού πυκνές παλεύει,
με σιωπές παστωμένες κάτω απ’ τους ουρανούς.

Και τότε, σαν λεπίδι που σκούζει με λυγμούς
καθώς πλεχτού από σύρμα το ξήλωμα  πασχίζει,
πατόκορφα ένα ρίγος σαν πάγος που ραγίζει
διαπέρασε του πλήθους τις ραχοκοκαλιές.

Επάνω στο πηγούνι, δυο μαύρες αυλακιές
σαν ψεύτικα μουστάκια, το αίμα του Χατζή.

Και μέσα από των ούλων τη φοβερή λαβή
τα δόντια Του αστράψαν μπηγμένα στον μηρό Του.

Ιερή του Χότζα η σάρκα τροφή στον εαυτό Του.
                            *
Με βήμα που σκοντάφτει μέσα στις καλαμιές
ανηφορίζει ο όχλος προς το λευκό Ισαρλίκι·
πώς τρέμει όμως ακόμα στο κύμα, στις ματιές,
το χνάρι που’ χει αφήσει το τούρκικο καΐκι !


Ιανουάριος 1922

Ion Barbu



[1]
Εκπρόσωπος του «μαλλαρμεϊκού» ερμητισμού στην ρουμανική ποίηση του Μεσοπολέμου, ο Ion Barbu είναι επίσης συγγραφέας του κύκλου Ισαρλίκ, όπου διεκδικεί για τα Βαλκάνια μια διαχρονική πνευματικότητα και μια μυθική διάσταση, και προσπαθεί να παντρέψει την γραφικότητα με την «καθαρή ποίηση». «Λευκή και δίκαιη», η  Ι σ α ρ λ ί κ - τόπος της ποιητικής αυτής μετουσίωσης -, είναι μια φανταστική πόλη βρίσκεται στις όχθες «κάποιου Δούναβη των Τούρκων/ καταμεσής καλού και κακού». Σημειωτέον δε ότι, διόλου τυχαία, ο Ρουμάνος ποιητής της αποδίδει το όνομα του χωριού εκείνου της Μικράς Ασίας όπου ο Schliemann είχε εντοπίσει την Τροία. Στο μετάφρασμά μου, το σχετικό τοπωνύμιο εμφανίζεται εναλλάξ τόσο με τον τουρκικό τύπο, θηλυκού όμως γένους [‘η Ισαρλίκ’] (όπως στο πρωτότυπο), όσο και «εξελληνισμένο», σε γένος ουδέτερο [‘το Ισαρλίκι’]. Η ελαφρά αυτή ασυνέπεια εξυπηρετεί ανάγκες προσωδιακής φύσεως. Στο εκτενές κομμάτι που επιλέχθηκε για το παρόν ανθολόγιο, στην μυθική πόλη φθάνει ο «πολιούχος άγιός» της, ο οποίος είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο προσφιλής μας Ναστρατίν Χότζας. Εδώ όμως ο ήρωας, από σύμβολο της ανατολίτικης θυμοσοφίας, εξελίσσεται σε φορέα ιδιοτήτων που τον εξομοιώνουν και με άλλες μορφές της αρχαίας και της νεωτέρας μυθολογίας, όπως ο Οδυσσέας, ο Ιάσων της αργοναυτικής εκστρατείας, αλλά και ο κόμης Ugolino, που εμφανίζεται στην Κόλαση του Δάντη. (Σ.τ.μ.)

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006