Εκτύπωση του άρθρου
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


Στο ευρύ κοινό των Ελλήνων αναγνωστών ποίησης, είναι εξαιρετικά διαδεδομένη η άποψη πως κάθε ερώτημα, που αφορά στην σχέση της ποίησης με την πολιτική, κατάγεται από την μαρξιστική θεωρία της ιστορίας και τις συναφείς προσπάθειες για τον σχηματισμό κομμουνιστικών κοινωνιών. Η άποψη αυτή, την οποία διέδωσαν οι κριτικοί της λογοτεχνίας κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, αν και εν πολλοίς δικαιολογημένη, απέχει από την αλήθεια. Η σχέση της ποίησης με την πολιτική είναι δεδομένη — και συνεπώς απασχολεί κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο - ήδη από την εποχή που ξεκινούν οι προσπάθειες συγκρότησης μιας «πολιτικής» κοινωνίας. Η γνωστή — και μονομερής - διένεξη του Πλάτωνα με τους ποιητές, διενεργήθηκε μεν στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά τη στιγμή ακριβώς που το θέμα ήταν η δημιουργία μιας «ιδανικής» πολιτείας. Οι φιλοσοφικοί ελιγμοί που χρησιμοποίησε ο αρχαίος στοχαστής, δεν κατάφεραν να αποκρύψουν την πραγματική αντιπαλότητα. Βάση και θεμέλιο και αρχή της πολιτείας θα έπρεπε να είναι ο Λόγος των εκπαιδευμένων σε φιλοσοφικά θέματα αριστοκρατών και όχι ο Μύθος των φαντασιοκόπων ποιητών και του συναισθηματικά αγομένου και φερομένου πλήθους. Βέβαια, εκείνον τον καιρό, η ποίηση είχε χαρακτηριστικά και επιτελούσε λειτουργίες που έχασε και ξανακέρδισε στη διάρκεια των επομένων αιώνων. Γι’ αυτό, ο κύριος όγκος της προβληματικής περί της σχέσης της ποίησης με την πολιτική διεξήχθη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας και της θεολογίας.
     Από τις αρχές ήδη του 18ου αιώνα, οι φιλόσοφοι καταπιάστηκαν με την διαύγαση αυτής της σχέσης, προσπαθώντας να διασφαλίσουν τις έννοιες ποίηση και πολιτική. Όμως ήδη τα κοινωνικά κινήματα είχαν αρχίσει να θέτουν στην πράξη ορισμένες απαιτήσεις της μίας από την άλλη. Φιλελεύθεροι, ριζοσπάστες, κομμουνιστές και αναρχικοί, απαίτησαν από την πολιτική να αναλάβει αισθητικές λειτουργίες και από την ποίηση να αναλάβει πολιτικά καθήκοντα. Το μεγάλο δίδαγμα αυτής της ιστορικής περιόδου ήταν πως η εν λόγω σχέση δεν μπορεί να καθοριστεί με διασάφηση εννοιών, αλλά στην πράξη. Η αλήθεια είναι πως μέσα στους αιώνες, λέγοντας ποίηση ή πολιτική, οι άνθρωποι εννοούσαν πράγματα αρκετά διαφορετικά. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν πολιτική, εννοούσαν το σύνολο των δραστηριοτήτων που απέρρεαν ή και επιδρούσαν επί του κοινωνικού συνόλου, ενώ οι Ευρωπαίοι κυρίως τις μηχανορραφίες μεταξύ των μοναρχών και των κρατικών μηχανισμών που συντηρούσαν. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη ποίηση, αναφέρονταν κατά κύριο λόγο στα προϊόντα μιας — γλωσσικής ή δραματικής — αναπαράστασης της πραγματικότητας, που είχε σκοπό να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Από την άλλη, όταν οι Ευρωπαίοι του 19ου αιώνα έλεγαν «ποίηση», αναφέρονταν στην έκφραση του εσωτερικού κόσμου του ποιητή, ο οποίος δεν ήταν παρά ένας φορέας της παγκόσμιας άυλης και αιώνιας αλήθειας.
     Οι έννοιες αλλάζουν, ακολουθώντας - αργά ή γρήγορα - την ανθρώπινη δραστηριότητα, που τελικά αποφασίζει για τα πάντα. Με τις έννοιες μπορεί να κάνει κανείς πολλά πράγματα, εκτός από ένα: να «βγάλει άκρη» μαζί τους. Οπωσδήποτε, σε ανθρωπολογική βάση, υπάρχει μια σχεδόν ορισμένη σχέση της ποίησης με την πολιτική. Είναι όμως τόσο γενική, ώστε στο τέλος καταντά δίχως νόημα. Σαν να λέμε: ανθρώπινη πράξη η πολιτική, ανθρώπινη πράξη και η ποίηση, άρα τον ίδιο τελικό στόχο έχουν, την επιβίωση. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Τόσο η πολιτική, όσο και η ποίηση αποτελούν κοινωνικά προσδιορισμένες μορφές δραστηριότητας και συνεπώς διατηρούν μια κάποια αυτονομία, συγκροτούν πλαίσια, εντός των οποίων τίθενται ιδιαίτεροι στόχοι, αναπτύσσονται ιδιόμορφα εργαλεία και τακτικές. Η πολιτική θέτει μπροστά της το πρόσταγμα της διαχείρισης, συντήρησης ή μεταβολής της πολιτείας. Η ποίηση θέτει μπροστά της το πρόσταγμα της δημιουργίας αισθητικά τέλειων μορφών. Χρειάζεται όμως πολλή και νοσηρή φαντασία, για να θεωρήσει κανείς αυτά τα προστάγματα ως άσχετα μεταξύ τους. Από μιαν άποψη, οι επιστήμες με αντικείμενο τον άνθρωπο, προσπαθούν και, εν πολλοίς, καταφέρνουν να ανιχνεύσουν αρκετές σταθερές στη μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων σχέση. Λόγου χάρη, κάθε πολιτικός σχεδιασμός προϋποθέτει μια κάποια διαχείριση των καλλιτεχνικών προϊόντων, μια στάση απέναντι στους καλλιτέχνες, μια λιγότερο ή περισσότερο επίσημη ερμηνευτική τακτική, η οποία χρησιμοποιείται προνομιακά από την εκπαίδευση. Εξάλλου, κάθε απόπειρα πολιτικής μεταβολής προϋποθέτει μεταβολές σε όλα τα παραπάνω. Η χρήση της ποίησης για προπαγανδιστικούς σκοπούς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ιδιαίτερη όψη της πνευματικής αστάθειας που χαρακτηρίζει κάθε κοινωνική αναστάτωση. Σε καμιά περίπτωση η ποίηση-προπαγάνδα δεν εκπροσωπεί το σύνολο της σχέσης της ποίησης με την πολιτική. Όμως, ας επιμείνουμε λίγο στο παράδειγμα. Η εμπρόθετη έκφραση πολιτικών ιδεών, μέσω της ποίησης, υπήρξε στο παρελθόν συνήθης πρακτική των ποιητών. Προσωπικότητες όπως ο Έζρα Πάουντ, ο Τόμας Έλιοτ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόβσκι, αλλά και ο Τζων Μίλτον, ο Δάντης, ο Όμηρος ο ίδιος, κατέθεσαν στο έργο τους ιδέες, που δύσκολα θα μπορούσαν να μην χαρακτηριστούν πολιτικές, ή ακόμη και κομματικές [με την έννοια της στράτευσης σε κάποια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη]. Μπορεί να γνωρίζουμε ελάχιστα ή τίποτε για την πολιτική μορφή που είχε, στη διάρκεια του 8ου π.Χ. αιώνα, η διαπάλη των αριστοκρατών οπαδών του Δωδεκάθεου και των λαϊκιστών οπαδών των Μυστηρίων, αλλά είναι βέβαιο πως τα ομηρικά έπη δίνουν μάχη για την τυποποίηση και καθιέρωση της λατρείας του Δωδεκάθεου. Ο αντί-καπιταλιστικός εθνικοσοσιαλισμός του Έζρα Πάουντ, διατρέχει τα «Κάντος», ο σκληροπυρηνικός κοινοβουλευτισμός του Δάντη διατρέχει τη «Θεία Κωμωδία», ο εξτρεμιστικός μπολσεβικισμός του Μαγιακόβσκι διατρέχει το «Σύννεφο με Πανταλόνια». Στην «Τετάρτη των Τεφρών» του Έλιοτ, εύκολα αναγνωρίζει κανείς την αγγλική «Δεξιά», και στον «Απολεσθέντα Παράδεισο» του Μίλτον, τον προτεσταντικό καισαρισμό που εξέφρασε ο Κρόμβελ. Το γεγονός πως τα έργα αυτά αποτελούν κορυφαίες στιγμές της ποιητικής τέχνης, δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως είναι άμοιρα πολιτικής. Απλά, η πολιτική — και μάλιστα προπαγανδιστική - όψη τους, καλύπτεται πίσω από την επιβλητική ποιητική όψη. Και είναι τόσο επιβλητική αυτή η όψη, ώστε θα κινδύνευε να θεωρηθεί ως ένα ακόμη προπαγανδιστικό τέχνασμα. Αντίθετα, όταν η ποίηση δεν καταφέρνει να καλύψει την πολιτική, μιλάμε — εκ του ασφαλούς — για πολιτικά «μολυσμένα» ποιήματα. Οι εραστές της «καθαρής» ποίησης, μπορούν τότε να βγάλουν το άχτι τους πάνω σε πτώματα. Αλλά, το ίδιο το γεγονός της προπαγανδιστικής λειτουργίας τόσων τυπικών δειγμάτων αυτού που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «καθαρή» ποίηση, έχει πολύ μεγάλη σημασία. Δε σημαίνει βέβαια πως η μεγάλη ποίηση δεν είναι πραγματικά μεγάλη, αλλά πως το μεγαλείο ενός ποιήματος εξαρτάται και από την αποφασιστικότητα με την οποία ισχυρίζεται τις ιδέες του ποιητή για τον κόσμο. Όταν αναλαμβάνει κανείς να παρέμβει και να μεταβάλλει τον γύρω του κόσμο, κάποιες ιδέες πρέπει να έχει και είναι απαραίτητο να τις εκθέσει. Αλλιώς, ας ασχοληθεί με ερωτικές καντάδες, πράγμα που είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά δεν αφορά άμεσα στην ποίηση.
     Ως εκ τούτου, η σχέση της ποίησης με την πολιτική, τίθεται πάντα στη βάση του καθορισμού της από τον ίδιο τον ποιητή, στη βάση της στάσης που επιλέγει να κρατήσει, σαν ολοκληρωμένος άνθρωπος μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον του. Τότε, το ερώτημα «Ποια σχέση έχει η ποίηση με την πολιτική» δεν έχει κανένα νόημα. Νόημα έχουν τα ερωτήματα «Ποια σχέση έχει η ποίηση με την πολιτική, στην Γαλλία του Διαφωτισμού;» ή «Ποια σχέση έχει η ποίηση με την πολιτική, στο έργο του Δάντη;». Κι αυτό γιατί, όπως ήδη αναφέραμε, η μεταξύ των δύο ανθρώπινων πρακτικών σχέση εξαρτάται από τον τρόπο που καθεμιά τοποθετείται μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, τόσο στη βάση των αναγκών της όσο και στη βάση της διάθεσης ή υποχρέωσής της να καλύψει τις ανάγκες της άλλης. Υπάρχουν εποχές, όπως η δεκαετία του 1960, στη διάρκεια των οποίων η πολιτική ερωτοτροπεί με την ποίηση, επειδή οι κοινωνικές διεργασίες ακυρώνουν τα ορθολογικά στοιχεία της πολιτικής θεωρίας, και εποχές στη διάρκεια των οποίων μια νέα πολιτική πρακτική επιχειρεί να καθοδηγήσει την ποίηση υπερεκτιμώντας τη δυνατότητά της να εξηγεί και να μεταβάλλει τον κόσμο, όπως συνέβη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Ρωσία. Ύστερα, υπάρχουν εποχές, στη διάρκεια των οποίων η ποίηση ασφυκτιώντας μέσα στα στενά τεχνικά πλαίσια που ορίζει μια ορθόδοξη ποιητική και επιζητώντας νέα δυναμικότερα θέματα για να ελευθερώσει τη φωνή της, πλησιάζει κάπως ορμητικά την πολιτική. Λόγου χάρη, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τις τεχνικές καινοτομίες του Πάουντ ή του Μαγιακόβσκι χωρίς το εμφανές πολιτικό στοιχείο που δημιούργησε εκείνο το κλίμα πνευματικής ευφορίας μέσα στο οποίο τα όρια του στίχου παραβιάστηκαν από τις φυσιολογικές δυνατότητες της αναπνοής και η ομοιοκαταληξία αποκαλύφθηκε ως μια απλοποίηση της μουσικότητας της φωνής ή απετέλεσε κύριο εργαλείο ειρωνικής έκφρασης. Τα παραδείγματα μπορεί να είναι χιλιάδες. Φυσικά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως όταν λέμε «ποίηση» και «πολιτική», εννοούμε το σύνολο των ποιητικών και — αντίστοιχα- των πολιτικών δραστηριοτήτων, που αναπτύσσουν συγκεκριμένοι άνθρωποι. Οι συνθήκες, ο οποίες φέρνουν σε επαφή ή απομακρύνουν αυτές τις πρακτικές, την ποίηση και την πολιτική δηλαδή, υφίστανται μόνο μέσω των ανθρώπων, των συγκεκριμένων ανθρώπων. Κι έτσι το σχετικό με την ποίηση και την πολιτική ερώτημα, περιορίζεται ακόμη περισσότερο. Από το εντελώς αφηρημένο ερώτημα «Ποια είναι η σχέση της ποίησης με την πολιτική», φτάνουμε στο εντελώς συγκεκριμένο: «Ποια είναι η σχέση της ποίησης με την πολιτική στο έργο του τάδε ή του δείνα ποιητή;». Ένα τέτοιου είδους ερώτημα, μπορεί να έχει μόνο μια ρεαλιστική απάντηση. Η σχέση της ποίησης με την πολιτική στο έργο ενός ποιητή είναι αυτή ακριβώς που ο ίδιος καθόρισε, αυτή που το γλωσσικό υλικό του έχει ήδη αναπτύξει ή ενδέχεται να αναπτύξει αργότερα με μία από τις δύο ή και με τις δύο πρακτικές και η δυνατότητα των αναγνωστών μιας ή περισσοτέρων συγκεκριμένων εποχών να διαγνώσουν χρήσιμα για την πολιτική συμπεριφορά τους στοιχεία στο έργο του ποιητή. Ο ποιητής μπορεί να έχει την πρόθεση να κατευθύνει τη γλώσσα του — και άρα τη σκέψη του — προς κάποια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση. Είναι όμως αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, όπως ήδη υπάρχει στο οπλοστάσιο της ποιητικής πρακτικής. Στην περίπτωση που δεν του φτάνει, είναι και πάλι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει τα γλωσσικά μορφώματα της καθημερινής κοινωνικής εμπειρίας. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο για την θεωρητική σκέψη που αποφασίζει να το εξετάσει, αλλά σχετικά απλό για την ίδια τη ζωή. Λόγου χάρη, ο Γιάννης Ρίτσος, επέλεξε τη γλώσσα του μελαγχολικού καρυωτακικού σαρκασμού, για να διοχετεύσει, χωρίς σοβαρές αισθητικές απώλειες, το πολιτικό στοιχείο στα αξιόλογα ποιήματά του. Όμως η γλώσσα αυτή χρωμάτισε το πολιτικό στοιχείο με ένα είδος υπαρξιακής αγωνίας, η οποία φυσικά δεν ταίριαζε σε μάχιμο κομμουνιστή, και η ποία απετέλεσε βάση για πολιτικές αναγνώσεις του ιδίου του καρυωτακικού έργου. Το γεγονός πως ο Ρίτσος δοκίμασε τη γλώσσα του Καρυωτάκη σε ανοιχτά πολιτικά θέματα, απέδειξε κατά κάποιον τρόπο πως η γλώσσα αυτή είχε πολιτικές προθέσεις. Όσο κι αν ο ίδιος ο Καρυωτάκης δεν είχε τοποθετηθεί ρητά επί της σχέσης της ποίησής του με την πολιτική, έγινε φανερό πως η γλώσσα του δεν ήταν άμοιρη της πολιτικής διάστασης του επιλεγόμενου «υπαρξιακού προβλήματος» της εποχής του. Η αλήθεια είναι πως και οι αναγνώστες κινήθηκαν με έναν παρόμοιο τρόπο. Όσοι από τους νέους δεν μπόρεσαν να δεχθούν την τυποποιημένη πολιτική στάση της δογματικής αριστεράς, γιατί αντιλαμβάνονταν το «κοινωνικό ζήτημα» με υπαρξιακούς όρους, βρήκαν στον μελαγχολικό καρυωτακικό σαρκασμό μια ποίηση «φιλοσοφικότερη της ιστορίας». Η ουσιωδώς πολιτική αυτή στάση δεν ήταν εντελώς άσχετη με τις παγκόσμιες εξελίξεις. Οι πρωτότυπες αναγνώσεις της Γερμανικής Ιδεολογίας και των Θέσεων για τον Φόυερμπαχ, έργα που διέθεταν ένα αριστοτελικό πνεύμα δραστήριο, δημιούργησαν σε παγκόσμιο επίπεδο μια «σχολή» υπαρξιακού Μαρξισμού. Η λενινιστική ερμηνεία των φιλοσοφικών κατηγοριών του μαρξισμού άρχισε σταδιακά να υποχωρεί μπροστά στις φαινομενολογικές τάσεις, οι οποίες βρίσκονταν ήδη στις πηγές του μαρξιστικού έργου. Με εξαίρεση το γαλλικό στρουκτουραλιστικό πραγματισμό, που επιχείρησε να ασκήσει κριτική στον «ανθρωπισμό» της αριστεράς, η αριστερή πολιτική συνείδηση ανασυντάχτηκε στη βάση των ρομαντικών αποβλέψεων του επαναστατικού υποκειμένου. Το πολιτικό στοιχείο διευρύνθηκε τόσο πολύ, ώστε όλα έγιναν πολιτικά. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η πολιτική εξαφανίστηκε μετά από ένα τέτοιο άπλωμα, αλλά θα έπρεπε να αποδεχθεί την απόλυτη ταύτιση του κόσμου με τις λογικές φιλοσοφικές προτάσεις των ακαδημαϊκών αιθουσών. Στην πραγματικότητα, η πολιτική θυσίασε την θεωρητική αυτονομία της, για να βρει την εγκόσμια βάση της και να επαναστατικοποιήσει το σύνολο της ύπαρξης. Υπό αυτή την έννοια, η ποίηση του Καρυωτάκη υπήρξε πρωτοποριακά πολιτική και η δημιουργική παρέμβαση του Ρίτσου τεράστιας σημασίας. Ωστόσο, η αργοπορία της κριτικής σκέψης στην Ελλάδα δεν ασχολήθηκε με τέτοιου είδους δυναμικές, όχι γιατί δε διέθετε όραση, ούτε γιατί ήταν θεωρητικά ανεπαρκής, αλλά γιατί ήταν εξαρχής υπαλληλική. Θεώρησε ως έργο της αποκλειστικά την επιβεβαίωση δύο γεγονότων: της ελληνικότητας της γλώσσας που μιλιόταν και γραφόταν και της συνέχειας της αρχαίας Ελλάδας στη νέα. Έτσι δεν κατάφερε να συνεισφέρει το παραμικρό στα επιχειρήματα του νεότερου κόσμου, κλεισμένη στον εαυτό της. Πραγματικά πρωτοποριακά έργα, όπως αυτό του Καρυωτάκη, με δυναμική που συνδέει την πολιτική με την υπαρξιακή αγωνία έμειναν ανεκμετάλλευτα και ίσα-ίσα βουβά. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε τις τύχες της έννοιας της πολιτικής στην Ελλάδα, μέχρι πολύ πρόσφατα. Όταν το να τραγουδάς ένα μελαγχολικό λαϊκό τραγούδι, που μιλάει για λύτρωση εν γένει, είχε πολιτικές συνέπειες, τότε η πολιτική έπαιρνε μια άλλη διάσταση ευρύτερη. Και όσο ευρύτερη γινόταν αυτή η διάσταση, τόσο πιο περιορισμένη η έννοια που φυτοζωούσε στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Στο τέλος, η ποίηση του Καρυωτάκη αποδεικνυόταν πολιτική, η έννοια της πολιτικής ένα σκέλεθρο έννοιας και η ακαδημαϊκή σκέψη μια ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα, που αντιδρούσε ελάχιστα στις κινήσεις της πραγματικότητας. Το κοινό, οι αναγνώστες, οι μορφωμένοι και οι αμόρφωτοι άνθρωποι, εντελώς παρατημένοι από τους πνευματικούς συνανθρώπους τους, διαμόρφωναν τις δικές τους απόψεις, όπως μπορούσαν, μετατρέποντας τους όρους της ύπαρξής τους και συσσωρεύοντας υλικό για θεωρητικές επεξεργασίες που έμενε ανεκμετάλλευτο.
     Γι’ αυτό, κατά καιρούς ορισμένοι έλληνες κριτικοί της λογοτεχνίας εκπλήσσονται όταν βρίσκονται μπροστά σε απόψεις τις οποίες συνάντησαν στο στενό χώρο της ακαδημαϊκής καριέρας τους. Ήταν πολύ στενός και πολύ ξένος ο χώρος εντός του οποίου ασκήθηκε η προβληματική περί της σχέσης ποίησης και πολιτικής. Δυστυχώς, μόλις και μετά βίας μπορούμε να συμπληρώσουμε ορισμένα θεωρητικά κενά. Όπως σε κάθε περίπτωση μακροχρόνιου κοινωνικού αυταρχισμού, έτσι και στην Ελλάδα πρέπει να βιώσουμε την επίσης μακροχρόνια περίοδο πολιτιστικού χάους, που επακολουθεί. Μπορούμε ωστόσο να εμπιστευθούμε την μάλλον ρεαλιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες είναι σχεδόν πάντα τα κενοτάφια των αποτυχημένων προσδοκιών μας για μιαν ύπαρξη «αντικειμενική». Η οντολογία, κατά μίαν έννοια, σκάβει τον λάκκο του Όντος, χωρίς να έχει τίποτε για να τον γεμίσει.

                                                                        Γιώργος Μπλάνας

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Απριλίου 2006