Εκτύπωση του άρθρου

Γράφει η Άννα Γρίβα
 

Παναγιώτης Αρβανίτης, «Ο τυφλός επισκέπτης»
Γαβριηλίδης, 2016


Στο ποίημα που φέρει τον ίδιο τίτλο με την συλλογή ένας τυφλός επισκέπτης μπαίνει κάθε τόσο σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, από θάνατο ή από ξενιτιά, και κουρδίζει το ρολόι του τοίχου. Λες και όλα μέσα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν έναν ρυθμό, μια κίνηση ζωντανών πραγμάτων, όπως έξω, εκεί που ακούγονται πάντοτε «τσούρμο τα παιδιά» να παίζουν. Ο τυφλός επισκέπτης είναι ίσως αυτός ο ξεχωριστός, ο σιωπηλός άνθρωπος που ακόμη και μέσα στο σκοτάδι μπορεί να ισορροπεί τα πράγματα και να δίνει καινούρια ζωή εκεί που φαίνεται πως όλα έχουν τελειώσει. Ίσως να είναι ένας αγαπημένος άνθρωπος, δικός μας που επιστρέφει από έναν άλλο κόσμο για να μας πιάσει απ’ το χέρι να περπατήσει μαζί μας στο σπιτάκι που κρύβεται μέσα μας και καμιά φορά το ξεχνάμε ασυγύριστο και σκοτεινό. Όμως για να κοιτάξει κανείς μέσα του, βαθιά, χρειάζεται να αφήσει τις πλάνες και να καταδυθεί σε έναν δύσκολο και επικίνδυνο βυθό του εαυτού του. Το λέει άλλωστε και αλλού ο ποιητής:

Περπάτησα στις μύτες των ποδιών
μέχρι να βρω μια είσοδο κινδύνου.

Αυτό το λέει για την ποίηση, για το ποίημα και είναι το ίδιο που ισχύει για τη ζωή συνολικά. Πρέπει να μπει κανείς προσεχτικά, σιωπηλά, σχεδόν κρυφά. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί η ποίηση είναι η αποκάλυψη ενός κομματιού του εαυτού μας. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και το δυσκολότερο είδος γραφής: γιατί θα πρέπει αυτό το προσωπικό κομμάτι να συναντηθεί με εμπειρίες, αισθήματα και αγωνίες των άλλων, όλων των ανθρώπων, αλλιώς γίνεται μια αυτοαναφορά δίχως αξία.  Όπως το γράφει και ο ποιητής:

τελείες, κόμματα, θαυμαστικά
και πλήξη
ή άλλου:
Στο σάλτο ελαφρότητα
στην έκφραση σπιρτάδα
….

Πόσο διψούσε η εποχή
για κάτι τέτοια!
Κι αν δεν είναι αυτοαναφορά, τότε γίνεται:
ένα σωρό σπασμένα είδωλα
αρχαίων παρωδία.

Γίνεται δηλαδή πόζα παρά πραγματική ανάγκη. Γιατί εάν η ανάγκη είναι πραγματική, το τίμημα είναι πάντα ένα κομμάτι του εαυτού. Είναι τυχαίο άλλωστε πως από τις πανάρχαιες παραδόσεις ο ποιητής – όπως κι ο μάντης – πολλές φορές πληρώνει το χάρισμά του να σκαλίζει τις αλήθειες με το φως του; Να λοιπόν και πάλι οι τυφλοί επισκέπτες μπροστά μας. Στην επόμενη σελίδα διαβάζουμε:

Διδάσκει χρώμα η τυφλότητα
όταν ρεμβάζεις τη σιωπή
στους εαυτού τις τρικυμίες.

Αν λοιπόν δεν διδάσκεται κανείς από τους τυφλούς επισκέπτες των αιώνων, αν δεν ακολουθεί αυτή την ίδια γραμμή αναζήτησης με το παντοτινό δέος του νεοφερμένου στον κόσμο, ας μην γράφει! Όπως το λέει και ο ποιητής:

Μην γράφεις πια. Μη γράφεις.
Δεν είναι ο λόγος χείμαρρος – που λένε –
ο λόγος είναι φράγμα.

Ακολουθούν τα πεζοποιήματα. Εδώ εκπλήσσουν οι μεταμορφώσεις των πραγμάτων: η θάλασσα γίνεται μια λίμνη νεκρών πουλιών, τα κλαδιά γίνονται στόματα που τρώνε και χορταίνουν, τα αγριολούλουδα γίνονται εύφλεκτη ύλη μέσα στο σπίτι και στο φαγητό μας, τα νομίσματα γίνονται κυκλάμινα, τα κυκλάμινα γραμματόσημα, τα γραμματόσημα πουλιά, το κορίτσι είναι ίσως άρρωστο πουλί, μπορεί να ήταν και νυφίτσα.  Οι μεταμορφώσεις είναι το στοιχείο της μαγείας και η μαγεία είναι η ύλη του παραμυθιού και το παραμύθι είναι η παιδική μας ηλικία και το παιδί είναι μια ζωντανή ονειροπόληση. Σε αυτά τα ποιήματα ο ποιητής γίνεται παιδί και πλάθει τον κόσμο. Ύστερα στην ενότητα «Αρχιπέλαγος» ο αναγνώστης προσπαθεί να καταλάβει πού βρίσκεται:

ο λόγος αρχιπέλαγος
και η σιωπή κρατήρας
η γλώσσα ελαφρόπετρα

ξερολιθιά το ποίημα
Δύσβατα τα ποτάμια, δύσκολα
κι η υποταγή θαμνώδης.

Πλάνο της έσω ξενιτιάς
φόντο του πιο Αιγαίου.

Ύστερα ο ποιητής μάς δίνει μερικά υλικά: μπάλα ανυπόταχτη μες στα χορτάρια και αναμνήσεις. Σιγά σιγά αρχίζει κανείς να καταλαβαίνει:

Τα χείλη είν’ απόκρημνα.
Κάθε φιλί και πτώση.

Είμαστε. Ήμασταν.
Δυο λακκάκια ηδονής.
Η βροχή
μας στέγνωσε.

Παράξενος τόπος ο έρωτας σε αυτές τις σελίδες, αναμεμειγμένοι οι χρόνοι, όσα χαθήκαν για πάντα και όσα επιστρέφουν στο παρόν και στο μέλλον ως μνήμες και όνειρα. Οι ποιητές ταξιδεύουν, περνούν από τις φωτιές της κόλασης και συναντούν τη Βεατρίκη τους, για να γίνει η οδηγός τους ως το τέλος. Γιατί ο έρωτας είναι από την αρχή το ταξίδι τους, η πυξίδα τους και ο προορισμός τους. Και η περιήγηση στο «Αρχιπέλαγος» κλείνει με μια σκόνη αστρική που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο από φως κρότο.

Φτάνουμε προς το τέλος της συλλογής. Στο τελευταίο ποίημα:

Εμένα η ηλικία μου είναι πορτοκαλί.
Γενέθλιο κόκκινο βυζαίνει και πειραχτήρι κίτρινο
που απ’ την κοιλιά κλοτσά.
Άμα μεγαλώσω
θα ’μαι μια γάτα στη Φολέγανδρο
και θα νιαουρίζω από ξυπόλυτη γαλήνη.
Κι όλα τ’ άλλα κουραφέξαλα.

Αυτή την ξυπόλητη γαλήνη μας τη δίνει η ζωή με τη συνεχή της δράση και αλλαγή… Τα υπόλοιπα - βιβλία, ποιήματα, ιδέες - είναι τα παιχνίδια μας. Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε μέσα από αυτά τα παιχνίδια να μεγαλώνει μέσα μας το λυπημένο παιδί.     
          
Άννα Γρίβα

 

                                                                                            

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαΐου 2016