Εκτύπωση του άρθρου

Γιώργος Βέης, Για ένα πιάτο χόρτα, εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 2016

 

  Γράφει ο Βαγγέλης Δημητριάδης

 

Με τον συμβολικό τίτλο Για ένα πιάτο χόρτα, παρμένο από το ομώνυμο ποίημα της νέας του ποιητικής συλλογής με τα ανωτέρω εκδοτικά στοιχεία, ο Γιώργος Βέης, προκαλεί μια νοερή «συνάντηση» της συζύγου του Κλάρας και του ίδιου με τον Παπαδιαμάντη. Η Κλάρα με το εικαστικό της εξώφυλλο, εκείνος με τον ποιητικό του λόγο και την αναφορά του στον κυρ Αλέξανδρο υπενθυμίζουν τη «δυσκολία της τέχνης» (Γ. Χατζίνης), όταν ο οποιοσδήποτε πνευματικός άνθρωπος, παράλληλα με τις ανάγκες της τέχνης που υπηρετεί με εντιμότητα, αγωνίζεται να επιβιώσει δουλεύοντας κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Ανάμεσα στην αρκτική «Είσοδο» και την καταληκτική «Έξοδο», οι οποίες περιβάλλονται προστατευτικά εν είδει περικαρπίου, όπως και στις πέντε προηγούμενες συλλογές, η πρώτη από ρήση του Ηράκλειτου για την αρμονία των αντιθέτων και η δεύτερη από στίχους του Ανδρέα Κάλβου, που αναφέρονται στην αθανασία του εκλιπόντος ποιητή Λόρδου Βύρωνα (10η στροφή από τη Βρετανική Μούσα), διαμεσολαβεί ένας απέραντος κόσμος, ένας παγκόσμιος Άτλας ανοιχτός με καταγεγραμμένους τόπους, τοπία, εντυπώσεις, γεγονότα, στιγμιότυπα, σκέψεις και διαλογισμούς του ταξιδιώτη-ποιητή που μετατρέπει τη γεωγραφία με την ευρύτερη έννοιά της σε ποίηση. Μετακινήσεις προγραμματισμένες, νοερές, αυθαίρετες, χωρίς ειρμό, με ειρμό, από τόπο σε τόπο, από τοπίο σε τοπίο, σε χώρες, πόλεις, νησιά, βουνά, πεδιάδες και θάλασσες, ο φυσιολάτρης Γιώργος Βέης δεν αποχωρίζεται την προσφιλή του «ειδίκευση», ήτοι τη φιλοσοφική παρατήρηση του κόσμου, των όντων, των συμπεριφορών. Με τη διατρητική ματιά του καταγράφει στιγμιαίες αντιδράσεις (ετοιμοθάνατων ζώων με συνοπτική, ακαριαία σχεδόν, διαδικασία – αετού, πέρδικας, πάπιας, σκίουρου). Αισθάνεται και συγκινείται από τη στερνή ανάσα ενός όντος με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί να κλείνουν τα πολύχρωμα πέταλα της μέρας που φεύγει. Σε άλλες περιπτώσεις παρακολουθεί και περιγράφει μετακινήσεις στο χρόνο, στην παιδική ηλικία, σε λέξεις πρωτόγνωρες που του προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό του και γιατί αντιπροσώπευαν μυστικούς διαύλους προς το ανεξερεύνητο, το καινούριο. Αναζητεί επιστροφές με εμβόλιμες αναδιπλώσεις της μνήμης σε κατεστραμμένες γειτονιές, αλλοιωμένες από τη σκόνη του χρόνου, τη γήρανση, τα ανθρώπινα πάθη, τις δυσάρεστες εκπλήξεις του βίου. Ο τρόπος που προσεγγίζει τα θέματά του αντικατοπτρίζει τη δική του υπόσταση· πχ. διερευνώντας την εικόνα ενός άστεγου πένητα εγκαταλειμμένου στον περίβολο μιας εκκλησίας, εστιάζει στο βιβλίο που κρατάει στα χέρια του, γιατί τον εντυπωσιάζουν τα Φύλλα Χλόης του Γουόλτ Γουίτμαν εξίσου –ίσως και περισσότερο– από την ετοιμοθάνατη λιπόσαρκη όψη του· η νομοτελειακή άφιξη τη αυγής πραγματώνεται ειδυλλιακά ενάντια στις αντιξοότητες της ανθρώπινης παρουσίας και στη «σκληρότητα» που υιοθετεί η ρέουσα ζωή· η ανάμνηση της πατρώας θάλασσας του Αιγαίου, τον παρωθεί να ονειρευτεί μελλοντικό του ταξίδι στη μικροσκοπική Φολέγανδρο κι ας βρίσκεται μακριά χιλιάδες μίλια. Τα φαντάσματα του σπιτιού, πέρα από τη μνήμη, η οποία ούτως ή άλλως υφίσταται ως διαδικασία, επιζητούν τη μεσολάβηση της ενόρασης στην κάθαρση από το ζόφο της απώλειας. Γενικά, ο Βέης, παρατηρεί από μια αυξομειούμενη απόσταση τη φύση και όσα συμβαίνουν στα δημιουργήματά της και περιγράφει όλες τις ενδεχόμενες εκδοχές που τα ορίζουν από τον ζωοποιό πυρήνα μέχρι το περιβάλλον τους. Δεν αναπτύσσει «δεσμούς αίματος» μαζί τους. Φυσικά, μιλώντας γι’ αυτά, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του, τις ευαισθησίες, τα διαφέροντά του, τις σκέψεις του· αλλά πάντα παραμένει αποστασιοποιημένος από τα πράγματα και σπάνια ομφαλοσκοπεί.

Ο Γ. Βέης, μανιώδης της ποίησης, ζει από την ποίηση για την ποίηση. Η ποίηση είναι παρηγορία και καταφυγή του ακόμα και στην πιο λυγρή της μορφή, όπως καταγράφεται βιαστικά στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου, πριν διαρρεύσουν στο υποσυνείδητο οι αναλαμπές των εντυπώσεων που τον πολιορκούν με σύμμαχό τους το χρόνο. Διότι, εν τέλει, στοχεύει στο ζητούμενο «πολτό των πραγμάτων», την αθανασία.

Η απόδοση των ποιητικών σκέψεων του Βέη σε πολλές περιπτώσεις είναι συντονισμένη με ανόμοια αναγνωστικά άλματα, μικρότερου ή μεγαλύτερου μήκους, σαν κυματισμός που προκαλείται από το πέρασμα θαλασσινών ρευμάτων και ανέμων. Παραθέτω ένα παράδειγμα (όπου η δική μου μπάρα διαχωρίζει τα άλματα, η στιχοθεσία στο συγκεκριμένο ποίημα είναι διαφορετική):

Μια βδομάδα στεγνός,/ λάβαρο της πείνας/ άλλοι βαστάνε δυο βδομάδες/ μεγάλο ζόρι,/ μισοσπασμένα κλαδιά της αντοχής/ το δικό του όριο οι δέκα μέρες/[...] για μια μπουκιά εξάρτηση/ στον περίβολο της Εκκλησίας των Βαπτιστών/ με τα Φύλλα Χλόης αγκαλιά/ ανυπόταχτο Χάρλεμ/ ματωμένο Μπρονξ. («Πλατεία Αμερικής»)

Μερικά ποιήματα (εφτά σονέτα και άλλα δύο με τρίστιχες έως εξάστιχες στροφές) αποδίδονται με ανανεωμένη παραδοσιακή φόρμα. Η ομοιοκαταληξία παρουσιάζεται πρωτότυπη στο τέλος των στίχων. Κάπου κάπου, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, η ομοιοκαταληξία αυτή εμφανίζεται και εσωτερικά όπως στους πρώτους στίχους των επόμενων στροφών:

[...] όπως ρακούν, όλο πάνε και ρωτούν
μα εγκαίρως στρίβουν, κλέβοντας χαμό
έτσι κι έγειρα στη γη του Καμερούν
οι μάσκες παντού, δάση από ατμό

δεν σε προφταίνω, ένα ράκος, χαίνω
ο Σείριος με κρατά κι ο Ωρίων
να μην πέσω κι άλλο, το πένθος ραίνω
ξενυχτώ, φλόγα πίνει το θηρίον [...]

(«Περγαμηνών αποκατάσταση»)

Οι λέξεις των συνθέσεων είναι μικτές, άλλες προέρχονται από την κοινή επικοινωνιακή γλώσσα και άλλες αποθησαυρίζονται προσεκτικά από τη διαχρονική γραμματεία των Ελλήνων. Ο Βέης δεν έχει αναστολές στη χρήση «αντιποιητικών» λέξεων πλάι σε κομψές και δυσεύρετες. Πιστεύει ότι όχι μόνο δεν καταργείται η αλληλουχία του λόγου, αλλά ότι ο συνταιριασμός αυτός αποκαλύπτει τις χωρίς φραγμούς δυνατότητες της γλώσσας μας:

«Ανεκλάλητο, ανέκκλητο
δεν έχει καμιά σημασία
το ίδιο είναι»,
σκέφτηκε άλλη μια φορά ο σκίουρος
και κατάπιε το καλά μασημένο φουντούκι του.
Με τις απότομες, σπάνιας ακριβείας
κινήσεις της ουράς του,
ροκάνισε και την παραμικρή αμφιβολία
για την ύπαρξη αετών κι ήρθε να λουφάξει,
να σωθεί στ’ όνειρό μου.

(«Περί αμύνης»)

Μεγάλος αριθμός ποιημάτων αρμολογείται με λίγες λέξεις σε ανόμοιους στίχους· εξαντλείται με εικόνες δυνατές· η λιτότητα σε συνδυασμό με τη σαφήνεια μας διαπερνούν και μας μεταφέρουν άμεσα στο κλίμα και τη διάθεση του ποιητή. Αραιά και πού η πυκνότητα και οι συμβολισμοί δυσχεραίνουν την κατανόηση μερικών ποιημάτων, η λογική και η μνήμη δεν επαρκούν, απαιτείται η επικουρία της διαίσθησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο το αποτέλεσμα ακροβατεί ανάμεσα στο όνειρο και την παραίσθηση, γίνεται πολύσημο (βλ. ποίημα «Περγαμηνών αποκατάσταση», σ. 53). Δεν είναι τυχαίο το πρόθεμα του Ηράκλειτου στην αρχή της συλλογής, αφού βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στις συνθέσεις του Βέη: σαν περιεχόμενο συνθέτει αντίθετα (γι’ αυτό και η αναφορά στο Δανό φιλόσοφο υπαρξιστή Σέρεν Κίρκεγκορ), σαν μορφή εξακολουθεί όπως και στα προηγούμενα ποιητικά του πονήματα να εκφράζεται με πλουραλισμό, αναμιγνύοντας αναμορφωμένους παλιότερους εκφραστικούς τρόπους με νεωτερικές επιλογές, με τρόπο ενταγμένο πάντα στο προσωπικό ύφος του:

[...]
λήθη του κόσμου του θεού μνήμη, του θεού λήθη
του κόσμου μνήμη, ναι, ως εκεί που το μάτι φτάνει,
Σαίρεν, κείμενο ανοιχτό βιβλίο απόγειο
της φύσης, μπαινοβγαίνουμε στους καιρούς παράγραφοι
ως κρίματα, ως κύματα ποτισμένα με όναρ
χρεωμένοι τα τοπία των λυγμών, φιλάγρυπνοι.

(από το ‘οπτικό’ σονέτο «Ναύπλιο»)

Η εντύπωση που μένει μετά την ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής Για ένα πιάτο χόρτα είναι ότι ο Γιώργος Βέης προσθέτει το 13ο κατά σειρά ποιητικό του βιβλίο στον κορμό του έργου του με συνέπεια, συνεχίζοντας από κει που σταμάτησε (Βλέπω) την εκδοτική του προσπάθεια. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί σαφώς μία προσθήκη ενταγμένη στο ευρύτερο δημιουργικό πλαίσιό του, μέσα στο οποίο συνυπάρχουν η ποίηση και το δοκίμιο με νόμους, κανόνες και θέματα αντλημένα από το πλούσιο κοσμοπολίτικο ρεπερτόριό του.

Βαγγέλης Δημητριάδης


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Οκτωβρίου 2016