Εκτύπωση του άρθρου

(Ι)

ΤΟ ΕΝΥΠΝΙΟΝ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΛΑΓΙΟΥ 

 
Του ονείρου αυτού το δώρο δεν υποφέρω.
Προφέρω
λέξεις να γίνουν τραγουδάκια
–κλαδάκια
του φωτός– να’ ρθούν για να δειπνήσω
στο δισκοπότηρο της γλώσσας να ξυπνήσω.
 
Σάρκα και αίμα η λαλιά· πού πήγαν; Εάν
ήδη, το Παν
μ’ έχει προδώσει κι έχω χάσει
τη σχάση
ενός πυρήνα που μου φώτιζε το στήθος
αχ πως θα ζήσω δίχως των λέξεων το ήθος;
 
Τι συμβαίνει; Μ’ έχουν τυλίξει οι αιώνες;
Κυκλώνες
στου ημερολογίου τη λήξη.
Θα εκπλήξει
τους φίλους η αναχώρησή μου; Σ’ ένα
σταθμό ο εαυτός μου ντύθηκε στην πένα
 
και με βαλίτσα, ορθός, το τρένο περιμένει.
Ποιός μένει
μέσα στο μαύρο μου κοστούμι;
Αν του μι-
λήσω θα μ’ ακούσει; Πρέπει να πάω μπρος
ή πίσω, στη ράχη ενός ωραίου Αλμπατρός
 
λυγμών; Κυλάει των αιώνων το φραγγέλιο
με γέλιο·
φριχτό μου φόρεσε στεφάνι
(παντεσπάνι
σιγής κρατώ – το γλύκισμα του απείρου).
Μέσα στη σάλα των ωρών κάνω μια πιρου-
 
έττα, ν’ ανάψει προσευχή (ωσάν καντήλι
στα χείλη
–ευχή μιανού που αγάπησα;)
στην πίσσα
της νυκτός μου (στην τόση στάχτη), η φωνή
απ’ των αιθέρων να γλιστρήσει το χωνί :
   
Δέσποινα τ’ ουρανού, στη γη ζητούσα
μια μούσα.
Μονάχα εκείνης είχα χρεία·
η λατρεία
σ’ αυτήν. Τώρα, σπλαχνίσου το παιδί σου
που –κοίτα– τρέμει στο σπιτάκι της αβύσσου
 
κι άκουσε το πικρό μουρμούρισμά μου.
Τ’ όνομά μου
Ηλίας –ένας ιππότης δίχως ξίφος.
(Το ύφος
γύρεψα ή στρείδι με λαμπρό μαργαριτάρι;)
Του Παραδείσου δεν ζουλεύω το χορτάρι.
 
Αχ δος μου στήθος πάλι, δος μου λόγια
σε υπόγεια
νερά να φτιάχνω μουζικούλες
–βαρκούλες
στα ρηχά· να ναυαγούνε. Zητιάνεψα το χάδι
σαν ψωμάκι. Του ελέους σου πλέξε το υφάδι.
 
(Έσκυψεν  η Κυρά. Το διαμαντένιο δάκρυ
στην άκρη
του Σύμπαντος εκύλησε. Το ακούω.
Υπακούω
σε ό,τι ευδόκησες –καλή– να του παραχωρήσω:
μέσα στο ποίημα αυτό, Υιό σου να τον χρίσω.
 
Κι έτσι γλυκά και με της ρίμας μου τις νύξεις
–μίξεις
από κρινάκια κι από αγκάθια–
η παθια-
σμένη του φωνή ν’ αναστηθεί στο στόμα
ωσάν του έαρος λαλιά σε δανεισμένο σώμα.)
 
       Από το τρένο του Οκτώβρη κατεβαίνω.
       Πεπρωμένο
       ένα μπαλκόνι στην οδό Βεϊκου.
       Η οικου-
       μένη με κοιτά· και η αιώρα τ’ ουρανού
       εδώ από κάτω: περιμένω καποιανού                                   
 
                αγγέλου το σινιάλο – να πηδήσω.
                (Ηλίας-Ήλιος: στις δώδεκα θα δύσω)

(II)

EΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
(μετάφραση Κ.Λ)

280
Αισθάνθηκα μες το μυαλό μου μια κηδεία,
κι όσοι πενθούσαν μπρος και πίσω
έσερναν κι έσερναν το βήμα ώσπου μου ε-
φάνη ότι το Νόημα κράταγε το ίσο.

Κι όταν πια όλοι τους είχανε καθίσει,
μια θεία λειτουργία σαν τυμπάνου
χτύπος, θρηνούσε και θρηνούσε, έτσι που νό-
μισα θα παραλύσει ο νους μου ως επάνου.

Τους άκουσα τότε να σηκώνουνε μια κούτα
Και τρίζοντας, μου διασχίζαν την ψυχή
Φορώντας τις ίδιες μολυβένιες μπότες, πάλι,
Και ξάφνου το Σύμπαν άρχισε να ηχεί

Ωσάν οι ουρανοί να 'ταν καμπάνα,
κι η ύπαρξη μονάχα εν' αυτί,
παράξενη φυλή η σιωπή κι ο εαυτός μου
ναυαγισμένοι στην έρημο αυτή.

Εθραύστη τότε μία της λογικής σανίδα,
κι έπεφτα -είδα- χαμηλά, πιο χαμηλά,
κι η κάθε μου βουτιά χτυπούσε σ' έναν κόσμο,
κι ως τέλειωσεν η πτώση, γνώριζα πια.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη


Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Φεβρουαρίου 2006