Εκτύπωση του άρθρου

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

Μια ομιλία  - τώρα μονόλογος - με θέμα εκτός θέματος

Η Ποίηση και το υλικό της: η πολλαπλή πραγματικότητα

(Ομιλία σε εκδήλωση της Ελληνικής Εταιρείας Φαινομενολογίας και Ανάλυσης, που έγινε το Νοέμβριο του 2007)

 

Έχω το χάρισμα μιας κάποιας ιδιαίτερης δεξιότητας στο να συλλαμβάνω και να διατυπώνω πράγματα που δεν κατέχω: γράφω ποίηση. Για να μιλήσω, λοιπόν, τώρα  περί των τόπων της πραγματικότητας στην ποίηση, δηλ. περί των ορυχείων του υλικού της,  πρέπει, οπωσδήποτε, να παρεμβάλλω και στίχους - εφόσον μόνο οι στίχοι  μπορούν να διευκρινίσουν κάπως ό,τι δεν ερμηνεύεται γενικώς αποδεκτά.
 
Κατ’ αρχήν, πιστεύω στην πολλαπλότητα και της πραγματικότητας και της προσωπικότητας.
Ως άνθρωπος ξέρω και δηλώνω, επηρμένα και ταπεινά, σε ένα ποίημα:
Είμαι πολλά, μα αγνοώ τη χρήση μου…
 Ως δημιουργός, πάντως, υποψιάζομαι κάτι περισσότερο για την πιθανή μου χρηστικότητα και συμπληρώνω έκπληκτη (σε άλλο ποίημα):
Είμαι, προφανώς, εργαλείο:/Κάτι θα πρέπει ν’ ανοίγω…  
 
Για τον δημιουργό, τον ποιητή συγκεκριμένα, έχω αρκετά ξεκάθαρη εικόνα. Ξέρω ότι ο ποιητής είναι ένας ευτυχής δέκτης σημάτων - που έρχονται από παντού - κι έχει την παράξενη υποχρέωση, χωρίς να μπορεί να τα αποκρυπτογραφήσει, να τα κρυπτογραφεί σε δεύτερο κώδικα,  (στον δικό του), για να κρυπτογραφηθούν αργότερα σε τρίτο (από τον αναγνώστη). Αυτό και μόνο το γεγονός, προϋποθέτει την ύπαρξη πολλαπλών πραγματικοτήτων.
 
Ονομάζω τον ποιητή, με σεβασμό και λύπη, «λεπτουργό». Στο ομώνυμο ποίημα εκείνος και οι πραγματικότητές του περιγράφονται ως εξής:
 
Ο λεπτουργός, εξόριστος στον αμμώδη χρόνο
Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος,
Τυραννιέται απ’ τη διπλή του φύση.
Είναι ένα ον με τιμή ανθρώπου και χρέος θεού.
 Με πόθο σφαίρας και μνήμη θηράματος.
 Σε δρόμο αγγέλου και κατοικία αράχνης.
Σε ενοχή βράχου και μετάνοια θάλασσας.
Για δόξα μονοκράτορα κι απολαβές σκουληκιού.
 Για ζωή άνεμο και θάνατο φωτιάς.
 
Ο λεπτουργός εκτίει την ζωή του.
 Έγκλειστος στο τρομώδες άσπρο εκτός φάσματος.
Κυρίως τοίχοι γύρω.
 Υπερδιπλάσιοι απ’ τους ορίζοντες τον χώρο.
 Προβλέποντας άγνωστες διαστάσεις.
 
Μια προβολή τρέχει ταχύτατα στους τοίχους.
 Ακατανόητες εικόνες σ’ αδιάκοπη διαδοχή.
Άπειρα γεγονότα και παραλλαγές, συμπαντικά κι ασήμαντα.
Συμβαίνοντας όλα ταυτόχρονα, σημαίνοντας όλα, συγκλίνοντας.
 
Αριστερά, ένα τραπέζι.
 Πάνω του, εύφορα χαρτιά, όπου το μηρυκαστικό του κάποτε,
Βόσκει ανύποπτο το τίποτα.
Κάτω απ’ το τραπέζι, άλλο φάντασμα.
 Ο σκύλος – φύλακας του τίποτα, γρυλίζει στο ποτέ.
Άγρυπνος, παρακολουθώντας με τα χίλια μάτια του των πεθαμένων.
 
Μπροστά, μια ξύλινη καρέκλα.
Σαν πρόσθετο μέλος την φοράει ο λεπτουργός να στηριχτεί.
Καθώς ο νους του με στροβίλους θείου, μίλια, άρρυθμα,
Διατρέχει την ιλιγγιώδη έρημο από σκόνη ανθρώπου.
 
Στα δεξιά, πυκνώνοντας το άδειο, θύελλα σε στάση.
Αθέατη η τρίτη Μοίρα εργάζεται.
Το Έργο είναι ακόμα μονάχα στα σημεία στίξης ορατό.
Κυρίως παύσεις και σκοτάδια.
Τ’ αληθινό του μέγεθος, πέρα απ’ τη ζωή αυτή.
Σε λίγο, θα δοθεί στον λεπτουργό.(…)
 
Αυτή τη στιγμή, εκπροσωπώ τον λεπτουργό, γιατί αυτός είναι εδώ που έχει άμεση αντίληψη της πολλαπλότητας της πραγματικότητας.
Αλλά στην ποίηση,  ακόμα και οι καθημερινές ενασχολήσεις  μπορούν να συλληφθούν και να περιγραφούν ως χειρισμοί πολλαπλών  πραγματικοτήτων σε παράλληλους χρόνους: Γράφω σε άλλο ποίημα – όχι τώρα ως δημιουργός, αλλά ως νοικοκυρά:
 
Τότε κινήθηκα οριζόντια και κάθετα, ταχτοποιώντας. Τα πιάτα στην πιατοθήκη, τα βιβλία στην βιβλιοθήκη, τα μυστικά στις ρωγμές, τα παιδιά στον Καιάδα, τα του Θεού στον Θεό.
Περιέγραψα με γυμνά χέρια τα δώρα του χάους: Τα πράγματά μας κατ’ εικόνα και ομοίωση. Απομάκρυνα προς στιγμήν τη σκόνη κι ό, τι υπαινίσσεται.(…)
 
Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί να διαγνώσει και να διαχειριστεί ισότιμα πολλές παράλληλες και υπάλληλες πραγματικότητες, προσπαθεί να κινηθεί στους τόπους τους, και να εντοπίσει μέρη του αενάως κινούμενου παζλ της ψυχής. Κάπου, κάνω παραλληλισμό της ποιητικής όρασης με τον σύνθετο οφθαλμό της μύγας:
 
 Το μάτι της μύγας, / Φυλάξου, / Συνθέτει αλλιώς τον εδώδιμο κόσμο. (…)
 
Πέρα από αυτή την αναφορά στη λειτουργία της Ποίησης, θέλω να επιμείνω λίγο ακόμα και στη σχιζοειδή προσωπικότητα του ποιητή.
Όπως θα καταλάβατε ήδη, εγώ είμαι ένας άλλος[1] ή μάλλον αρκετοί άλλοι. Εγώ προσωπικά, μάλλον εμείς προσωπικά, έχουμε πάντα έναν ανοιχτό και γόνιμο διάλογο μεταξύ μας:
 
Μη με φοβάσαι, μη με φοβίζεις

Είμαι

Είσαι ακόμα εδώ.
 
Φύλακας και παγιδευμένος
Τι φυλάω κι από ποιόν.
Θα με κλέψουν
Οι θάνατοι, ο Θάνατος, η Ιστορία.
Αυτό το παράθυρο με τη θέα
Που δεν θα υπάρξει πριν βρεθώ
Σκίζοντας μέσα της.
 
Πολλές φορές, στο διάλογο υπεισέρχονται και σχόλια τρίτων:
Γράφω σε άλλο ποίημα, απευθυνομένη στον εαυτό μου, παρακολουθώντας τον ως παρατηρητής, σαν να μη με αφορά, και σχολιάζοντάς τον, αποστασιοποιημένη:
 
Νάνι - νάνι, μη φοβάσαι μωρό μου. Είναι γενική δοκιμή. Αποστηθίζει τα λόγια του. Κάνει θόρυβο. Κάνει πως κάτι κάνει. Νανουρίζεται. Νάνι - νάνι. (Θα πεθάνει. Τη νύχτα στον ύπνο του. Το πρωί πάλι βήχοντας, θ’ ανοίξει τα μάτια. Σε άλλη ζωή. Σε άλλη, παράλληλη ζωή.)(…)
 
Όμως, ας μη θεωρηθεί ότι σας παρουσιάζω τον ποιητή (και, συγκεκριμένα εδώ, τον εαυτό μου) ως κλινική περίπτωση. Θέλω να πω ότι πιστεύω -και μάλιστα το θεωρώ αυτονόητο - πως όλοι,  ανεξαιρέτως, διαθέτουμε και διαχειριζόμαστε μια πολλαπλή προσωπικότητα. Πώς αλλιώς θα γινόταν, εφόσον όλοι ενοικούμε σε μια  πολλαπλή πραγματικότητα, που διαρκώς τη διαμορφώνουμε και διαρκώς μας διαμορφώνει; Και αντιθέτως, πιστεύω ότι δεν  υπάρχει κανένας με αυτό που ονομάζουμε νορμάλ, δηλαδή, μονόχορδη προσωπικότητα.
Από τον πιο απλό χαρακτήρα μέχρι τον πιο περίπλοκο, όλοι, ανεξαιρέτως, παρουσιάζουμε αδιάκοπα διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μας, ανάλογα με το συνομιλητή, το χώρο, το χρόνο, τις καιρικές και κοινωνικές συνθήκες, τη φυσική και ψυχολογική κατάσταση εκείνης της στιγμής, τη δική μας ή του συνομιλητή μας.
Επίσης, κανένας μας δεν σκέφτεται / δρα / αντιδρά /ως μονάδα. Στο πρόσωπό μας συναντάται πάντα ένα πλήθος ανθρώπων, οδηγούμαστε από αυτά που έχουμε διαβάσει, μάθει, ξεχάσει, ανακαλύψει. Ενεργούμε κατά άδηλη εντολή του πατέρα μας, συναισθανόμαστε πράγματα εκ μέρους της μητέρας μας, έχουμε ενοχές για λογαριασμό όλου του ανθρώπινου είδους, μας επηρεάζουν ακόμα και βιώματα και αναμνήσεις άλλων ειδών, ακόμα και ανόργανων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μας συνεχίζουμε να εκπροσωπούμε και πολλούς άλλους. Και έχουμε την ψευδαίσθηση πως «αυτενεργούμε», ενώ, στην κάθε μας κίνηση παρίστανται, επιβλέπουν και κινούν τα νήματα συνεταίροι ή συμπαίκτες μας σ’ αυτή τη ζωή. Ή και στις άλλες.
Ως έμβρυο, ακολουθήσαμε τα εξελικτικά στάδια της οντογένειας παράλληλα με τα της φυλογένειας. Ως ολοκληρωμένος οργανισμός, διατηρούμε πάντα τη σύνδεσή μας με το όλον, κι ας μην περνάει αυτό στο συνειδητό μας.
 
Θυμάμαι / όταν λείπω στον ύπνο/ αντικαθιστώ κάποιον απ’ τους προγόνους:/ μιαν αμοιβάδα, έναν τριλοβίτη / ένα σφυγμό ρηχό στον όγκο των νερών, / κάτι αδρανές και πολυμερισμένο που ονειρεύεται / χημικούς έρωτες, ανομολόγητους. (…)
 
Οι γνώσεις μου περί συνειδητού και ασυνείδητου είναι μάλλον δημοσιογραφικού επιπέδου. Ξέρω λ.χ. ότι το συνειδητό μπορεί να επεξεργαστεί 6 πληροφορίες / λεπτό, ενώ το υποσυνείδητο κάπου 11 εκατομμύρια.
Αλλά γνωρίζω καλά ότι ο ύπνος, οθόνη προβολής του υποσυνείδητου, είναι μια απύθμενη δεξαμενή υλικού προς διερεύνηση και επεξεργασία.
Ακόμα και οι πιο στεγνοί και στυγνοί πραγματιστές δεν μπορούν να αποφύγουν τα εκτός ελέγχου, άγνωστα, σουρεαλιστικά στοιχεία στα όνειρά τους τη νύχτα, να δουν άλλες εκδοχές της πραγματικότητας, να εμπλακούν σε καταστάσεις, πολύ πειστικές στη γεγονότητά τους (– μόλις έμαθα τον όρο, δεν ξέρω αν τον χρησιμοποιώ σωστά, ταιριάζει, όμως, εδώ). 
 
Όλοι έχουμε ανάγκη πολλές εκδοχές της πραγματικότητας – όσες μπορεί να προσλάβει και να αντέξει ο καθένας. (Αυτό που δεν μπορεί να αντέξει κανείς, στην πραγματικότητα,  είναι μια μονοσήμαντη πραγματικότητα).
Γι αυτό το λόγο, ο ύπνος και η Τέχνη είναι τα δυο μας καταφύγια. Μας είναι και τα δυο απαραίτητα για να ανανεώνουμε, να ξεχνάμε και να βρίσκουμε τον εαυτό μας: Τέχνη και ύπνος είναι οι δυο χαρισματικές καταστάσεις που φωτίζουν (και, αν χρειάζεται, συσκοτίζουν ή μεταμφιέζουν) τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας, και μας επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά – οι ολιγαρκείς ή να πλουτίσουμε – οι άπληστοι.
 
Όπως και να ’χει, ο ύπνος, αυτό το μυστηριώδες μεσοδιάστημα, μοιάζει να είναι ένας χώρος καθαρτηρίου: εκεί συνωστίζονται και παλεύουν αμέτρητες εικόνες και ιδέες (υπάρξεις προγόνων, συγχρόνων και απογόνων, ζώων, φυτών, ανόργανων, φυσικών φαινομένων, κ.ο.κ. σε διάφορα στάδια σύνθεσης και αποσύνθεσης).
Και αυτές που επικρατούν, κατορθώνουν να ενσωματωθούν (προσωρινά ή για πάντα) στην, έτσι κι αλλιώς, πολλαπλή προσωπικότητα της επόμενης ημέρας.
 
Όσον αφορά στην Τέχνη: στα βιβλία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, ζούμε ζωές άλλων, πολλαπλασιάζουμε τη δική μας. Η ζωγραφική και η μουσική  μάς ανοίγουν παράθυρα να δούμε ή να αφουγκραστούμε άλλες διαστάσεις.
Η φύση της φαντασίας που παράγει την Τέχνη, τις εναλλακτικές πραγματικότητες της ζωής είναι πρωτεϊκή - στην πραγματικότητα, πιστεύω, δεν υπάρχει φαντασία: πρόκειται μάλλον για μνήμη, για μια αμφίδρομη μνημονική διεργασία. Δεν φανταζόμαστε κάτι× απλά, αιφνίδια θυμόμαστε κάτι – κι η Τέχνη συνθέτει αυτά τα κάτι σε άπειρες διαφορετικές εκδοχές.
Κι ανάμεσα στις Τέχνες, η Ποίηση, η πιο λιτή, η πιο εξειδικευμένη στη σύλληψη και το χειρισμό του μη ορατού, είναι αυτή η οποία αδιάκοπα κωδικοποιεί τη γνώση πριν από τη γνώση που επαναποκαλύπτεται στον άνθρωπο σιγά σιγά, μέσω της επιστήμης.
 
Όσον αφορά στον ύπνο, πάλι: έχω παρατηρήσει πως τα μωρά και οι γέροι γλιστρούν στον ύπνο πιο εύκολα, ίσως επειδή βρίσκονται κοντά στις δυο άκρες της ανυπαρξίας. Υπάρχει όμως ανυπαρξία;
Σκέφτομαι πως αφού και στον ύπνο αγάλλεσαι, θλίβεσαι, τρομάζεις, το ίδιο έντονα – αν όχι και περισσότερο – χωρίς σώμα, πρώτον, οι πραγματικότητες του ύπνου είναι εξίσου πραγματικές με τις πραγματικότητες της εγρήγορσης.
Και, δεύτερον – μια πολύ ενδιαφέρουσα, νομίζω, αποκάλυψη που μου έγινε: δεν υπάρχει εδώ κάτι που μας επιβεβαιώνει ότι η ζωή συνεχίζεται και παράλληλα, και μετά θάνατον;
 
Σκέφτομαι και κάτι άλλο: αυτές οι, ας πούμε τόσες χιλιάδες μέρες μας, που κόβονται από τις, ας πούμε,  τόσες χιλιάδες νύχτες μας, μήπως και εξαντλούν τη θητεία μας στην πορεία προς την τελείωση και είναι αυτός ο κύκλος των μετεμψυχώσεων;
Μήπως, δηλαδή, έχουμε επιπλέον και αλλεπάλληλες ζωές που διακλαδίζονται αέναα στον ύπνο; 
Η ζωή μας, μπορεί να μην είναι μία και αφηγουμένη τον εαυτό της σ’ αυτά τα συγκεκριμένα δισεκατομμύρια καρέ, αλλά δισεκατομμύρια ζωές σε αυστηρή και αδιάσπαστη αλληλουχία, σε μια αδιανόητη αντίληψη του χρόνου…
(Αλλά ξεφεύγω πολύ από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα του σημερινού θέματος. Η άγνωστη χώρα του ύπνου και οι πολλαπλές της πραγματικότητες θα μπορούσαν να είναι θέμα κάποιας άλλης ημερίδας ή, μάλλον, πολλών νυχτερίδων...)
 
Σταματώ λοιπόν, ή μάλλον, νομίζω πως σταματώ, εφόσον κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει πού ακριβώς σταματάνε τα όρια μεταξύ των πραγματικοτήτων…
 
Παυλίνα Παμπούδη


[1] Πωλ Βαλερύ

Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Ιανουαρίου 2008