Εκτύπωση του άρθρου

Ποιητική ελληνομάθεια  (Σημειώσεις για τον σύγχρονο κυπριακό λυρισμό)                                                                 
                                                                        
Μας κλειδώνει ένα κλειδί, μας πληγώνει η ίδια σφαίρα
τόσο που η μόνη συμφιλίωση κοιμάται ανενόχλητη στην αγκαλιά σου 
                                                                                                            
Μαρία Θωμά, "H μόνη συμφιλίωση

Γράφει: ο ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ 
                                         
                        
                                                                     I 
Ασφαλώς, δεν είναι η πρώτη φορά που ελλαδικό περιοδικό αφιερώνει τις σελίδες του  στην παρουσίαση της λογοτεχνίας της Κύπρου.Απ’ όσο θυμάμαι, στη δεκαετία ή τη δεκαπενταετία που μας πέρασε και η λέξη παρουσίασε δυο τεύχη της,το ένα γενικά στην ποίηση και στην πεζογραφία της νήσου, το άλλο στον Κώστα Μόντη. Επίσης, παρακάμπτοντας τις λιγοσέλιδες αναφορές της αθηναϊκής Ομπρέλας, εκτεταμένα αφιερώματα έκαναν ο κερκυραϊκός Πόρφυρας και η λαρισινή Γραφή .Συνεπώς το ήδη ενός έτους –δημοσιευμένο τον Ιανουάριο του 2005-τεύχος της Παρέμβασης του γηγενούς κοζανίτη λόγιου Βασίλη Καραγιάννη που παρουσιάζουμε σήμερα, με τον τίτλο «Η Κύπρος και η ποίησή της σήμερα», δεν άπλωσε τις ρίζες του σε ανοίκειο έδαφος.Ο αναγνώστης της κοζανίτικης αλλά και της μακεδονικής ενδοχώρας , ιδίως ο φιλέρευνος και υποψιασμένος , έχοντας  κάποια τουλάχιστον από αυτά υπ’ όψη του , ως σχετική προπαιδεία,  μπορεί να στηριχτεί σ’  ένα υπολογίσιμο πεδίο λογοτεχνικών αναφορών επί του θέματος.Όμως πρέπει να πούμε ότι το εν λόγω αφιέρωμα της Παρέμβασης δεν είναι υπό προϋποθέσεις, γιατί δεν περιλαμβάνει άρθρα και εισαγωγικά που επιτάσσουν μια φιλολογική γνώση. Απευθύνεται κυρίως στον απροειδοποίητο αναγνώστη, σ’ αυτόν που η Παρέμβαση έρχεται μάλλον τυχαία στα χέρια του ,προσφέροντάς του μια βατή, εισαγωγική προοπτική στην κυπριακή ποίηση .Μια πρώτη επαφή με μια λογοτεχνία ομόγλωσση μεν που όμως κατά το παρελθόν ίσως είχε κάμποσες δευτερεύουσες διαφορές με την, ας πούμε, μητροπολιτική, του ελλαδικού κέντρου
. 
     Με την πάροδο των ετών και με την καλώς ή κακώς εννοούμενη ομογενοποίηση οι διαφορές αυτές ολοένα και περισσότερο εκλείπουν, χωρίς ωστόσο να εξαφανίζονται. Και τούτο, βέβαια, τύχη αγαθή, οφείλεται στον εξακολουθητικά πατριδοκεντρικό χαρακτήρα ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης ποίησης και της πεζογραφίας της νήσου. Λίγο οι ιδιοτροπίες και οι αναλγησίες της ιστορίας ,λίγο το στρατηγικό σημείο όπου κείται, στο νοτιοανατολικό άκρο της Μεσογείου ,λίγο η σύμμειξη των προσωπικών και των συλλογικών εμπειριών των Κυπρίων ,σε έναν γεωγραφικό τόπο όπου η έκλυση της συμπάθειας και της αντιπάθειας είναι πολλές φορές ο κανόνας της καθημερινότητας. Όλα αυτά συνετέλεσαν (παρά το ότι οι τρέχουσες επικοινωνίες και οι συνάφειες ευνοούν παγκοσμίως το αντίθετο ,δηλαδή την άμβλυνση των ιδιαιτεροτήτων και την πολιτισμική εξομοίωση  ) στο να δημιουργείται στη νήσο και στους λογοτέχνες της η ζήτηση μιας πιο ευκρινούς υπαρξιακής ταυτότητας .´Η, διαφορετικά, προβάλλει μια γενικότερη ανάγκη συσπείρωσης και αυτογνωσίας ,κάτι που σπρώχνει την ποιητική φαντασία να αντιπαραθέσει την κυπριακή ιδιαιτερότητα (άλλοτε υπογραμμισμένη δραματικά και άλλοτε διογκωμένη και εξημμένη ειρωνικά ) στην βαθύτερη οδύνη για τις τροπές που είχε τις τελευταίες δεκαετίες η συλλογική μοίρα
. 
     Από εκεί άλλωστε και η παράδοξη και ανεξήγητη για τους πολλούς, “αναβίωση” του ιδιωματικού λυρισμού , ιδίως μεταξύ των ποιητών που είναι σήμερα μεταξύ πενήντα και εβδομήντα ετών και που εμφανίστηκαν στα γράμματα γύρω στα επικά χρόνια της Ανεξαρτησίας και ,στη συνέχεια ,γύρω στο τραγικό σημείο ναδίρ της τουρκικής εισβολής. Μπορεί να φαντάζει αυτή η αναβίωση παράδοξη και ανεξήγητη ,γιατί άρχισε να κυοφορείται και να ανθοφορεί σε μια εποχή όπου η ενορατική παράδοση του γενάρχη Βασίλη Μιχαηλίδη έδειχνε να εξαντλείται και όπου η ομόλογη παράδοση των λαϊκών ποιητάρηδων έμοιαζε μάλλον γραφική .Έτσι όμως κι αλλιώς, για μένα η επανεμφάνιση της ιδιωματικής ,έμμετρης και ομοιοκατάληκτης ποίησης που έγραφε πληθωρικά ο Κώστας Μόντης, μετά την εισβολή, και που συνεχίζουν να γράφουν  - πλάι στην “πεπαιδευμένη ”- ο Κώστας Βασιλείου, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Μιχάλης Πασιαρδής, η Αντριάνα Ιεροδιακόνου, ο Μιχάλης Πιερής, η Νάσα Παταπίου , ο Σάββας Παύλου, κ.α.δεν είναι ακριβώς η αναβίωση του παλαιού ,αυθόρμητου τρόπου λυρικής έκφρασης .Είναι ευνόητο πως δεν μπορείς να γράψεις όπως ο Μιχαηλίδης, όπως δεν μπορείς-με άλλες αναλογίες- να γράψεις όπως ο Σολωμός και ο Σικελιανός.Περισσότερο , λοιπόν, η νέα ιδιωματική ποίηση που προέκυψε ως απόληξη ενός βαθύτερου αιτήματος αυτογνωσίας, μου φαίνεται σαν συνειδητή άσκηση ή σαν τόρνευση ενός νέου γλωσσικού και ηθικού φρονήματος της ζωής - αν και πάνω σε δοκιμασμένες για την αντοχή τους φόρμες
. 
                                                                 ΙΙ  
  
 

       Ένα μικρό ανθολόγιο της σύγχρονης κυπριακής ποίησης αποτελεί ουσιαστικά το τεύχος της Παρέμβασης .Μπορεί να μην είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό (λείπουν,για διάφορους λόγους, η Παταπίου,ο Γιώργος Μοράρης,η ´Ελενα Τουμαζή,η Ελένη Θεοχάρους,ο Θεοκλής Κουγιάλης,η Ιεροδιακόνου,κ.α.) ,όμως με μερικές θεραπείες των παραλείψεων, όπως και με μια ή δυο αφαιρέσεις ,πιστεύω ότι προσφέρει μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα : του ποία είναι η δυναμική της σύγχρονης κυπριακής ποίησης και του τι μπορεί να εισφέρει σήμερα στην ευρύτερη ελληνική.Και λέω σχεδόν, γιατί ο αναγνώστης της Παρέμβασης θα πρέπει να έχει υπ’ όψη του ότι στις επιλογές των ανθολόγων ίσχυσαν δυο άδηλα κριτήρια με βάση τα οποία πραγματοποιήθηκε η σύνθεση των πενήντα δυο ποιητών και ποιητριών.Το πρώτο από τα κριτήρια ,το να στεγάζει δηλαδή το αφιέρωμα ζώντες και μόνο ,θα έλεγα πως δεν πρέπει να μας ξενίζει και τόσο πολύ.Έχω υπ’ όψη μου ανάλογες ανθολογίες ,πρόσφατα από τη Φινλανδία ,τη Σουηδία και την Ιρλανδία ,αλλά επίσης ανθολογίες που πέρασαν στο διαδίκτυο ,όπου εμφανίζονται μόνο ζώντες ποιητές.Το δεύτερο όμως από τα άδηλα κριτήρια ,μολονότι ως ζήτημα έχει προκύψει στα τελευταία και μόνο χρόνια ,θέλει περισσότερη διερεύνηση. Εννοώ, το αν σε ανθολογήσεις όπως αυτές υπεισέρχονται εκτός από τους αξιολογικούς  και οι εθνοτικοί όροι · αν, με άλλα λόγια , θα πρέπει να συνυπάρχουν οι τουρκοκύπριοι με τους ελληνοκύπριους . 
      Πρόταση διόλου εύκολη στην εφαρμογή της, γιατί ο ιστορικός παράγοντας έχει επηρεάσει τα μέγιστα τη διαμόρφωση της σύγχρονης κυπριακής κουλτούρας . Γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη αξιόλογων νέων στην ηλικία , τουρκοκύπριων ποιητών που χειρίζονται και την ελληνική ,το ζήτημα βρίσκεται στο αν και κατά πόσο έχουν κοινή την λυρική παράδοση των τελευταίων τριάντα –σαράντα χρόνων (πράγμα για το οποίο δεν έχω πειστεί ) ,και από αν και κατά πόσο η γλώσσα και οι θεματικές τους μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεξεταστούν με τους θεματικούς και γλωσσικούς κύκλους των ελληνοκυπρίων.Να σημειώσω εδώ ότι έχω αντιληφθεί τον τελευταίο καιρό μια ευνόητη προσπάθεια που ενδεχομένως να έχει ξεκινήσει από στρατηγικές πολιτικής φύσεως ,να ενσωματωθούν ή να επανενταχθούν ορισμένοι τουρκικής καταγωγής λογοτέχνες και λόγιοι στο κυπριακό πολιτισμικό παρόν. Όμως, σε έναν τόπο, όπως η Κύπρος, με συνεχείς μέσα στην ιστορία πολιτισμικές διασταυρώσεις και ωσμώσεις ,κατά τη γνώμη μου πάντοτε, είναι προτιμότερο να αφήνουμε τα ζητήματα κουλτούρας να αναπτύσσουν τη δική τους δυναμική και τις δικές τους συμμαχίες 1.Έχοντας αυτό το δεδομένο κατά νου , βρίσκουμε στο ανθολόγιο είκοσι ποιήτριες και τριανταδύο ποιητές, αθροιστικά,που αντιπροσωπεύονται από ένα έως δυο ποιήματα. Γηραιότεροι ανάμεσά τους ο Κώστας  Κύρρης (γεν.1927),και έπειτα η Κλαίρη Αγγελίδου (γεν.1932) και ο Ανδρέα Παστελλά (επίσης το ‘ 32) και νεώτερες τέσσερις κοπέλες που μάλλον κατά σύμπτωση γεννήθηκαν το ‘ 80 :η Χριστίνα Γεωργίου, η Μαρία Θωμά ,η Φλώρα Κυπριανού και η Μαρία Σιακαλλή .Μάλιστα ,η συστέγαση τόσων νέων στην ηλικία ποιητών έχει ήδη επισημανθεί ως βασική ιδιοτυπία του αφιερώματος αυτού, από τον Γιώργο Μύαρη, ανθολόγο και εκπαιδευτικό που αν και κερκυραϊκής καταγωγής έχει πλέον πολιτογραφηθεί Κύπριος. Στο προλογικό του σημείωμα που διαβάστηκε στην Καστελιώτισσα της Λευκωσίας,τον Μάρτιο του 2005, με την ευκαιρία της δημόσιας παρουσίασης του εν λόγω ειδικού αφιερώματος της Παρέμβασης ,αφού αναφέρει ότι ως ανθολόγοι (αυτός και η Δέσποινα Νικολάου)  τήρησαν γενικά τη σχηματική διάκριση των σύγχρονων ποιητών της Κύπρου σε γενιές που συνδυάζονται με τα αντίστοιχα κορυφαία και εμβληματικά ιστορικά γεγονότα (γενιά της Ανεξαρτησίας, γενιά της Εισβολής), πρόσθεσαν μια σχετικά πολυάριθμη ομάδα νεώτερων ποιητών. Κάτι που νομίζω ότι χρειάζεται να τονιστεί, γιατί έτσι, εν σώματι, δεν έχουν εμφανιστεί άλλοτε σε λογοτεχνικό περιοδικό του μητροπολιτικού κέντρου κύπριοι ποιητές αυτής της ηλικίας. 
                   Συγχρόνως με τη συνύπαρξη των διαφορετικών γενεών και τεχνοτροπιών, 
                   επιμείναμε και δώσαμε ιδιαίτερο  βάρος στην παρουσίαση ποιημάτων νέων 
                   δημιουργών, γι’ αυτό και οι μισοί ανθολογούμενοι είναι νέοι.Κι αυτό  
               αποτελεί ένα κύριο χαρακτηριστικό του αφιερώματος1α 
                                                                       ΙΙΙ 

      Για ορισμένες από τις προτάσεις του ανθολόγιου και των ανθολόγων κρατώ τις επιφυλάξεις μου.Λόγου χάριν, δεν ξέρω αν ορισμένοι από τους νεώτερους κύπριους ποιητές θα στεγαστούν τελικά κάτω από τον όρο γενιά του ’90 –σημαίνει τίποτε ευρύτερης σημασίας το ‘ 90,όπως κατ’ αναλογία η Ανεξαρτησία και η τουρκική εισβολή ; ´Αλλωστε, ας μου επιτραπεί να ομολογήσω ότι αμφιβάλλω ολοένα και περισσότερο ,όσο περνούν τα χρόνια , για τη χρησιμότητα των ανά δεκαετία ή εικοσαετία κατατάξεων σε λογοτεχνικές γενιές ,εκτός και αν ο ορισμός βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα των ποιητικών ομάδων και γίνεται αποδεκτός από τους εκπροσώπους τους. Γεγονός όμως παραμένει  –κι αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω ,καταθέτοντας επίσης τη δική μου αναγνωστική και κριτική αυτοψία- ότι έχουν παρουσιαστεί πολλοί και καλοί ποιητές στην Κύπρο κατά τα τελευταία χρόνια . Την ευρύτερη ομάδα των ποιητών που γραμματολογικά συνδυάστηκε η εμφάνισή της στα γράμματα με το χρονικό σημείο της Εισβολής (δειγματοληπτικά και μόνο μνημονεύω τον ´Αντη Κανάκη, τη Φροσούλα Κολοσιάτου, τη Νίκη Μαραγκού, τον Χρήστο Μαυρή, τον Λεύκιο Ζαφειρίου ,τον Νίκο Ορφανίδη και τον Γιώργο Μολέσκη ), τυχαίνει να τη γνωρίζω και να την έχω μελετήσει καλύτερα2 Προκειμένου όμως για τους νεώτερους που ακολούθησαν χρονικά –λ.χ.,τη Μαρία Θεριστή,τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, τον Στέφανο Σταυρίδη, τον Γιώργο Χριστοδουλίδη, τον Βάκη Λοιζίδη - και που τώρα έχουν συγκεντρωθεί στο αφιερωματικό τεύχος της Παρέμβασης , θα μπορούσα να πω ότι συγκριτικά με τους προγενέστερους δείχνουν πολύ ωριμότεροι, από το ξεκίνημά τους  ακόμα .Δείχνουν, και αυτό τηρουμένων των αναλογιών ισχύει επίσης για τους νεώτερους έλληνες ποιητές της ίδιας πάνω κάτω χρονικής στιγμής, να έχουν πιο έγκαιρα κατακτημένες τις σύγχρονες ποιητικές τεχνικές, κυρίως όμως δείχνουν να έχουν μεγαλύτερο βάθος, πυκνότητα και ποικιλία στις φωνές τους ,αλλά και έναν πιο καίριο χειρισμό της μεταφορικής γλώσσας. 
     Όλα αυτά τα στοιχεία με ωθούν να τονίσω για μια ακόμα φορά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να υπολογίζουμε σοβαρά , ως αμέσως απαραίτητη ,τη συζήτηση για το αν χρειάζεται να εντάξουμε την σύγχρονη ποίηση ,την πεζογραφία αλλά και τον κριτικό λόγο της Κύπρου, ως ομόγλωσσες δημιουργίες, στο σώμα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ακολουθώντας βέβαια σ’ αυτήν την ενδεχόμενη ένταξη τα ίδια κριτήρια και τηρώντας τις ίδιες ερμηνευτικές και αισθητικές προϋποθέσεις, βάσει των οποίων έχουμε συντάξει τις γραμματολογίες , τις κριτικές μονογραφίες για ευρύτερα θέματα ιστορίας και συγκριτικών σχέσεων της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα .´Ηδη, αν και με μεγάλη φειδώ, έχει προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση η έκδοση των Νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου (1979),όπου ο Αλέξανδρος Αργυρίου έχει συναριθμήσει τον Κώστα Μόντη και τον Θεοδόση Πιερίδη · η έκδοση της Δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς [των ποιητών] (2000),όπου ο Κ.Γ.Παπαγεωργίου ανθολόγησε και τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη ·  η έκδοση της Μεσοπολεμικής πεζογραφίας (1992) ,όπου συγκαταλέγονται ο Λουκής Ακρίτας και ο Νίκος Νικολαίδης · έκδοση της Μεταπολεμικής πεζογραφίας (1988), όπου και η ´Ηβη Μελεάγρου ,ως μοναδική κυπρία εκπρόσωπος 3.Τέλος η Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της (Καστανιώτης,2001-2005), όπου ο Αργυρίου έχει πολλές αναφορές σε και αποσπάσματα από κείμενα Kυπρίων, όπως του Αιμ.Χουρμούζιου, του Λεωνίδα Παυλίδη,του Γλαύκου Αλιθέρση,του Παντελή Μηχανικού ,κ.α..Όμως , ένα  ισχυρό δεδομένο που μπορεί να ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο την προοπτική αυτής της ένταξης είναι και το γεγονός ότι τα όρια στην πράξη ανάμεσα στις δύο ομόγλωσσες λογοτεχνικές κοινότητες έχουν προ πολλού πάψει να υπάρχουν, αφού ένας σημαντικός αριθμός ποιητών , πεζογράφων και κριτικών από την Κύπρο ζει κινούμενος μεταξύ μητροπολιτικού κέντρου και νήσου, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Παρά τη συνοπτικότητά του, το ανθολόγιο της Παρέμβασης αποτελεί, νομίζω, μια καλή ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε την ανθοφορία της σύγχρονης ποίησης της Κύπρου.Και επίσης  το πόσο η γλώσσα και η μορφολογία της είναι απόλυτα ενσωματωμένες στον τρόπο όλων μας ,κυπρίων και μη, να διαβάζουμε και να επικοινωνούμε με τη σύγχρονη ποίηση.   

Αλέξης Ζήρας                                                 

_____________________________________________

 1 ´Ηδη ο Αριστείδης Κουδουνάρης,στο Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων,1800-1920 (Ε´εκδ.,2005),έχει εντάξει σ’ αυτό αρκετούς τουρκοκύπριους .Και επίσης έχω δει δημοσιεύσεις τουρκοκύπριων ποιητών στα περ.´Υλαντρον , Άνευ και Νέα Εποχή. Μάλιστα, στο τχ.286, φθιν.2005, της ΝΕ, υπάρχει αναγγελία μιας προσεχούς προσφοράς ( “Δώδεκα Τουρκοκύπριοι Ποιητές ,σε ένα ψηφιακό δίσκο” ),πράγμα που σημαίνει ότι το θέμα βρίσκεται στην κορυφή των ενδιαφερόντων της πολιτισμικής πολιτικής του περιοδικού. Οπωσδήποτε, αυτό που πρέπει να έχει πρωτεύουσα σημασία ως προς την γραμματολογική ενσωμάτωση και συνεξέταση των σύγχρονων τουρκοκυπρίων ποιητών είναι η χρήση της ελληνικής.Γιατί, ανθολογίες ποιητών που εκφράζουν μια διαφορετική ,μικρο-εθνοτική γλωσσική συσπείρωση ,υπάρχουν πολλές στην Ευρώπη. Βασκικής και καταλανικής ποίησης στην Ισπανία,φλαμανδικής και βαλλονικής στο Βέλγιο, ουαλλικής στην Αγγλία, κ.ο.κ. Και απείρως περισσότερες σε ασιατικές χώρες. 
1α Γιώργος Μύαρης, “Η Παρέμβαση και η ποίηση της Κύπρου, φιλοξενούμενες της λευκωσιάτικης μεσαιωνικής Καστελιώτισσας : 21 Μαρτίου 2005”, Παρέμβαση, τχ.131,´Ανοιξη 2005, σ.47-49. 
Η αλήθεια είναι ότι έχει αποψιλωθεί αρκετά ο κορμός των ποιητών που εμφανίστηκαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘ 60 ,οι της Ανεξαρτησίας δηλαδή.Εκτός από εκείνους που ανέφερα ήδη , Κουγιάλη, Πασιαρδή, Χαραλαμπίδη, να προσθέσω την Ντίνα Κατσούρη, τον Φοίβο Σταυρίδη ,τον Πολύβιο Νικολάου,την Πίτσα Γαλάζη και τον Σοφοκλή Λαζάρου. 
2 Αλέξης Ζήρας,“Η κυπριακή ποίηση.Θεματικές, γλωσσικές και υφολογικές διαστρωματώσεις της”, ανάτυπο από το περ.Σημείο ,τχ.4 (1996) 225-245. 
3 Όλες οι αναφερόμενες ανθολογήσεις έχουν γίνει στις Εκδόσεις Σοκόλη.


Ημ/νία δημοσίευσης: 30 Αυγούστου 2006