Εκτύπωση του άρθρου

   ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ


          
                                                                            
 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ: ΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ 

  

1.

Διαπίστωση εφ΄ όλης της ύλης: περισσότερη δόση καρυωτακισμού από ό, τι συνήθως, παράλληλη παρουσία, υποδόρια ή απτή, του ελυτικού χρώματος, του σεφερικού τόνου, ιδίως σε  κλίμακες φθοράς και χαρμολύπης, πυκνώσεις με τακτ από την πλευρά των ωρίμων της ποιητικής σκηνής, καλώς συγκερασμένες προτάσεις από τους επί δεκαετίες ασκημένους, επανάληψη μοτίβων στέρησης, νύξεις περί των πολιτικών δρώμενων, προβολές νεφελωδών ή μη ιδεολογημάτων, φιλόδοξα λυρικά σχήματα, εξειδικευμένα λεκτικά σχήματα από τους συστηματικούς του είδους, σε αντιδιαστολή με όσα εκθέτουν οι δεκάδες «συλλογές» των εμφανώς ματαιόδοξων, δηλαδή των φανατικών οπαδών της λεγόμενης vanity press, οι οποίοι, ως γνωστόν, δεν κουράζονται ποτέ να γεμίζουν την αγορά με τις ασημαντότητές τους. Διατείνονται μάλιστα ότι πρωτοτυπούν, ενώ μηρυκάζουν ασυστόλως, φέρ΄ ειπείν, Γιάννη Ρίτσο, Μίλτο Σαχτούρη και Τάσο Λειβαδίτη. Πρόκειται για τα αχρείαστα δείγματα των Α. Ε. Π. Ήτοι: ανιαρών, επιφανειακών, προβλέψιμων σκαριφημάτων. Πάντως, στις καλύτερες στιγμές της, η ποιητική παραγωγή δικαιώνει την πρόθεσή της.

2.

Συγκρατώ ότι οι καθιερωμένοι ποιητές και οι δόκιμες ποιήτριες συνεχίζουν κι αυτή την περίοδο την κατάθεση των στοχαστικών, νεορομαντικών, λογίων, ενίοτε μεταγλωσσικών, φιλοσοφικά ανήσυχων ή και αμιγώς ερωτικών έργων τους. Στο πεδίο των απαιτητικών ρηματικών εμπεδώσεων, τα προαναφερόμενα είδη παραγωγής ξεχωρίζουν αμέσως, προσφέροντας στην κριτική ό, τι ονειρεύεται κατ΄ αρχήν: την αδιάπτωτη ηδονή περιδιάβασης στην ενδοχώρα ενός αρμονικά χτισμένου κειμένου. Αντιλαμβάνομαι ότι η αυτομόνωση της ύπαρξης, αλλά και η αναπόφευκτη κατά καιρούς έξοδός της στον κόσμο, καταβάλλοντας, οίκοθεν νοείται, το αντίστοιχο τίμημα, συνιστά πάγιο άξονα των αναφορών και των αυτοαναφορών. Η εκφραστική οξύτητα αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα, οι ειρωνικοί ή απροκάλυπτα σαρκαστικοί τόνοι είναι λίαν ευδιάκριτοι σε πολλές περιπτώσεις, η δε κομψή διαχείριση της μεταφοράς και της αλληγορίας εντοπίζεται συχνά πυκνά στις αρτιότερες των εκδοχών. Οι συνδηλώσεις ενός δυναμικού πραγματισμού ενισχύουν την εγκυρότητα των συγκεκριμένων διαβημάτων, οι οπτικές αναπαραστάσεις των σημαινομένων υποστηρίζουν εκ του ασφαλούς την ολική ανάπτυξη του πρωταρχικού σταδίου, οι απεγκλωβισμοί από λογής πλάνες και ψευδαισθήσεις της σκηνής καθίστανται εφικτοί. Η επίκληση της Φύσης, όταν και όπου τελείται, συνιστά κατά βάση επίκληση στην ως εκ των πραγμάτων έσχατη αλήθεια. H ευθύβολη σημασιοσυντακτική αποτύπωση διατηρεί την εμβέλειά της σε όλη την έκταση των συναφών έργων: όπου το ονειρικό στοιχείο αφθονεί, εκεί ακριβώς δεν παρεμποδίζεται η πραγματικότητα, η όποια πραγματικότητα, να αναδείξει ισομερώς τις όψεις και και τις πτυχές της. Η πρόβλεψη του παρόντος, οίκοθεν νοείται, συμβαίνει ακωλύτως. Πάντως από το σύνολο των ποιητικών βιβλίων των ημερών μας, αποκομίζω εύκολα την εντύπωση ότι απουσιάζει η πρόθεση της κατάστρωσης ενός μείζονος συνθετικού ποιήματος.
                                                                               
3.
Tονίζω ότι σε αρκετές των περιπτώσεων, το εν θερμώ κοινωνικό γίγνεσθαι υπεισέρχεται καταναγκαστικά και στο εκάστοτε συγκεκριμένο λεκτικό πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, οι άκαιρες συναισθηματικές αποφορτίσεις εξακολουθούν να επιβαρύνουν τα δείγματα των πρωτόπειρων ή των γνωστών αμετανόητων εκ του προχείρου. Από την πληθώρα των έργων θα ξεχωρίσει το έμπειρο μάτι και αυτί όσα δεν υποκύπτουν εν τέλει στο δέλεαρ της υπέρ το δέον εξομολόγησης, στον πειρασμό της αφόρητης μίμησης ή στα κελεύσματα ενός εξόφθαλμα πληθωρικού, αλαζονεύοντος  εγωτισμού.  Εκεί που οι πολλοί και οι πολλές απλώς πλατειάζουν ή επαίρονται ασυστόλως για τις υποτιθέμενες στιχουργικές γνώσεις τους, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ανοίγουν νέους δρόμους, ανακαλύπτοντας, φευ, τον τροχό, οι επαρκείς του είδους, οι ιδιαίτερα υποψιασμένοι  κι εργατικοί, θα συναιρούν και θα ταξινομούν πάντα με περίσκεψη τα όσα πρέπει να διασωθούν μέσα στο δείνα ζέον ποίημα. Τονίζω τη στροφή λίγων ποιητών στην παραδοσιακή μετρική. Χωρίς να είναι πάντα ευτυχείς, οι καταθέσεις επιτρέπουν να ανιχνευθεί κάποια στιγμή ένα καλώς συγκερασμένο αισθητικό προϊόν.


 4.
Κατά τα άλλα, ανήκω σ΄ εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν ότι ορισμένοι κατά το μάλλον ή ήττον εμφανώς συγκροτημένοι νέοι ποιητές πιστοποιούν ήδη με τις ευπρόσωπες πρόσφατες συλλογές τους, συνήθως ιδίοις αναλώμασιν, ότι πράγματι διαθέτουν καλλιτεχνικό ήθος, ασφαλώς γόνιμες ιδέες, αίσθηση του περιττού και αξιοπρόσεκτο γνωσιολογικό υπόβαθρο. Αλλά και τις επιτήδειες λέξεις, τις ικανές και τις αναγκαίες, για να αποτυπώσουν έστω μέρος του βιωματικού υλικού τους, των επίκαιρων μύθων, των ποικίλων αινιγμάτων του χρόνου, των κωδίκων της σεξουαλικής, επινοημένης ή πραγματικής, εμπειρίας. Όπως και των ατομικών τους διερμηνειών περί των πραγμάτων, τα οποία τους περιβάλλουν εκ γενετής σχεδόν. Η γλώσσα της καθημερινότητας είναι γι'  αυτούς λίγο πολύ οικεία, προσιτή και άλλο τόσο βολική. Συνεπώς φαίνεται ότι αρκούνται ενσυνειδήτως στη χρήση της. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν επιχειρούν τη διαδοχική, τη συστηματική υπονόμευση της κατεστημένης μας λαλιάς.  Όσο κι αν είναι «πολύ ωμό και υλικό», για να θυμηθούμε τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, το τρέχον ιδίωμα καθίσταται προσώρας και το δικό τους εμφανέστατο μέσον έκφρασης. Αυτή η μη ανατροπή του καθιερωμένου εργαλείου επικοινωνίας, ο εφησυχασμός μέσα στο δεδομένο γλωσσικό περίβλημα υπονομεύει εν γένει την αυθεντική συμπεριφορά του νέου καλλιτέχνη. Συνεπώς ούτε μέριμνα για προαγωγή της μεταγλώσσας, ούτε ριζική ανατροπή της κοινόχρηστης έκφανσης απαντά εδώ, ούτε κατ΄ επέκτασιν πειστική απόπειρα ρήξης με το συγκεκριμένο λεκτικό κλίμα, το οποίο ανέδειξαν ποικιλοτρόπως οι ηλικιακά προγενέστερες, διακριτές γενιές ή και απλούστερες ομάδες δημιουργών.

Από τη σκοπιά αυτή, φρονώ, ότι οι εν λόγω δεν κομίζουν κάτι εντελώς καινοφανές στο χώρο, το οποίο θα δικαιολογούσε εκ προοιμίου να σταθούν με άνεση δίπλα στους παλαιότερους καινοτόμους της γραφής των τελευταίων, φέρ΄ ειπείν, πενήντα χρόνων. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί αυτομάτως την όποια ονομαστική αξία των τρεχουσών λεκτικών τους συνδρομών. Απομονώνω μάλιστα, μεταξύ άλλων, από τα στοιχεία της ήδη διαμορφωμένης ταυτότητας των βιβλίων τους, ένα ρυθμικό βηματισμό, την ενίοτε ελεγχόμενη χρήση του λυρισμού, τις ικανοποιητικές αποδόσεις στο χαρτί των ένδον ανακατατάξεων, σε συνέχεια των επαφών του ποιητικού υποκειμένου με την αναπόφευκτη, δίσημη κατά περίπτωση ετερότητα. Υποστηρίζω, επίσης, ότι διακρίνω ένα πνεύμα αποδοχής, κατανόησης κι ανοχής του Άλλου: οι πολλαπλές ατυχίες των μελών της κοινωνικής κυψέλης, τα οποία, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες κατέβαλαν, πανηγυρικά ξαστόχησαν, δεν προκαλούν δηλαδή τα απαξιωτικά σχόλια μιας τυποποιημένης ρητορικής, αλλά μια συμπάθεια πρώτου βαθμού.

Ίσως η υπόθεση μιας θεαματικής έκπληξης από την πλευρά των νέων να είναι κι αυτή υπόθεση του άμεσου μέλλοντός μας.  Δεν αποκλείεται ορισμένοι από τους εν λόγω δημιουργούς να δώσουν λίαν προσεχώς απτά και σοβαρά δείγματα της αποφασιστικής και γενναίας εκείνης υφολογικής και θεματικής τομής τους, η οποία θα τους μετέθετε ενδεχομένως, από την κατηγορία των σχεδόν ισοτίμων συντρόφων του λογοτεχνικού τοπίου, στην ομάδα των ρηξικέλευθων, των μεθοδικών ανανεωτών του δημιουργικού λόγου.


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Δεκεμβρίου 2017