Εκτύπωση του άρθρου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ
 
Πραγματολογικές όψεις και ηθικές αποχρώσεις της λογοκλοπής[1]

 

 

 

 

Σύνοψη

 

Η παρούσα εισήγηση παρουσιάζει την λογοκλοπή ως σύγχρονο ηθικό φιλοσοφικό ζήτημα·  επιχειρεί να αποτιμήσει την ηθικότητα της πράξης στις ζυγαριές διακριτών ηθικών θεωρήσεων. Πιο πέρα όμως  ανιχνεύει την αμφιβαρή ιδιότητα  της λογοκλοπής ενώπιον της μεταμοντέρνας λογοτεχνικής πρακτικής, οι ρίζες της οποίας αρδεύονται από τον μοντερνισμό και τα ήθη της ανιχνεύονται σε όλη την ιστορία της λογοτεχνίας. Έρχεται αντιμέτωπη με τις οικονομικές αξιώσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας, την ορμή της νέας υπερδιακειμενικότητας (transtextualité)[2] και την ιδεολογία του χάκερ. Ίσως η λογοκλοπή διανοίγει μία νέα πολιτική διάσταση καθόσον αποχαρακτηρίζεται ως ποινικό αδίκημα, η λογοτεχνία εμπλουτίζεται και η ηθική αμβλύνεται, με τι συνέπειες όμως και ως ποιου σημείου;
               
Ξεκινώντας, η εισήγηση (i) περιδιαβαίνει ορισμούς, όρους  και μία σχηματική, ιστορική παρουσίαση της λογοκλοπής. Στην συνέχεια, (ii) καταγράφει την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται ως παράβαση εντός πανεπιστημιακής κοινότητας . Δεδομένου του διπόλου πρωτότυπο/πλαστογραφημένο (iv) παραδίδεται στην κρίση πέντε ηθικών θεωριών, ανιχνεύοντας το ηθικό πρόσημο. Έπειτα, (iv) διακλαδίζεται σε περιπτώσεις λογοκλοπής στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην δημιουργία λογισμικού και κάνει επιλεκτική αναφορά (V) σε διάσημες περιπτώσεις λογοκλοπής στην λογοτεχνική παραγωγή από την Aναγέννηση ως τον μεταμοντερνισμό. Προς το τέλος, (VI) επιχειρεί να φωτίσει το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός τύπου διαδικτυακής ιδιοποίησης και χάλκευσης καταλήγοντας (VII) σε μία γκρίζα ηθική ζώνη, όπου η λογοτεχνία έως ένα βαθμό αποδέχεται αποχρώσεις τής λογοκλοπής ενώ ταυτόχρονα αναστοχάζεται τα όριά της.   
 
Ι. Όροι και ορισμοί 

 

Eνώ στη ελληνική γλώσσα η ετυμολογία της λογοκλοπής (ή λογοκλοπίας επί το λογιότερο) είναι προφανής, το αγγλικό αντίστοιχό της έχει περισσότερο ενδιαφέρον αφού προέρχεται από τον λατινικό όρο plagarious δηλώνοντας τον απαγωγέα, τον διαφθορέα, τον πλιατσικολόγο, τον κλέφτη λογοτεχνικών κειμένων και από τον όρο plaga που σήμαινε σήμαινε παγίδα, δίχτυ.[3]  Σημασιολογικά, η λογοκλοπή ορίζεται μερικώς ως «η μη εξουσιοδοτημένη χρήση ή η πιστή μίμηση της γλώσσας και των σκέψεων κάποιου συγγραφέα και στη συνέχεια η παρουσίασή τους ως πρωτότυπης δημιουργίας, χωρίς αναφορά στο όνομά του» [4] ενώ επίσης ευρύτερα συμπεριλαμβάνει την «ιδιοποίηση με αθέμιτο τρόπο ξένης πνευματικής εργασίας» [5]. Σύμφωνα με το Οxford English Dictionary o Ben Johnson, διάσημoς άγγλος λόγιος του 18ου αι. χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο plagiary με την σημερινή έννοια “Why? The ditt’is all borrowed· ‘tis Horaces: hang him plagiary”[6]

Πιο συγκεκριμένα, η αντιγραφή ολόκληρων φράσεων ή και παραγράφων  ονομάζεται “αυτολεξεί λογοκλοπή” (word to word plagiarism), αλλαγή μόνο μερικών λέξεων “παραφραστική λογοκλοπή” (paraphrasing plagiarism). Όταν δε, την εργασία εκπονεί άλλος αντί του συγγραφέα κάνουμε λόγο για “λογοκλοπή επί της πατρότητας του κειμένου” (plagiarism of authorship)[7]. Στο ελληνικό αστικό δίκαιο η λογοκλοπή υπάγεται στον νόμο 2121/93 περί πνευματικής ιδιοκτησίας που αναθεώρησε έναν προηγούμενο νόμο του 1920 και συστοιχίζεται με το πλαίσιο της Διεθνούς Συνθήκης της Βέρνης του 1971, για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Εκεί, η λογοκλοπή ορίζεται ως παραβίαση του πνευματικού δικαιώματος του δημιουργού, το οποίο διακρίνεται σε ηθικό και σε περιουσιακό. Το ηθικό δικαίωμα σχετίζεται με την προσωπική σχέση του δημιουργού με το έργο του και διασφαλίζεται περαιτέρω από τις διατάξεις περί προσωπικότητας. Το περιουσιακό δικαίωμα σχετίζεται με την οικονομική εκμετάλλευση της πνευματική του δημιουργίας[8].

Γύρω από την λογοκλοπή έχει εξυφανθεί ένας πυκνός ιστός όρων και εννοιών και σε αυτό, κυρίαρχα, έχει συμβάλλει η θεωρία της λογοτεχνίας.  Έτσι λοιπόν μιλούμε για πλαστογραφία [forgery], πλαστότητα [falsity], πλάνη [illusion], διαστρέβλωση [misrepresentation] εξαπάτηση [coax], φάρσα [hoax], ετερονυμία [heteronym], παστίς [pastiche], μίμηση [mimesis], κρυπτομνησία [cryptomnesia], οικειοποίηση [appropriation], υπερδιακειμενικόητα [hyper-textuality], κολάζ [collage],  διακειμενικότητα [intertextuality],  δανεισμό [borrowing], παρανάγνωση [misreading], δημιουργική ανάγνωση/ανάπλαση κ.ο.κ. 
 
ΙΙ.   Εντός Ακαδημαϊκής κοινότητας 
 
Τι ισχύει στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου σχετικά με την λογοκλοπή και τι ποινές επιφέρει η λογοκλοπή; Βρίσκει εύφορο έδαφος στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας η ρήση του Wilson Mizner, αμερικανού συγγραφέα, ότι «όποιος κλέβει από έναν διαπράττει λογοκλοπή,  όποιος κλέβει από πολλούς έρευνα»[9]; Σωρεία πρακτικών εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας σχετίζονται με την λογοκλοπή, και πριν την επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση απόδειξης, ερεθίζουν την ακίδα ενός σεισμογράφου ηθικής.
 
Προς αυτήν την κατεύθυνση ελέγχεται για την ηθικότητά του  ο συντάκτης μίας εργασίας που: α. αντιγράφει χωρία μαζί με τα ονόματα των ερευνητών  υπονοώντας ότι τα διάβασε στο πρωτότυπο βιβλίο, β. παραφράζει  παραγράφους και χωρία χωρίς να αναφέρει ούτε τους συγγραφείς  αυτών, ούτε το βιβλίο το οποίο συμβουλεύτηκε, γ. κάνει  παστίς  άρθρων, εργασιών, κειμένων από blogs, ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά,   δ. αντιγράφει ή φωτοτυπεί μέρος ή ολόκληρη την εργασία ενός παλαιότερου φοιτητή ή ενός συμφοιτητή του, είτε σύγχρονα, είτε ανατρέχοντας σε αρχεία με διπλωματικές εργασίες, είτε σε διαδικτυακή βιβλιοθήκη, ε. αναθέτει έναντι αμοιβής την συγγραφή της ακαδημαϊκής εργασία σε άλλον συμφοιτητή του ή σε κάποιον “επαγγελματία” στο  διαδίκτυο, στ. μοιράζει μέρη μίας ευρύτερης εργασίας, με την ιδιότητα του καθηγητή, στους φοιτητές του ή αποσπά από τις εργασίες τους χωρία, χωρίς να τους συμπεριλαμβάνει στις αναφορές του ή έστω στις ευχαριστίες του βιβλίου του, ζ. μεταφράζει μία ξενόγλωσση εργασία και την παρουσιάζει ως δική του. Πώς στις παραπάνω περιπτώσεις κλιμακώνεται, παραγοντοποιείται, δυσκολεύει και λαμβάνει, εν τέλει, διαφορετική τιμή στην ηθική κλίμακα, η λογοκλοπή, αν συνυπολογίσουμε την βαρύτητα του πλαστογραφημένου κείμενου: εργασία εξαμήνου, διπλωματική εργασία, διδακτορική διατριβή προς κρίση, ανακοίνωση προς την επιστημονική κοινότητα ή βιβλίο προς έκδοση;
 
Με άλλα λόγια, μοιάζει πολύ δύσκολο να αποπειραθεί να εξετάσει κανείς όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, υπό το πρίσμα των γνωστών κανονιστικών ηθικών θεωριών, αφού συνιστά πολυεπίπεδο πρόβλημα η αξιολόγηση των λεπτών διαφορών τους κατά περίσταση, και να τους αποδοθούν ηθικές κρίσεις. Παρά ταύτα, για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης, εντός της διακυβεύεται αυτό ακριβώς, εξετάζοντας μία συγκεκριμένη περίπτωση λογοκλοπής. 
 
 ΙΙΙ. Yπό το πρίσμα των κυρίαρχων ηθικών θεωριών
 
 Ποια είναι η ηθική διάσταση της λογοκλοπής λ.χ κατά την συγγραφή μίας διδακτορικής διατριβής; Οι κυριότερες ηθικές θεωρήσεις θα άφηναν ελάχιστα περιθώρια ανοχής στην πράξη του λογοκλόπου, εντός του ακαδημαϊκού πλαισίου, με δεδομένο το δίπολο πρωτότυπο-πλαστογραφημένο κείμενο, την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας, τον παραδοσιακό σεβασμό καθώς και την αναγνώριση, που οφείλει ο συντάκτης μίας εργασίας στον κόπο προηγούμενων μελετητών και λογίων.
 
Σύμφωνα με την ωφελιμιστική θεώρηση και τον αριθμητικό υπολογισμό των διακριτών κριτηρίων υπολογισμού της ηθικής του Jeremy Bentham: ένταση, αμεσότητα, διάρκεια, βεβαιότητα,  γονιμότητα,  καθαρότητα και έκταση της ηδονής που απορρέει από την πράξη της λογοκλοπής το πρόσημο ηθικής αποδοχής είναι αρνητικό αλλά και με την θεώρηση του John Stiouart Mill η πράξη δεν δικαιώνεται, αφού το όφελός της  δεν  προσφέρει ευτυχία σε άλλους αποδέκτες πέρα από τον λογοκλόπο. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση η διατριβή, που ως προϊόν λογοκλοπής,   συντείνει στο όφελος ευρύτερων ομάδων (λ.χ. αποτελέσει την βάση παρασκευής ενός φαρμάκου κατά του καρκίνου).

Κατά τη δεοντολογική θεωρία του Κant, όπως την εισάγει η κατηγορική προσταγή του, η λογοκλοπή είναι καταδικαστέα. Αν όλοι κατέφευγαν σε αυτήν θα καταργούνταν η έννοια της πατρότητας μίας πρωτότυπης σκέψης, ερευνητικού πορίσματος ή επιστημονικής ανακάλυψης και θα κατέρρεε όλο το πυραμιδωτό οικοδόμημα, πάνω στο οποίο κτίζει και αποδίδει τιμές η πανεπιστημιακή κοινότητα, που στην κορυφή της  θέτει τον ερευνητή καθηγητή ως αυθεντία και στην βάση της τον αναγνώστη και τον φοιτητή που οφείλει να αποδίδει τα εύσημα σε κάθε ευκαιρία ή σε κάθε παραπομπή, αντίστοιχα. Ούτε με τις νεότερες και ηπιότερες νεοκαντιανές θεωρήσεις η λογοκλοπή δικαιώνεται, αφού δεν τίθεται θέμα μείζονος ή ζωτικής σημασίας που να αφορά τους συνανθρώπους μας και να δικαιώνει την χαλκευμένη διατριβή.

Η  θεώρηση της αρετολογίας ενέχει κάποια προβλήματα εφαρμογής, αφού θα έπρεπε σύμφωνα με το κριτήριο της μεσότητας να βρεθεί η πρακτική η οποία θα αντιπροσώπευε το μέσον δύο ακραίων πρακτικών. Δύο ακραίες πρακτικές συγγραφής μίας διδακτορικής διατριβής θα μπορούσαν να είναι (α) η απουσία παραπομπών παρά τον επιστημονικό χαρακτήρα της και (β) η αδιάκοπη αντιγραφή αποσπασμάτων παρά  τις παραπομπές τους. Ίσως, η μεσότητα στην πανεπιστημιακή κοινότητα έχει ταυτιστεί με την αντιγραφή μεν αναφορών, αλλά σε ορισμένη έκταση και ταυτόχρονη απόδοση του ονόματος του πρωθύστερου συντάκτη. Οι άλλες πρακτικές θεωρούνται καταδικαστέες.

Σύμφωνα με την θεώρηση του ηδονισμού, όπως λ.χ. άτεγκτα τον παρουσίασε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, η λογοκλοπή δικαιώνεται αφού ο λογοκλόπος  καρπώνεται άμεσα το αίσθημα της ηδονής, το οποίο δεν αναβάλλεται, ούτε εγκαταλείπεται προς χάριν άλλης δράσης.

Επίσης, η λογοκλοπή δικαιώνεται και εντός της θεώρησης του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης του Hobbes όπου οτιδήποτε ικανοποιεί την φυσική μας τάση για το προσωπικό μας συμφέρον είναι αγαθό. Συγγενεύει δε στην σύγχρονη εποχή με τον ηθικό εγωισμό,  αφού ο ενεργών κατά τα προστάγματά του θα έχει επωφεληθεί στο μέγιστο βαθμό από την πράξη του (καλό βαθμό, ταχύτητα παράδοσης της διατριβής) καταβάλλοντας την μικρότερη δυνατή προσπάθεια (ελάχιστη κούραση συγγραφής της εργασίας). 
 

ΙV. Εκτός Ακαδημαϊκής κοινότητας
 

Εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας, ομοίως, η λογοκλοπή με την ευρύτερη έννοια δεν συγχωρείται, συνιστά ποινικό αδίκημα, αν και την ίδια ώρα προκαλεί πλήθος συζητήσεων. Η πειρατεία, η αναπαραγωγή και η εκμετάλλευση λογισμικού και άλλων δημιουργημάτων πνευματικής εργασίας όπως μουσικής ή ταινιών καλύπτονται από το copyright.

Στα media το copyright ισχύει ακόμη και για τα πλάνα στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ ή μίας φωτογραφίας, πόσο μάλλον για ταινίες, σήριαλ ή την κάλυψη άλλων τηλεοπτικών μεταδόσεων υψηλής ακροαματικόητας.

Έξω από τα media η συζήτηση περιλαμβάνει την αγοραπωλησία πειρατικών cd’s και dvd’s κατά της οποία στρέφεται επιθετικά η ένωση  προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας AEΠΙ, η οποία  προστατεύει τα δικαιώματα δημιουργών οπτικοακουστικού υλικού (συνθέτες, μουσικούς, εικαστικούς, γλύπτες, καλλιτέχνες εν γένει) και .γραπτού λόγου (θεατρικούς συγγραφείς, λογοτέχνες, στιχουργούς).

Στο διαδίκτυο είναι διάχυτη η αμφιθυμία με την οποία κάποιοι καρπώνονται την διανομή ελεύθερου λογισμικού, ταινιών και μουσικής. Η ευκολία του σύγχρονου “κατεβάσματος” (downloading) απενοχοποιεί τις συνειδήσεις πολλών, μέρος των οποίων δεν θα δίσταζαν να δηλώσουν θιασώτες της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Ίσως, είναι η ανωνυμία που τούς προστατεύει από την αντινομία πράξης και θεωρίας. Ίσως αυτή η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά  –μακριά από την ιδεολογία των χάκερ και όλων των συγγενικών ομάδων που συγκροτούν τις υποκουλτούρες του κυβερνοχώρου (samplers, crackers, cyberfreaks)– αποτυπώνει την ηθική αιώρηση του ατόμου στην σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη συνθήκη.

Πέρα  από το πανεπιστήμιο, το εμπόριο πνευματικών αγαθών και την τέχνη, περιπτώσεις λογοκλοπής εντοπίζονται ακόμη και στην πολιτική. Ενδεικτικά, ο Πούτιν κατηγορήθηκε ότι έκλεψε τις ιδέες μίας οικονομικής έρευνας –μέρος διδακτορικής διατριβής κάποιου αξιωματούχου του–  και την παρουσίασε για δική του. Ο Martin Luther King, εμπνευσμένος ιερέας και αρχηγός ενός ολόκληρου κινήματος,[10]    εκφωνεί λόγους χρησιμοποιώντας κατά κόρον ρήσεις άλλων, χωρίς να τους αποδίδει τα εύσημα. 
 
 V. Λογοκλοπή και δανεισμός στην λογοτεχνική πρακτική: περιπτωσιολογική αναφορά
 
 Από την αντιγραφή και την διαδεδομένη μίμηση της φόρμας στο τέλος της Αναγέννησης περάσαμε στις δικαστικές διαμάχες για την πατρότητα των έργων στον Διαφωτισμό, στις σημερινές υπέρογκες αποζημιώσεις, αλλά και την πλαστογραφία ως μέσο τέχνης σήμερα.

Η κλίμακα και η αποχρώσεις των σχετικών με την λογοκλοπή χρήσεων και πρακτικών εξυπηρέτησαν διάφορους σκοπούς στην ιστορία της λογοτεχνίας. Το ηθικό όμως πρόσημο αποδίδεται κατά περίπτωση. Η  κάθε εποχή κομίζει τα δικά της κριτήρια επαναξιολόγησης. Τέτοιους είδους έργα, καταλαμβάνουν κάποιο σημείο σε έναν φανταστικό χάρτη που διατρέχουν δύο κάθετες συντεταγμένες: της ποιότητας και της δραστικότητας.

Eπιλεκτικά, και σε αδρότατες γραμμές: ο Σεφέρης δανείζεται από τους αρχαίους τραγικούς και τον Έλιοτ, ο Ελύτης από τους Γερμανούς ρομαντικούς και τους Γάλλους σουρεαλιστές· και οι δύο έχουν δικαιωθεί για το εντελώς προσωπικό ύφος τους. 

Στην σύγχρονη ποίηση ο Χάρης Βλαβιανός επενεργεί πάνω σε ποιήματα των Στήβενς, Καβάφη, Σίμιτς με στόχο όχι μόνο την διακειμενικότητα, αλλά πιο πέρα, ακριβώς την κατάδειξη πώς μόνο η ερωτική σχέση με τα παλαιότερα κείμενα μπορεί να γεννήσει αξιώσεις διαδοχής και επανανοηματοδότησης του ποιητικού διακυβεύματός τους. Ο Γιώργος Κοροπούλης χρησιμοποιεί ελεύθερα αποσπάσματα, κείμενα, ποιήματα που δεν έχει γράψει ο ίδιος, δηλώνοντας με ειρωνική διάθεση ότι έτσι κι αλλιώς «τα προϊόντα λογοκλοπής εσχάτως εντοπίζονται εύκολα»[11].

Οι συγγραφείς Δημήτρης Καλοκύρης και Βαγγέλης Ραπτόπουλος ξαναγράφουν την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, ο πρώτος μετατρέποντάς την στα νέα ελληνικά και ο δεύτερος γράφοντας ένα αυτόνομο έργο με τον τίτλο H αληθινή ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας. Το εγχείρηματά τους δεν συνιστούν λογοκλοπή παρόλο που τα έργα του παραλλάσσουν με πιστότητα το πρωτότυπο έργο, επιδιδόμενα σε διαφορετικές στοχεύσεις. Ο κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ κατηγορεί τον νεαρό συγγραφέα Αύγουστο Κορτώ ότι αντέγραψε το μυθιστόρημα γαλλίδας μυθιστοριογράφου, βάζοντας μάλιστα το ίδιο εξώφυλλο. Η συγγραφέας Άλκη Ζέη κατηγορεί τον συγγραφέα Φίλιππο Δρακονταειδή ότι χρησιμοποίησε τα γράμματα του παππού της στο μυθιστόρημά του.

Σχετικά με την ευρωπαϊκή γραμματεία η Laura Rosental[12] αναφέρει σε ένα σχετικό βιβλίο για την λογοκλοπή πως στον 17ο και 18ο αι. δεν θα βρίσκαμε θεατρικό συγγραφέα που να μην είχε “κλέψει” από το παρελθόν. Πράγματι αναδιφώντας στο παρελθόν βλέπουμε ότι στην Γαλλία, οι Κορνήλιος και Ρακίνας δανείστηκαν από τα αρχαία ελληνικά κείμενα ήρωες μύθους αλλά και τρόπους (π.χ ο δωδεκασύλλαβος αλεξανδρινός στίχος ταυτίζεται στις συλλαβές με το αρχαίο εξάμετρο).  Στην Αγγλία ο John Dryden, o Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας αντέγραφε συστηματικά, όμως η δραστηριότητά του αυτή δεν μείωσε την αποδοχή του συνολικού του έργου και  της προσφοράς του στη Αγγλική ποίηση του17ου αι.[13]

Σ’ αυτό το σημείο ακούγεται επίκαιρη –αν και έχει γραφτεί πριν τέσσερις αιώνες– η ρήση του Thomas Brown “αυτοί που ληστεύουν τους σύγχρονους συγγραφείς κοιτάζουν πώς να κρύψουν την κλεψιά τους, ενώ εκείνοι που ξαφρίζουν τους αρχαίους πώς να προσμετρηθεί στο ενεργητικό τους”[14]

Ο Πάουντ στο έργο του Φόρος τιμής στον Σέξτο Προπέρτιο [Homage to Sextus Propertius] ξαναγράφει μέρος του έργου του Προπέρτιου επιχειρώντας μία μοντερνιστική (modernist)  παρέκκλιση. Το 1970 ο Ρώσος συγγραφέας Ανατόλι Κουζνέτσοφ εκδίδει το βιβλίο του Babi Yar  στο οποίο περιγράφει τη σφαγή μιας πολυπληθούς ομάδας Εβραίων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο που έλαβε χώρα στο ομώνυμο μέρος (Babi Yar), σύμφωνα με την μαρτυρία της μοναδικής επιζήσασας  Ντίνα Πριονίσεβα. Το 1981 ο Άγγλος συγγραφέας D.M.Thomas εκδίδει το μυθιστόρημα White House στο οποίο μεταφέρει αυτολεξεί πέντε σελίδες του βιβλίου του Κουζνέτσοφ με την δικαιολογία ότι κάνει «εμπνευσμένη χρήση» μιας μαρτυρίας, ενός υλικού που είναι προσβάσιμο σε όλους.[15]

Το 1983 ο Abdelkebir Khatibi, μαροκινός κοινωνιολόγος ξαναγράφει διορθώνοντας με το βιβλίο του Amour bilingue το βιβλίο του Μωρίς Μπλανσώ Θωμάς ο Σκοτεινός[16] για να δείξει ότι η γλώσσα του Γάλλου συγγραφέας βρίθει αναφορών φορτισμένων με ένα ορισμένο αποικιοκρατικό ύφος και μία παγιωμένη αντίληψη για τις πρώην γαλλικές αποικίες[17]. Ο Ντεριντά έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για το βάθος της σκέψη και των δύο στοχαστών.

Ο Έλιοτ υπέπεσε σε λογοκλοπή κατά την γραφή της Έρημης Χώρας, κατά την ανάγνωση του Ρόμπερτ Ίαν Σκοτ [Robert Ian Scott]. Σύμφωνα με γράμμα του στο ΤLS "Η έρημη χώρα που δεν έγραψε ο  Έλιοτ” ο καναδός ακαδημαϊκός  (1995) κατέδειξε ότι ο Ελιοτ έκλεψε περιεχόμενο, γλώσσα και ιδέες από τον Μάντισον Κάβεϊ [Madison Cawein] έναν άγνωστο Αμερικανό ποιητή. Είναι γνωστό ότι  η φήμη του Έλιοτ ως υψηλοτάτου διαμετρήματος ποιητή του 20ου αι. οφείλεται σε μεγάλο  βαθμό στις καινοτομίες που εισήγαγε στον καιρό του ειδικά με  αυτήν την ποιητική του σύνθεση.

Η Νότιο-αφρικανή ποιήτρια Μelanie Grobler επιστρέφει το έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο Ευγένιος Μαρέ για το ποίημα της με τον τίτλο «Stad» διότι όπως απέδειξε ένας φοιτητής του πανεπιστημίου του Στέλενμπος [Stellenbosc] είχε μεταφράσει και παρουσιάσει ως δικό της το ποίημα της καναδέζας συγγραφέως Αν Μίκαελς .
 
Η χήρα του Ιβάν Γκολ κατηγορεί, μετά τον θάνατο του άντρα της τον Πάουλ Τσέλαν για λογοκλοπή σε ποιήματα που του είχε δώσει ο φίλος και ομότεχνος μακαρίτης το 1949, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Για πολλούς οι στενάχωρες αντεγκλήσεις και η αμαύρωση του ονόματος του συνέτειναν στην επιδείνωση της ήδη εύθραυστης ψυχικής υγείας του Τσέλαν, ο οποίος ως γνωστόν αυτοκτόνησε πηδώντας από τον Σηκουάνα το 1970. Στην ιστορία της λογοτεχνίας η διαμάχη αναφέρεται ως «Υπόθεση Γκολ» (Goll Affaire)
 
  VI. H πολιτική διάσταση της πρακτικής του χάκερ
 
Η λογοκλοπή ως νόμιμη οδός απελευθέρωσης του νέου, του καινούργιου είναι από τις δευτερεύουσες συνέπειες που αναγνωρίζουν οι χάκερς όπως περιγράφει με εύληπτο τρόπο ο καθηγητής του New York university Μc Kenzie Wark στο βιβλίο του Το μανιφέστο των χάκερ.[18] Το πρωτεύον είναι η πολιτική διάσταση του χακέματος ως αντίδραση στην κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτής της οπτικής  οι παλαιοί γαιοκτήμονες αντικαταστάθηκαν από την κεφαλαιοκρατική τάξη και στις μέρες μας με την «ανυσματοκρατική» [vectoralist]. Με άλλα λόγια την τάξη που διαχειρίζεται την πληροφορία, ενθαρρύνει, εάν δεν εγκαθίδρυει κιόλας, τον όρο πνευματική ιδιοκτησία και βάζει τους νέους εργάτες της πληροφορίας να δουλεύουν εξοντωτικά γι’ αυτήν.

Υπό αυτό το κρυφο-μαρξιστικό πρίσμα η χάκερ κοινότητα πρέπει να απειθαρχεί όσο περισσότερο γίνεται στο νόμο του copyright και να διαχέει την πληροφορία προς όφελος των αδυνάτων, αλλά και όλων ανεξαιρέτως των πολιτών. 
 
VIΙ. Aντί συμπεράσματος: twilight zone
 
Αν στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών, το ηθικό πρόσημο της λογοκλοπής μοιάζει να αποδίδεται σχετικά εύκολα και οι πρακτικές αντιμετώπισης του φαινομένου να παγιώνονται, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην λογοτεχνική πρακτική. Εκεί, κάποιος είτε γοητευμένος από ένα κείμενο,  είτε ορμώμενος από την ανιδιοτελή, φαινομενικά, στάση της ιδεολογίας του χάκερ μεταφερμένη στο λογοτεχνικό πεδίο, είτε στοχεύοντας στην νέα νοηματοδότηση ενός πλαστογραφημένου ή παραλλαγμένου κειμένου είτε, τέλος, απλώς από διάθεση θρασείας καπήλευσης με προκάλυμμα το ακραίο μεταμοντέρνο σύνθημα  «everything goes», θα ήταν έτοιμος να προσυπογράψει την πτώση κάθε δεοντολογίας στην συγγραφή. Υιοθετώντας δηλαδή μία μεταηθική οπτική να πει, τι χρειάζονται οι κανόνες και οι σκέψεις για την ηθική της λογοκλοπής όταν αυτό που έχει σημασία είναι η δραστικότητα και η ποιότητα του νέου, έστω καπηλευμένου έργου.

Σε αυτό το σημείο ο στοχασμός μας πρέπει να κοντοσταθεί και διαρκώς να εμπλουτίζεται. Θα κατέστρεφε η πτώση κάθε ορίου, εντός του συστήματος, την δυνατότητα των συγγραφέων να βιοπορίζονται από το έργο τους, εάν, αυτό το τελευταίο, θεωρηθεί, εν μέρει, αντίγραφο κάποιου πρωτότυπου, ή εάν προσβληθεί από λογής ηθικοφανείς επιθέσεις; Μήπως στην σύγχρονη λογοτεχνική αγορά το δίπολο αυθεντικό/πλαστό αν απολέσει περαιτέρω την ηθική του βαρύτητα συμπαρασύρει, αν μη τι άλλο, την οικονομική ανεξαρτησία του συγγραφέα, καθώς και πάμπολλα επιχειρήματα για την  επαγγελματική του ταυτότητα; Εν μέρει ναι, εν μέρει όχι. Μάλλον η αναγκαιότητα και η δραστικότητα των λογοτεχνικών προϊόντων δεν εξαντλείται σε ένα ψευδαισθησιακό τεκμήριο παρθενογένεσής τους.

© Poeticanet & Γιώργος Χαντζής
 
 

[1] Το παρόν κείμενο διατηρεί την δομή και το μεγαλύτερο μέρος της εισήγησης που διαβάστηκε σε Διημερίδα Ηθικής Φιλοσοφίας, στην Σπάρτη, στις 8/6/2007, με τίτλο «Η ηθική της Λογοκλοπής». Η εκδήλωση διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Ελευθέρα Σχολή Φιλοσοφίας Ο Πλήθων.
[2] Βλ. Rosenthal J Αntoine Compagnon, Ο Δαίμων της θεωρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, επιμ. Α. Τζούμα, μτφ. Α. Λαμπρόπουλος εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003, σ. 179.
[3] Laura, Playwrights and plagiarists in early modern Englandgender, authorship, literary property, Cornell University, 1996
[4] Random House Webster’s Unabridged Dictionary, Random House, 1999 cd-rom
[5] Γεώργιος Μπαμπινιώτης Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Κέντρο Λεξικολογίας
[6] Compact English Oxford Dictionary, Oxford University Press, 2005, cd-rom
[7] Brian, Martin, «Plagiarism: a misplaced emphasis» Journal  of Information Ethics, Vol, 3. No 2. Fall 1994, pp. 36-47
[8] Καλλινίκου, Διονυσία, Πνευματική ιδιοκτησία και συγγενικά δικαιώματα, εκδ. Π.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα, 2000.
[9]  Compact English Oxford Dictionary, Oxford University Press, 2005, cd-rom
[10] Brian, Martin, «Plagiarism: a misplaced emphasis» Journal  of Information Ethics,  
Vol, 3. No 2. Fall 1994, pp. 36-47
[11]  Κοροπούλης, Γιώργος Αντιύλη εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2008
[12] Rosenthal, J. Laura, Playwrights and plagiarists in early modern Englandgender, authorship, literary property, Cornell University, 1996
[13]  Burkle, A. Francis et al: Τhe art of the footnote. The intelligent  students guide to the art and science of annotating texts
[14] Rosenthal, J. Laura, Playwrights and playgiarists in early modern England: gender, authorship,   literary property, Cornell University, 1996
[15]  Kernan, Alvin, O θάνατος της λογοτεχνίας, μτφ. εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2001.
[16]  Μπλανσώ, Μωρίς, Ο Θωμάς ο σκοτεινός, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2004.
[17] Quinney, Anne «Bilingue l’obscur: Blancot in the interstices of Abdelkebir Khatibi’s Amour  Bilingue»  International Journal of Francophone Studies, Vol.7, n. 3.
[18] Wark, Μc Kenzie Tο μανιφέστο των Χάκερμτφ. Ν. Καλαϊτζής, εκδ. Scripta, Αθήνα, 2006.
 

Ο Γιώργος Χαντζής γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία (Πανεπιστήμιο Αθηνών)  και Μετάφραση Αγγλικής Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ). Το 2016 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή του στο πεδίο της Αισθητικής Φιλοσοφίας.  Από το 2008 δημοσιεύει κριτικές ποίησης στον ημερήσιο τύπο και στα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 2006 έως το 2009 διεύθυνε την σειρά Σύγχρονες Αναγνώσεις Ποίησης στο φιλοσοφικό καφέ Dasein. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί για τις ανθολογίες Dichtung mit Biss: Griechische Lyrik aus dem 21. Jahrhundert  (Romiosini 2018), Kleine Tiere zum Schlachten:  Neuw Gedichte aus Grechehland (Parasitenpresse 2017), Karaoke poetry bar (εκδ. Futura 2007) και Ανθολογία Νέων Ποιητών: Το καινούργιο εντός και πέραν της γλώσσας (εκδ. Γαβριηλίδη 2009). Έχει μεταφράσει ποιήματα του αμερικανού ποιητή Α.R. Αmmons και έχει γράψει δοκίμια σχετικά με ζητήματα ποιητικής. Tα έτη 2017 και 2018 συμμετείχε σε διετές ερευνητικό, ποιητικό πρότζεκτ, μεταξύ δέκα γερμανών και δέκα ελλήνων ποιητών, με τίτλο The Constellation of dept και θέμα την έννοια του Χρέους. Στα ποιητικά του βιβλία συμπεριλαμβάνονται τα εξής : Μπέλλα Μπουμ (Publibook, 2011, Λευκή Σελίδα 2013),  Έρωτας Μικρού Μήκους (Concept Books, Νεφέλη 2016),  Το Δέρμα της Ειρωνείας (Περισπωμένη, 2020). Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες.

 

 

Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Ιανουαρίου 2009