Εκτύπωση του άρθρου

 

Γράφει: η Χάρις Κοντού


 

Λίγα λόγια για την Άννα Γρίβα και το βιβλίο της
«Σκοτεινή Κλωστή Δεμένη»

(Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2017)


Νιώθω πως την Άννα Γρίβα μπορώ να την αφουγκραστώ μέσα από την αγάπη της για την αρχαία κλασική γραμματεία και κυρίως για το αρχαίο τραύμα που περνάει στο τώρα και στο αργότερα και λειτουργεί ως βάση για το αρχιτεκτόνημα - ποίημα. Η ποιήτρια αγαπάει τους ήρωες και κυρίως ηρωίδες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και διηγείται τον πόνο που αυτές φέρουν καθώς μιλούν από τον κάτω κόσμο. Παρότι βέβαια η ποιήτρια μιλάει για τις ηρωίδες της αρχαιότητας και τις αρχαίες κλωστές, είναι εξαιρετικά παροντική και εξαιρετικά ευχάριστη. Ενώ μιλάει για συγκρουσιακά σχήματα, θανάτους και φόνους, είναι μία ποιήτρια του παρόντος και της δημιουργικότητας, η οποία δεν διστάζει με θάρρος να τσαλαβουτά στο αρχαίο και σκοτεινό νερό, κι ύστερα να βρίσκει την κλωστή δεμένη με το τώρα. Παίζει με κλωστή παραμυθίας και αυτό φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά της. Παρακάτω θα τονίσω επτά (7) σημεία για τα οποία θα ήθελα να μιλήσω διαβάζοντας το βιβλίο της.

1.
Στη γραφή της Άννας Γρίβα με κρατάει η αγάπη για τους ανθρώπους που κάνουν λάθη, κι αυτό γιατί απαλύνει την αυστηρότητά μου: να βλέπω ότι είναι μία ποιήτρια που από νωρίς έχει αποποιηθεί την αυστηρότητα και την αδιαλλαξία και έχει αποφασίσει να αγαπάει τον άλλον στις αστοχίες του, στα μαύρα καρβουνάκια που θα τους λεκιάσουν.

2.
Απευθύνεται…

Αυτό είναι ένα μικρό βιβλίο που λειτουργεί ως μία αφήγηση προς ένα άγριο παιδί, δηλαδή προς ένα άγριο ασυνείδητο, γεμάτο μικρές και μεγάλες και αντίξοες επαναστάσεις. Τις εξάρσεις ήρεμου παιδιού μέσα στον αναγνώστη. Η Άννα Γρίβα γράφει για αυτά που έγιναν στην ιστορία, την ιστορία των αρχαιοτήτων, όλο το χάος και τους συμβολικούς φόνους του ανθρωπίνου γένους. Κι όλο αυτό με τον ρυθμό του νανουρίσματος. Μιλάει στο μικρό παιδί, στους ήρωες-μικρούς της και στέκεται στο πλευρό τους. Δεν εννοώ ότι γράφει ένα παραμύθι, αλλά ότι μιλάει στην πιο ασυνείδητη πλευρά του αναγνώστη, τις μέρες που ήταν και είναι παιδί, δηλαδή τις μέρες ήμασταν άγριοι.[1]

3.
Η ποίησή της Άννας Γρίβα υπογραμμίζει τη σχέση της με τη μουσική. Τα ποιήματα συνθέτουν ένα διακριτικό τραγούδι. Υπάρχει ένας ρυθμός που  χτυπά σαν διακριτικός μετρονόμος.

Μπορεί να πει κανείς ότι το τραγούδι της σε ακουμπάει, ότι εργάζεται απαλά.

4.
Το βιβλίο της Άννας Γρίβα μόλις το ακούω, γιατί και διαβάζοντάς το το ακούω, θέλω να τις ξαναζωγραφίσω όλες αυτές τις φιγούρες, νιώθω πως τις έχω μάθει βαθιά σαν να τις κουβαλούσα πάντα μέσα μου.

Η μπάλα του διαστήματος της Ιοκάστης και της Κλυταιμνήστρας με κάνει να τις δω ξανά σε μένα και στους ανθρώπους γύρω μου. Να δω αυτά τα αρχέτυπα στον καθένα μας ανεπηρέαστα από το βάρος της ιστορίας και των μεγάλων ονομάτων που συχνά μας δυσκολεύουν να ξαναμελετήσουμε τις ιστορίες αυτές του αρχαίου λόγου. Είναι σαν η ποιήτρια να παίζει περίτεχνα με τα δύσκολα τόσο που μπορώ κι εγώ ως αναγνώστης να χτίσω τη δική μου ιστορία:

Ότι η Ηλέκτρα συνομιλεί με την Ισμήνη, που έχει θυμώσει με τον Πρίαμο, που έχει γεννήσει παραδόξως τον Ορέστη. Και αργότερα εκείνος θα ερωτευτεί την Κασσάνδρα, που θα δίνει τρελούς χρησμούς στην Πασιφάη και στην Κλυταιμνήστρα, κι η Κλυταιμνήστρα θα πειραχτεί και θα ζητήσει εκδίκηση, θα πάρει μαζί της την φίλη της Αντιγόνη, το υπεργαλαξιακό, σκοτεινό μωρό. Μέσα απ’ τις πύλες της Εκάβης θα ορθώσει το γένος της, των Θηβών και των Περσών, θα γαντζωθεί στην την Αφροδίτη και εκείνη άθελά της θα τις γλιτώσει τις άμυαλες, κουνώντας τες ρυθμικά μέσα στο καροτσάκι των ανέμων και γλείφοντας σαν άγριο ζώο τις πληγές τους…

Όλα αυτά και άλλα τόσα μπορούν να δημιουργηθούν στη φαντασία μας και να συμβούν στο βιβλίο της Άννας Γρίβα. Είναι ολόκληρη η ιστορία μας βαλμένη στην ηλικία του παιδιού που κουβαλάμε και που κλωτσάει την μπάλα του ανά τους ανεπηρέαστους αιώνες. Και μάλιστα, οι αιώνες έχουν γίνει πια τόσο μικροί. Θα λέγε κανείς: αιωνίσκοι!

5.
Σχέση με τη γλώσσα, το δύσκολο και το αίνιγμα

Η Άννα Γρίβα βρίσκεται κοντά στον αρχαίο λόγο. Νιώθω πως τον αφουγκράζεται τον ίδιο και πως την εμπνέει αυτός. Αυτό το κάνει με σθένος, σαν ένα παιδί, που παίζει χωρίς ενοχές με το βαρύ και το δύσκολο. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή ο πατέρας μου έπαιζε μαζί μου το εξής παιχνίδι: «Να σου κάνω μια ερώτηση;». Απαντούσα «Ναι!», και συνέχιζε: «Εύκολη ή δύσκολη;». «Δύσκολη!» του φώναζα, γιατί οι δύσκολες είχαν πλάκα.

Η Άννα Γρίβα γράφοντας αυτό το βιβλίο απαντά στις δύσκολες ερωτήσεις· φλερτάρει με το αίνιγμα. Έχει μελετήσει τον αρχαίο λόγο μαζί με τα αινίγματα του ανθρωπίνου είδους που εσωκλείει, και αργότερα έχει γεννήσει κάτι το ασυνείδητο και το δύσκολο επίσης.

Εδώ οι ερωτήσεις που έχουν τεθεί είναι δύσκολες, και ίσως κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν απάντηση. Η ποιήτρια έρχεται έτσι σε επαφή με το αναπάντητο, το αίνιγμα, το οποίο μπορεί να έχει απαντηθεί απ’ τον Οιδίποδα, ο ίδιος όμως αφού το έλυσε μπλέχτηκε σε ένα μεγαλύτερο αίνιγμα: στα βάθη των συγκρούσεων, τον μακρύ σιδηρόδρομο που τον ενώνει με την μητέρα του και τους πικρούς καρπούς των αιώνων.

Μέσα από τον λαβύρινθο των αινιγμάτων όμως, η ποιήτρια Άννα Γρίβα βγαίνει ζωντανή καθώς αυτό που την κάνει να γράφει και να μιλάει για τα αινίγματα είναι η ίδια η χαρά του αινίγματος. Η χαρά του αινίγματος παίζει στο έργο της τον κεντρικό ρόλο. Γράφει: «οι ψυχές/ μωρά που αφήνονται/ στην άνωση του ήλιου». Οι ψυχές, το ίσως βαρύ και το πένθιμο, είναι μωρά και νέες ζωές που ανεβαίνουν, έχουν άνωση μέσα τους. Έτσι μέσα από την ζωτικής φύσης περιέργειά της, αυτό το σκαθαράκι το άτακτο που θέλει να βρει τη λύση στο αίνιγμα, η Άννα Γρίβα ανασυνθέτει την ιστορία και μάλιστα μια ιστορία άνωσης.

Η ποιότητα του αινίγματος γίνεται αισθητή στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ενώ μιλάει για το τραύμα, τις συγκρούσεις και τα αδιέξοδα των παθών, ο αναγνώστης παραδόξως νιώθει ανάλαφρος. Κι αυτό γιατί η Άννα έχει καταφέρει να ξανασυνθέσει τα κομμάτια και να τα βάλει σε μία αφήγηση. Αφήγηση, όχι με την έννοια της αφηγηματικότητας, αλλά με την έννοια της ιστορίας. Με άλλα λόγια, οι ήρωες αφηγούνται την ιστορία τους αλλιώς, όπως την βιώνουν στον κάτω κόσμο. Έτσι η ποιήτρια δημιουργεί μία ιστορία, μία αναπαράσταση μέσα από τα ποιήματά της και αυτό είναι το ποιητικό κεκτημένο της Άννας Γρίβα.

6.
Τα ποιήματα ένα προς ένα

Η Πενθεσίλεια είναι η κόρη του Άρη, το φρέσκο μανταρίνι, ο προορισμός ο δίχως άνοιξη και φρούτα.

Η Παραμυθία είναι η παρηγοριά. Μπορεί να μιλήσει για καρδιά πέρα απ’ το όνομά της. Παρακάμπτοντας τον πνεύμονα, «μένει μόνο/ η καρδιά/ μαύρη και ακίνητη/ σαν γύρη μυστική/ μιας άγριας άνοιξης»

Η Ιοκάστη είναι η ευγενική σφαίρα, ο λερωμένος ανθός που κόπηκε και μοιράζεται έκτοτε στις γυναίκες ως ένας πολύτιμος καρπός: «κι έτσι η μπάλα/ τριγυρνά/ και σκαρφαλώνει τους αιώνες».

Την Κασσάνδρα την διαβάζω σαν ένα πολιτικό γραπτό: η Κασσάνδρα απλώνει τα φορέματα - υφάσματα για τα παιδιά: «Μα εγώ τ’ απλώνω στα κρυφά/ όταν θα πέφτουν τα παιδιά/ απ’ τα πηγάδια ευθύς στα πόδια μου/ να τα τυλίγω καταγής/ και να τα στέλνω πάλι πάνω.» Πέφτουν τα παιδιά στο ύφασμα και αργότερα αυτή η γυναίκα θα τα τυλίξει, για να τα στείλει ξεκούραστα πάλι πάνω. Θα δώσει νόημα στον θάνατό τους. Θα δώσει νόημα στο ακατανόητο.

Το ποίημα «Ξυλεύεται» είναι το πρώτο ποίημα που έχει για τίτλο ένα ρήμα. Οι φιγούρες αποκτούν μία κίνηση, λόγω ρήματος, αλλά το ρήμα από την άλλη είναι παθητικό και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η παροιμία λέει: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Δηλαδή, όταν κάποιος ισχυρός χάσει τη δύναμη του, τότε όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν, να κερδίσουν κάτι καλό από την εξασθένιση του. Η Άννα Γρίβα, όμως, γράφει ότι αντί κανείς να ξυλεύεται την βελανιδιά, είναι «καλύτερα/ φύλλο ιπτάμενο/ ξερό κι ανάλαφρο/ στο κρεβατάκι των ανέμων/ και η πορεία σ(τ)ου/ να σταλάζει αργά/ στη φλέβα της φύσης»

Η Εκάβη αργότερα συστήνεται ως διχασμένη και παρά ένα «β» γίνεται Εκάτη, ο υπόγειος σκύλος στα μάγια της φύσης. Μεταμορφώνεται σε σκυλί, γίνεται ένας άλλος, «τη μέρα εκείνη/ έβρεχε μάγια.».

Ο Πρίαμος ζητά το σώμα του γιου του πίσω με ευγένεια και σεβασμό: «είδα στο γάλα να χορεύει/ μια αντανάκλαση αστεριών/ και το νερό καθρέφτιζε/ την μπάλα της σελήνης»

To ποίημα «Εις Αφροδίτη» αφορά στην έκκληση της Άσαρκης, που ο Άδης της έφτιαξε ένα μπαλκόνι φως, να στέκεται και να ατενίζει τα δύο άκρα του κόσμου. Στο ποίημα μιλάει η γυναίκα που εξατμίστηκε, που είναι μια άλλη Ηχώ ή Περσεφόνη, με απόγονους τους κατοίκους του άδειου κοχυλιού. Η γυναίκα που ζητάει να καεί από το κάλλος της ζωής.

Η Πασιφάη είναι όλο το φως, η γυναίκα με τις γνώσεις της αρχαίας μαγείας, που απ’ το πεθαμένο χαμομήλι θανατώνει τις γυναίκες, και οι τελευταίες ξυπνούν μια μέρα κι είναι φίδια και έτσι ο άνδρας μένει άγονος. Εκείνες όμως δεν παθαίνουν ποτέ τίποτα, όπως γράφει «είναι οι μαγεμένες της πρωτίστως». Οι μαγεμένες με την κατάρα της μαγείας κερδίζουν και τη ζωή.

Μετά την Πασιφάη τα ποιήματα δεν έχουν πια για τίτλο το όνομα κάποιου/ας ήρωα/ηρωίδας. Τα ποιήματα είναι η «Πρώτη μνήμη», «Η πνιγμένη» και  το «Νερό».

Στην Πνιγμένη, η Άννα Γρίβα γράφει: «Κι αν θέλω πάλι να πνιγώ/ δεν έχει άλλο πιο κάτω,/ της γης το αίμα μόνο μένει,/ εσύ αιώνια πληγή, Κύριέ μου.» Πιο κάτω υπάρχει μόνο το αίμα της γης, αυτό είναι το ασυνείδητο αίμα, η πληγή που αιωρείται και περνάει από γενιά σε γενιά, ανά το σύμπαν πια…

7.
Το τελευταίο ποίημα

Ήδη στα τρία τελευταία ποιήματα νιώθω ότι συμβαίνει κάτι νέο στην ποιητική ζωή της Άννας Γρίβα. Σα να γράφει πλέον για κάτι άλλο, το οποίο δεν γνωρίζω και έχω περιέργεια να δω στη συνέχεια.

Στο τελευταίο της ποίημα με τον τίτλο «Νερό» γράφει: «και κάπου βαθιά στο στήθος μου/ ένα μικρό κορίτσι που ατίθασο χορεύει./ Κλείσε τα μάτια/ κι άκου την καρδιά σου στο σκοτάδι/ το τύμπανο που κρούει τον πιο τρελό χορό/ και γύρω του ένα ποτάμι μυστικό/ με σκοτεινό νερό/ Με αυτό την κούπα γέμισε:/ συμποτικό τραγούδι η σιωπή/ και πρόποση στο χάος».

Στο Νερό, η Άννα Γρίβα μιλάει για το νερό που αφορά σε ένα τραύμα ζωντανό. Είναι η μεγάλη πληγή στο στήθος που δεν σε σκοτώνει, αλλά σαν νερό είναι έτοιμο να γεμίσει τις κούπες και να γίνει το κρασί της ζωής. Έτσι ο θάνατος και το σκοτεινό ισούται με το νερό και με τη ζωή και αντίστροφα το νερό έχει κάτι το σκοτεινό μέσα του. Η ποιήτρια σκιαγραφεί το πέρασμα από τη ζωή και πίσω. Χαράζει τους μικρούς ή μεγάλους κύκλους θανάτου μέσα στη ζωή, αλλά και τις στιγμές ζωής μέσα στο πένθος και στη λύπη. Κάπως έτσι, η Άννα Γρίβα μιλάει εμμέσως και για την ποιητική δημιουργία. Με την θεματική και το ύφος της ορίζει την ποιητική δημιουργία και το πώς κανείς γράφει είτε σαν να μιλάει για ζωή μέσα από τον κάτω κόσμο, είτε ενώ είναι ζωντανός να μιλάει για αυτό που χάθηκε στα έγκατα.

Στον Αχιλλέα γράφει: «Μόνο κοιτάζω το νερό/ και το ταράζω με το δάκρυ μου/ μήπως ανοίξω μια σχισμή/ και μέσα του κυλήσω».

Το αίμα και το νερό λοιπόν είναι οι ακμαίες πηγές της ποίησής της. Είναι, νερό και αίμα, ένα δάσος μέσα στη γη της. Αυτή η γη θα μπορούσε να είναι και το σώμα. Το αίμα και το νερό που σχετίζονται με την πληγή και το ζωντανό σώμα. Όταν το αίμα ρέει, σημαίνει ζωή και ταυτόχρονα παραπέμπει και σε πληγή. Το νερό είναι ένα άλλο αίμα συχνά, μία αντανάκλαση του αίματος στη σκοτεινή και στη φωτεινή του πλευρά. Η ποίηση της Άννας Γρίβα, λοιπόν, αφηγείται την ζωτικότητα της πληγής και την πληγή της ζωής, η οποία φέρνει εκ νέου τη δημιουργία· το νερό-νεράκι του τότε και του πάντα:

 «κρατούσες το χέρι μου κι ήταν νύχτα/ από το χώμα ανάβλυζαν οπτασίες/ μην τρομάζεις μου έλεγες/ έτσι η γη θεραπεύει το τραύμα της»

 

[1]   «Οι μέρες που ήμασταν άγριοι» είναι το 2ο ποιητικό βιβλίο της Άννας Γρίβα (2012, Εκδόσεις Γαβριηλίδης)


Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Ιουνίου 2017