Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

 

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΚΑΤΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 

Κάτι αγριάνθρωποι, θρασείς, με θώρακα και τόξο

στο χέρι· ανυπότακτοι ΕΙΣ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΡΧΗΝ

σύριζα του Αίμου - αριστερά, αποτομώτατα· άγνωστοι,

αληθώς δε βάρβαροι και εντελώς εκτός

ΣΥΝΘΗΚΗΣ. Κι ατένιζαν το πέλαγος,

εις αρπαγές και ληστείες συνηθισμένοι.

«Κάτι φυτρώνει πάντα ανάμεσα στα σκέλια».

 «Σε μια παγίδα ελπίζεις».

«Κι αν δεν περάσαμε από νύχια φίλων».

«Μαλέας  δε κάμψας επιλάθου των οίκαδε».

«Επιτέλους, τι θέλουν;

 Δεν καταλαβαίνουν ότι και μόνο

το αλάτι κάνει κυνόδοντα τον βράχο;»

«Τους βλέπεις, εκεί πέρα;

Έμαθαν να πλέουν κόντρα στον άνεμο».

«Όσα ξέρουν τα βράχια δεν τα ξέρει

η Ιστορία 25 -τουλάχιστον- αιώνων».

«Αναπτύσσονται».

«Να ’χει το κύμα να ταΐζει τον βυθό.

Ας πλησίαζαν και θα σου έδειχνα

τι πάει να πει Αναπτυξιακό

Μάνατζμεντ, in extremis!

Αλλά με τέτοια νομιμοφροσύνη,

που έπιασε την Μεσόγειο,

ούτε μισοπάλαβο Ιρλανδό ναυαγό δεν πιάνεις»

 

Κάτω, βαθιά, Ἄ[ϊδι]

σκοτάδι μισαλλόδοξο, μεθοδικό, αναγνωστικό,

μέσω κατάλληλων μετασχηματισμών·

όχι τσιρίδες, τιτιβίσματα και άσματα

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΑ. Όχι, καθόλου τέτοια ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ,

αλλά λόγια και έργα ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ· ήτοι: εφόσον

το πολιτικό υποκείμενο νέμεται δομές εξουσίας,

μπορεί να στραφεί και προς τον εαυτό του,

ως μέρος μιας διαδικασίας εξέλιξης του υποκειμένου,

καθώς περνάει σε φάση αμφίβια:

τόσο ως μέρος του πλέγματος παραγωγής

και αναπαραγωγής και κυριαρχίας

όσο και ως υποκείμενο προαγωγής

της δικαιοσύνης και χειραφέτησης.

Ερπετό που του αρέσει το κολύμπι, δηλαδή –

ο υγρός φασισμός του βραχώδους αντιφασίστα.

Λάκκος απερίγραπτος:

στόμα Ολλανδού  κομισάριου ανοιχτό, διψασμένο

για έναν  νέο τρόπο κατανόησης του ιστορικού πεδίου

μια θεωρητική κατασκευή,

όχι μια ιδεολογική καλύβα: ΠΑΤΡΙΔΑ

προφορική, αμετάφραστη σε άλλες γλώσσες.

Μαϊμούδες, μέχρι τον λαιμό στην ξερασμένη

ιστορική βιβλιογραφία

και σκάλιζαν με φουρκέτες τ’ ανοιχτά

κρανία τους βαθιά, στοχαστικά,

σαν να θυμήθηκαν πως ξέχασαν

από πιο σημείο ένα πνιγμένο

παιδί είναι ανθρωπιστική τραγωδία

κι ως πού γίνεται ιστορική κωμωδία.

«Τι διάολο», ένας εντελώς θηλαστικός στο πρόσωπο,

«εδώ δυσκολευόμαστε να ξεχωρίσουμε τις ΔΡΑΣΕΙΣ

από τις προσομοιώσεις των ΔΡΑΣΕΩΝ

και το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ από το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

της προσομοίωσης.

Διαχέονται τα πάντα σ’ ένα σύμπαν,

προφορικό - αληθώς δε βάρβαρο

και εντελώς εκτός ΣΥΝΘΗΚΗΣ.
Η Ιστορία δεν γράφεται από

βοσκούς [φορο;]φυγάδες

και κατσίκια, που ξεχάστηκαν να κοιτάνε

για πειρατικά καράβια, σύριζα στον γκρεμό του ΕΘΝΟΥΣ.

ΓΡΑΦΗ, βρε! Τα πράγματα δείχνουν

πως η έννοια της γλώσσας εν γένει

φανερώνεται σήμερα σαν οδηγός

ή μεταμφίεση μιας πρώτης γραφής.

Η μεθοδική ανάγνωση  είναι εγχείρημα πολιτικότερο.

Ο αναγνώστης ΒΛΕΠΕΙ αυτά που θα γράφαμε

αν ήταν τυφλός.

Δεν μπορούμε να φέρουμε τον κόσμο στα μέτρα μας.

Η πραγματικότητα είναι χρόνια πάθηση».

Γουρλώνοντας το μόνο ορεινό μάτι του, ένας άλλος

-αλόγου δόντια- χλιμίντριζε: «Η πραγματικότητα

έχει κλειστεί στο ασανσέρ από τις αρχές

του 20ου αιώνα και φωνάζει: Schindler Elevator Corporation!»

«Διαβάζει τα στοιχεία του κατασκευαστή,

η ανόητη, ανόητε!» αυστηρά, 

ένας κόκκινος καβαλάρης,

με κεφάλι λιονταριού

διδάκτωρ Νομικής.

«Η πραγματικότητα δεν έχει ψυχή –

μόνο γραφή κι ανάγνωση.

Πείτε της να πάψει.

Δεν πρόκειται να καταφέρει

τίποτα υπενθυμίζοντας

το Ολοκαύτωμα...»

«Πάψτε επιτέλους, κολασμένοι

της γης», μισός Σκύθης διανοούμενος,

στην κορυφή ενός μικρού, κομψού Καυκάσου.

«Τρομάζετε τα ψάρια της Ιστορίας. Θ’ αγριέψουν

εκεί πάνω».

«Και λοιπόν;»

«Λοιπόν, ξέρεις πολλούς να περιμένουν

τόσους αιώνες να τσιμπήσει το μέλλον;

Δεν βγάζεις άκρη με τους Έλληνες:

αγριάνθρωποι, θρασείς, με θώρακα και τόξο

στο χέρι· ανυπότακτοι ΕΙΣ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΡΧΗΝ.

Έχουν την κόλαση μπες-βγες.

Κι αφήνουν πίσω μας... την κόλασή τους!»
 

ΟΛΟΓΡΑΦΩΣ: ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ.

Εν Ἄ[ϊδι] κτλ.

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Ιανουαρίου 2016