Εκτύπωση του άρθρου

 

Με το πέρασμα από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή σκέψη στη νεότερη θεμελιώνεται το υποκείμενο ως πηγή γνώσης και αιτία δημιουργίας. Ο ποιητής στο νεότερο κόσμο δεν είναι ένας ραψωδός που περιμένει την παρουσία της μούσας για να υμνήσει τον εξωτερικό –αντικειμενικό- κόσμο ούτε υμνωδός για να μεταφέρει το μήνυμα της θεϊκής πρόνοιας για τον κόσμο. Ο ποιητής-υποκείμενο της νεότερης σκέψης είναι αυθεντικός δημιουργός, είναι η αυθεντία που «ποιεί»  τον κόσμο και αυτός ο κόσμος έχει κάτι ανεξίτηλο και ανεπανάληπτο από τη δική του ουσία.

Οι σύγχρονες γνωσιακές θεωρίες παρουσιάζουν ακόμη και την αντίληψη, τη μάθηση και τη μνήμη ως γνήσιες ποιητικές διεργασίες· κάθε καινούργιο ερέθισμα από τον κόσμο έρχεται να απεικονιστεί σε έναν ήδη υπάρχοντα γνωσιακό χάρτη της πραγματικότητας, ο οποίος ενημερώνεται μετά από κάθε νεο-εισερχόμενη πληροφορία. Συνεπακόλουθα, το ίδιο το βίωμα είναι κατασκευή πολύ πριν αποτελέσει την πρώτη ύλη της ποιητικής δημιουργίας.  

Για τη μετάπλαση του βιώματος σε ποιητικό λόγο επιστρατεύονται άλλες τεχνικές, όπως είναι η χρήση της αναλογίας για την κατασκευή μιας μεταφορικής εικόνας. Η μεταφορά, εξάλλου, κατά τον Lakoff, δεν είναι παρά η αντιστοίχιση εννοιολογικών πεδίων. Το μυαλό του ποιητή για πολλούς γνωσιο-επιστήμονες αποικίζεται από το συντακτικό της μεταφορικής γλώσσας, με την τελευταία αυτή να συνιστά μια ειδική δεξιότητα που ξεφεύγει πολύ μακριά από τη χρήση της μεταφοράς στην καθημερινή γλώσσα και τον επικοινωνιακό λόγο. Βέβαια, η αντίστροφη διαδικασία που ακολουθεί η ερμηνεία, δηλαδή η ανάλυση της μεταφοράς, ενέχει τον κίνδυνο της δημιουργίας ενός «άλλου χάρτη» της ποιητικής μεταφοράς, που δεν έχει καμία σχέση με τις απεικονίσεις της αρχικής ποιητικής σύλληψης, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που αφορά στην κριτική, όχι στην ποιητική δημιουργία. Σίγουρα το ενδιαφέρον της ανάλυσης βρίσκεται στο παράδειγμα, στον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο αναδεικνύεται η διαδικασία της αντιστοίχισης ή, για να επανέλθουμε στην τρέχουσα ορολογία, το χτίσιμο της μεταφοράς.
(βλ. σχετικά άρθρα εδώ: https://file.scirp.org/pdf/ALS_2015061915244183.pdf
και εδώ:  https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1427868).         

Σύμφωνα με τη γνωσιακή θεωρία αυτή η ειδική δεξιότητα της ποιητικής μεταφοράς δεν περιορίζεται στην αναλογία που βασίζεται στην αντίληψη της ομοιότητας των αντικειμένων ή στην ευαισθησία στις σχέσεις των αντικειμένων (μια τέτοιου είδους αναλογία είναι αρκετή για το χτίσιμο της μεταφοράς στον καθημερινό επικοινωνιακό, πληροφοριακό λόγο), αλλά απαιτεί την αναλογία  που βασίζεται στην αναγνώριση τύπων σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων, πράγμα που επιτρέπει τη γενίκευση σε κάποια πιο αφηρημένη δομή. Η τελευταία αυτή αναλογία αφορά στην τεχνική της κατασκευής συμβόλων, η χρήση των οποίων έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της ποιητικής γραφής.    

Στην ιστορία αυτή πρώτα εμφανίζεται η αφηγηματική ποίηση και αυτή επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής της ποίησης έως σήμερα. Η αποδόμηση της αφήγησης είναι μάλλον «σύμπτωμα» του 20ού αι., ο οποίος μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις ανέδειξε την εικόνα ενός κόσμου κατακερματισμένου, παραμορφωμένου, ασυνεχούς, πολυεπίπεδου, πολύπλοκου, δυσεξήγητου. Η λογική συνοχή και η γραμμικότητα της αφήγησης θεωρήθηκαν ανεπαρκή μέσα για να απεικονιστεί ο σύγχρονος κόσμος, ένας κόσμος αλλοπρόσαλλος και ανατρεπτικός. Στη θέση της αφηγηματικής ποίησης προτιμήθηκε η ποίηση των λυρικών συσχετισμών ή των συνειρμών, ποίηση που παρακάμπτει την εμπειρία, ή, έστω δεν την περιορίζει σε μια απλή ιστορία. Στην απόρριψη της αφηγηματικής ποίησης συνέτεινε και η κατάχρηση της «ιστορίας του εαυτού», της αυτοβιογραφικής ιστορίας του πρώτου προσώπου, που έγινε κοινός τόπος σε μία πλημμυρίδα ποιητικών εξιστορήσεων του πάθους. 

Η αφηγηματική ποίηση δεν θα έπρεπε, κανονικά,  να ταυτίζεται με τη λυρική ποίηση, αφενός γιατί η πρώτη είναι ευρύτερη έννοια από τη δεύτερη και αφετέρου γιατί  λυρικά στοιχεία συναντώνται και στην ποίηση που διαμορφώθηκε ως αντίδραση στην αφηγηματική . Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι η αφηγηματική μοντέρνα ποίηση ανέδειξε την ποιητική πρόζα, όπου τα λυρικά στοιχεία είναι περιορισμένα. Έπειτα, ο όρος αφήγηση, καθ’ υπέρβασιν ίσως, περιλαμβάνει συχνά, εκτός από ιστορίες –κάποιου είδους  «πλοκή» που χαρακτηρίζει συνήθως την αφήγηση- και  αναπαραστάσεις που χαρακτηρίζονται από το παράλογο καθώς και  ποιητικές περιγραφές.   Τελικά, αυτές που μπορούμε να ορίσουμε σήμερα ως διακριτές κατηγορίες ποίησης, με κριτήριο το στοιχείο της αφήγησης, είναι η «ποίηση της συνέχειας», στην οποία το στοιχείο της αφήγησης υπάρχει, και η ποίηση της «α-συνέχειας», στην οποία το στοιχείο αυτό απουσιάζει. Η τελευταία, που ονομάζεται και ελλειπτική ποίηση, θεωρητικά αφήνει περισσότερο χώρο ανάπτυξης στη φαντασία, αλλά καταλήγει να γίνεται ερμητική, κλειστή στις ερμηνείες, ακριβώς επειδή υπάρχουν τόσες πολλές και καμία δεν είναι από μόνη της αξιόπιστη, επομένως δύσκολη σε τελευταία ανάλυση για τον αποδέκτη του ποιητικού μηνύματος. Παρόλα αυτά η ιδέα πίσω από αυτή την τάση είναι η αποφυγή μιας τελεσίδικης απόφανσης ως προς την ερμηνεία, η αναστολή οποιασδήποτε γνωστικής στρατηγικής στοχεύει στην αποκατάσταση του νοήματος, η απόλυτη ελευθερία του ποιητικού λόγου στους δύο πόλους της λειτουργίας του (γραφή-ανάγνωση). Γιατί, για τους πιστούς της ελλειπτικής ποίησης, είναι αναγκαία μια τέτοια απόδραση από τις συμβάσεις της απόδοσης νοήματος; Γιατί ακριβώς, σύμφωνα με τους ίδιους, πρόκειται για συμβάσεις. Η εμπειρία είναι χαοτική, έχει αυθαίρετη μορφή, αποτελείται από δεδομένα ασύνδετα μεταξύ τους , άρα κάθε «γραμματική» της εμπειρίας , που επιβάλλει ιεράρχηση και διαδοχή, όπως συμβαίνει στην ποίηση της συνέχειας (αφηγηματική ποίηση), αποκρύπτει το γεγονός ότι πρακτικά ακυρώνεται στη δημόσια σφαίρα.  Όλο αυτό οδηγεί  στην –λεγόμενη- ποίηση  της γλώσσας, δηλαδή στην ποίηση που περιορίζεται στο γλωσσικό παίγνιο, που αμφισβητεί το περιεχόμενο και τη σημασία, καθώς η πραγματικότητα υπερβαίνει τις δυνατότητες της γλώσσας –the word cannot reach the world (=τα λόγια δεν μπορούν να φτάσουν  -ή να φτιάξουν- τον κόσμο). 

Αλλά η ποίηση, εξ ορισμού, επιβάλλει ένα νόημα (ποιεί) και η συστηματικότητα της αφήγησης που μεταχειρίζεται απαιτεί μία τάξη · η ιεράρχηση και η διαδοχή στην αφήγηση που  αναπαριστά την εμπειρία, είναι χαρακτηριστικά  της ανθρώπινης μνήμης. Ο Ceszlaw Milosz συνοψίζει την πεποίθησή του, ότι ο ποιητής ανακαλύπτει ένα μυστικό, το ότι δηλαδή μπορεί να είναι πιστός στα δεδομένα της πραγματικότητας μόνο παρατάσσοντάς τα ιεραρχικά, στη φράση the pursuit of the real (=το κυνήγι του πραγματικού). 

Η ποιητική αφήγηση της στιγμής ή του στιγμιότυπου είναι ακριβώς το πρότυπο αυτής της ιεράρχησης (ιεράρχησης χρονικής και όχι αξιακής) και της διαδοχής. Η στιγμή, παγωμένη εικόνα ακινησίας, απομονωμένη από άλλες στιγμές, πριν ή μετά από αυτήν, είναι  η μόνη εγγύηση  σύλληψης της πραγματικότητας, η μόνη δυνατότητα κατανόησης ενός κόσμου αέναα κινούμενου, ενός κόσμου πρωτεϊκού, που διαρκώς μας διαψεύδει ως φορείς γνώσης. Μέσα σ’αυτό το παρμενίδειο πλαίσιο αναφοράς, η αφήγηση της στιγμής δεν έχει παρά μία λειτουργία, τη συμβολική : η μετάβαση από τον κόσμο των συγκεκριμένων πραγμάτων στον κόσμο των αφηρημένων εννοιών, από τον κόσμο των παραστάσεων στον κόσμο του νοήματος,  γίνεται με τη λεπτότητα της ποίησης, που δεν επιβάλλει την ανωτερότητα του νοητικού απέναντι στο εμπειρικό, αλλά αφήνει στον αποδέκτη την ελευθερία εξαγωγής του συμπεράσματος σε μία συνθήκη ισότητας των προσλήψεων (του αφηρημένου-νοητικού και του συγκεκριμένου-εμπειρικού).

Ένα παράδειγμα που τεκμηριώνει με ακρίβεια τα παραπάνω είναι το ποίημα του Robert Frost  «Ανοιξιάτικες Λίμνες» :

Αυτές οι λίμνες που αν και στα δάση κατοικούν
Τον ουρανό σχεδόν χωρίς ψεγάδι αντανακλούν
Και σαν τα άνθη πλάι τους ψυχραίνουν και ριγούν
Κι αυτές σαν τ’ άνθη πλάι τους σύντομα θα χαθούν
Όχι αλλού με κάποιο ρέμα ή ποτάμι να σκορπίσουν
Αλλά ψηλά απ’ τις  ρίζες φύλλωμα πυκνό ν’ αφήσουν
Τα δέντρα που έχουν μέσα στα κλειστά μπουμπούκια του την κλίση
Να φτιάχνουν δάση θερινά να πρασινίζουνε τη φύση
Πριν αναλάβουν το έργο τους ας αναλογιστούν διπλά 
Να κρύψουν, να ρουφήξουν και μακριά να στείλουν
Απ’ τα λουλούδια τα υγρά απ’ τα ανθοστόλιστα νερά
Το χιόνι το λιωμένο χθες, ότι οφείλουν 
                                                         (μτφρ. Εύη Μανοπούλου)


(http://www.online-literature.com/frost/760/)

Στο ποίημα αυτό, όπου είναι εμφανής ο παραλληλισμός ενός γεγονότος στη φύση με την ανθρώπινη πείρα, υποβάλλεται η ιδέα ότι η σύντομη απόλαυση της νεότητας θα πρέπει να στραγγίσει απ’ όλους του χυμούς της για να προβάλει το σφρίγος της ακμής με τη διαμεσολάβηση εννοιών, όπως οι ανοιξιάτικες λίμνες, η σπιρτάδα της νεότητας και οι μπελάδες της σκέψης.

Αυτό είναι, τελικά, η αξιοθαύμαστη ικανότητα του δημιουργικού νου. Να χρησιμοποιεί την εμπειρία όχι για να κοινοποιήσει το αυθεντικό περιεχόμενο του προσωπικού βιώματος, πράγμα αδύνατο γιατί κυριαρχεί σ’ αυτό το υποκειμενικό στοιχείο, αλλά για να επικαλεστεί στο όνομα μιας κοινής εμπειρίας μια οικουμενική αλήθεια, προσεγγίσιμη μέσα από την εμπειρία αυτή.   

Εύη Μανοπούλου
         


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Δεκεμβρίου 2017