Εκτύπωση του άρθρου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΕΝΑΤΣΗΣ


Τάσος Λειβαδίτης: ένας διαχρονικός ποιητής

 

Μελετώντας κανείς έστω και λίγα αποσπάσματα από τη Σκοτεινή πράξη (1974) του Τάσου Λειβαδίτη, διαπιστώνει τη διαχρονικότητα της ποίησής του.[1]

Η συλλογή έχει έναν έντονο λυρικό χαρακτήρα. Τα αρχικά ποιήματά της είναι, ίσως, τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα. Αν αποστασιοποιηθούμε όμως από το καθαρά υφολογικό επίπεδο, θα διακρίνουμε αρχικά μια αναφορά σε παρελθοντικά και τωρινά γεγονότα:

παρελθόν  vs παρόν

1.  ΑΠΟ ΜΙΑ παλιά φυλή που χάθηκε, είμαστε, βάρβαρες εισβολές
             μας σκόρπισαν.[2] 

2.   Σ' ΟΛΟ το μάκρος της Ιστορίας, πρόσωπα πέτρινα, δίχως μάτια, 
             μας έχουν κοιτάξει, 
     κι ω, χαμένο μας όνειρο, που μας βοήθησες να πεθάνουμε.

3.  ΑΙΩΝΙΑ, σκοτεινή αποδημία, λαοί, που πλανιούνται από όνειρο σε 
               όνειρο
   πουλιά που διασταυρώνονται με το ποτέ ή το πουθενά. 

  Κι ίσως τα δέντρα στάθηκαν, μαντεύοντας το άσκοπο του δρόμου.

4.      ΜΕΓΑΛΟΙ, βάρβαροι δρόμοι, στις αυλές έσφαζαν τ' άκακα ζώα, 
     πίσω απ' τις κολόνες οι δανειστές, κοίταζαν χαιρέκακα την πόλη, 
     έμποροι και πλανόδιοι μάντεις, πάντα κακών, και γυναικόπαιδα 
              μαύρα στην αγορά

Στα παραπάνω αποσπάσματα πρωταγωνιστική μορφή είναι ένα συλλογικό Υποκείμενο, όπως φαίνεται από τη συχνή χρήση του ρήματος στο α' πληθυντικό πρόσωπο. Έχουμε εδώ αναφορές στο παρελθόν και το παρόν του Ήρωα. Η παλαιότητα της καταγωγής δηλώνει ένα ένδοξο παρελθόν, ενώ οι «βάρβαρες φυλές» σε συνδυασμό με τους «βάρβαρους δρόμους» παραπέμπουν στην έννοια βάρβαρη εποχή. Η σφαγή των άκακων ζώων φανερώνει πως έχουμε ένα φόνο, μια θανάτωση της αθωότητας. Οι «δανειστές» κι οι «έμποροι» σχετίζονται με τις οικονομικές δραστηριότητες και σε σημασιακό επίπεδο αντιπροσωπεύουν την εμπορευματοποίηση της κοινωνίας, που, όπως προφητεύουν οι «μάντεις», την περιμένουν συμφορές. Το κλίμα του ξεπεσμού συμπληρώνουν τα «μαύρα γυναικόπαιδα», που αποτελούν μια νοηματική παραλλαγή της δυστυχίας. Το επίθετο όμως «μαύρα» παραπέμπει και στο δουλεμπόριο. Μέσα σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία όλα τα πράγματα έχουν την τιμή τους και τα γυναικόπαιδα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το «χαμένο όνειρο» δηλώνει ένα όραμα που τροφοδοτούσε έναν αγώνα στο παρελθόν και τη δύναμη του Υποκειμένου να θυσιαστεί γι' αυτό. Στο τρίτο απόσπασμα το «όνειρο» ισοδυναμεί με την «αποδημία» και δηλώνει τους στόχους, στους οποίους στρατεύθηκε κατά καιρούς ο Ήρωας και οι οποίοι, με τη σημερινή οπτική, φαντάζουν χιμαιρικοί, γιατί δε φαίνεται να οδήγησαν σε βελτίωση. Όσο για τα «δέντρα» αυτά μένουν ακίνητα, γιατί μαντεύουν το άσκοπο της προσπάθειας. Πρόκειται για έμμεση παραδοχή της αδράνειας, της παραίτησης.

Η αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν δίνει την ακόλουθη κατηγοριοποίηση σε παραδειγματικό επίπεδο:

                 πριν                    vs              μετά

ένδοξη καταγωγή                  βάρβαρη εποχή
                                               εμπορευματοποίηση
                                               δουλεμπόριο
                                               δυστυχία
όραμα ενεργό                        όραμα   χαμένο
αγωνιστικοί στόχοι                άσκοπο της προσπάθειας

Όλα επομένως έχουν αλλάξει και το κύριο γνώρισμα της εμπορευματοποιημένης κοινωνίας, στην οποία ζει ο Ήρωας, είναι η εκμετάλλευση. Η κατάσταση αυτή έχει συνέπειες στη δράση του:

         ΚΑΤΩ απ’ το μανδύα ενός άλλου πηγαίνουμε, που προχωράει 
            σιωπηλός, δίχως όνομα.

Παρόλα αυτά όμως κάτι αρχίζει να γίνεται.

                                             Η συλλογική δράση
α.                             ...και να μας πάλι στον ανοιχτόν αέρα 
     με μόνο το άλιωτο χέρι της προμάμης μες στο σάκο, και στο χώμα 
                 πλαγιασμένος ο ίσκιος του βραδιού 
     μαζί με τους άλλους φτωχούς, ενώ ο τροχός του αγγειοπλάστη 
                 φιλονικούσε χαμηλόφωνα 
     με κάποιον που δεν τον βλέπαμε, και το λυχνάρι που βάλαμε πάνω 
                 στη στέγη, έφεγγε τώρα στη λεχώνα 
      να ξαναβρεί το σπίτι.

β.   ΜΟΛΙΣ πέσαμε στην αιχμαλωσία, μάθαμε την πανουργία της σιω-
                 πής, 
      βρήκαμε, λοιπόν, ένα σημάδι, που χωρίς να μας προδίνει, μιλούσε 
                καθαρά στους άλλους, 
       και το χαράζαμε στους τοίχους, στις πόρτες των σταύλων, ή πάνω 
                στο ψωμί.
       Εκείνος που τόβλεπε έπαιρνε, τότε, μια άγνωστη κατεύθυνση 
       και κανείς δεν τον ξανάβλεπε. 

        Γι' αυτήν την πατρίδα σας μιλάω.

γ Ή ΑΛΛΟΤΕ, τη νύχτα, τα βήματα κάποιου, μακριά, μας έλουζαν, 
              άξαφνα, μες στο βαθύ μυστικό τους, 
       τότε καταλαβαίναμε, πως όλα θα μείνουν άγνωστα για μας, 
       και πως αυτό θα είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία.

Στο πρώτο παράθεμα είναι σαφές πως κάτι καινούριο συμβαίνει. Ο Ήρωας βρίσκεται πια στον ανοιχτό αγέρα, οι φτωχοί είναι πλαγιασμένοι στο χώμα και όχι στο σπίτι που είναι χώρος εγκλεισμού και αδρανοποίησης. Ο «τροχός του αγγειοπλάστη» μας δίνει ένα στοιχείο δημιουργίας. Είναι η έκφραση της λαϊκής δημιουργίας. Η «λεχώνα» είναι το πρόσωπο που έφερε στον κόσμο μια νέα ζωή. Το «λυχνάρι» δεν είναι πια μέσα στο σπίτι για στενή οικογενειακή χρήση, αλλά πάνω στη στέγη. Είναι επομένως ένα φως που δείχνει και καλεί. Όλα αυτά είναι στοιχεία θετικά και δείχνουν ότι μόλις αρχίζει η αντίδραση και η αλλαγή και μάλιστα σε συλλογικό και όχι σε ατομικό επίπεδο.

Είναι γνωστό ότι τα άτομα δε χρησιμοποιούν μόνο τη γλώσσα, για να επικοινωνήσουν, έχουν εφεύρει και άλλους τρόπους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το σημάδι. Πρόκειται για τη διακίνηση ενός μηνύματος. Αρχίζει λοιπόν μια συλλογική δράση, έμμεση, σιωπηλή και πανούργα. Δεν είναι ένας ανοιχτός, αλλά ένας υπόγειος αγώνας.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο της αθόρυβης κινητοποίησης, μέσα στο πλαίσιο της πανουργίας της σιωπής, το Υποκείμενο δεν έχει πλήρη εποπτεία του τι συμβαίνει. Πρόκειται για το «βαθύ μυστικό». Το ρήμα «έλουζε» όμως δείχνει ότι κάτι θετικό γίνεται. Ο Ήρωας έχει την αίσθηση ότι κάτι γίνεται μυστικά προς την επιθυμητή κατεύθυνση και αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα αγαλλίασης· «αυτό θα είναι η πιο ωραία μας μαρτυρία» τονίζεται στο κείμενο.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι στη Σκοτεινή πράξη αρχικά διακρίνουμε μια χρονική ισοτοπία που δηλώνει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του Υποκειμένου. Ο Ήρωας ζώντας σε μια εμπορευματοποιημένη κοινωνία αισθάνεται απογοητευμένος. Διαπιστώνουμε όμως ότι στο Υποκείμενο υπάρχει μια διάθεση για αλλαγή. Αυτό το κάνει, παρά τους ανασταλτικούς παράγοντες, να συνειδητοποιήσει ότι σε κοινωνικό επίπεδο εμφανίζονται νέες δυνάμεις, που αναλαμβάνουν μια συλλογική δράση. Το Υποκείμενο δεν έχει πλήρη εποπτεία αυτής της αλλαγής, αλλά αισθάνεται ότι τα πράγματα πηγαίνουν προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Το έργο λοιπόν δομείται πάνω σε δυο άξονες: έναν αρνητικό και έναν θετικό:

        πριν                      vs           μετά
αποθάρρυνση            αναγέννηση οραμάτων/αξιών
εγκατάλειψη              αγωνιστική ετοιμότητα

Σχεδόν σαράντα, αφότου ο Λειβαδίτης έγραψε τη Σκοτεινή πράξη, η ποίησή του παραμένει τρομαχτικά σύγχρονη. Η εποχή είναι βάρβαρη. Κυριαρχούν οι έμποροι και οι δανειστές: η ορολογία είναι οικονομική, η εποχή είναι εμπορευματοποιημένη. Η δυστυχία είναι παρούσα, όπως τονίζει το σύνταγμα «γυναικόπαιδα/μαύρα στην αγορά».

Αλλά η λεχώνα και η νέα ζωή που αυτή φέρει, το λυχνάρι που «σημαίνει» και καλεί σε αγώνα, φέρουν ένα μήνυμα ελπίδας – και τότε και τώρα. Το μήνυμα είναι ότι θα υπάρξει αλλαγή που θα τη φέρει το συλλογικό υποκείμενο, όταν βγει από την αδράνεια και βρει νέα οράματα και νέες αξίες.

Απόστολος Μπενάτσης
Επίκουρος Καθηγητής
Θεωρίας και Ερμηνείας
της Λογοτεχνίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων



[1]Για περισσότερα βλ. Απόστολος Μπενάτσης, Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη, Πρόλογος Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Αθήνα: Επικαιρότητα, 1991.

[2]Η αρίθμηση των παραθεμάτων είναι δική μας.


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013