Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

Το τέλος του ποιητή



Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως
πώς όλα χάνονται στο βράδυ
κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι
και τα όνειρα μου ένας καπνός.

Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση
φύγαν τα χρόνια μου νερό
μα τίποτα δεν αναιρώ
απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.

Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ
ακούω βιολιά του Παραδείσου
στο Α της άπατης Αβύσσου
ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.

Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω
στέκω στην άκρη του γιαλού
κι έχω να πάω κάπου Αλλού
κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.

Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά
και πριν απ’ τ’ άγια Περασμένα
εκεί που τ’ άστρα είναι σβησμένα
κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά

Κιόλας διακρίνω τον βαρκάρη
βλέπω μπροστά μου το Μετά
και την ψυχή μου να βουτά
σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.

Ταξίδι δίχως γυρισμό
φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου
πνίγοντας το αχ του άγριου νόστου
σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.

Σε στίχους μαύρους και πικρούς
στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι
αφού μέσα στο άδειο μου το κεφάλι
δεν θα’ χω εικόνες και ρυθμούς.

Και τα τραγούδια μου χαμένα
σαν φύλλα σκόρπια και ξερά
μα όλα αυτά τα θλιβερά
θα είναι αδιάφορα για μένα.

Θα’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί
σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι
θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι
μία σιωπή μες στη σιωπή.

                                              περ. «Μανδραγόρας», τεύχος 37, Οκτώβριος 2007

Ο Θανάσης Κωσταβάρας έκανε τις τελευταίες διορθώσεις σ’ αυτό το ποίημα λίγες ώρες πριν πεθάνει.





Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2008