Εκτύπωση του άρθρου

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ
 


ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

"ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ"  Vincent Van Gogh

Από τότε που έφυγε ο Πωλ, αδερφέ μου
κάθε σούρουπο, τα κυπαρίσσια τρελαίνονται.
Έρχονται πλάι στο σπίτι μου.
 Μπαίνουν, τρυπούν τη στέγη, τον ουρανό,
τους πίνακες τρυπούν και το μυαλό μου.

Οι νύχτες, ποιος να το έλεγε, Τεό
-οι νύχτες του Κίτρινου σπιτιού-
είναι γεμάτες διάττοντες και στάχτες.
Ενώ τα τρένα σφυρίζουν μακριά,
τις παιδικές τραυματικές μου εμπειρίες.

Τι ώρα είναι στον κόσμο; Ποια εποχή;

Στους δρόμους της Άρλ, θα είναι πάντα αργά.
Και θα κρώζουν κοράκια. Αλλά-
Τα χρώματα τέλειωσαν Τεό. Το κερί τρεμο-
                                                σβήνει, ακούς!
Θα πιω την τελευταία σταγόνα του αψεντιού και
μαζί με το παράθυρο, θα ανοίξω τα σπλάχνα μου
                                                 στους γαλαξίες.
Εκεί ψηλά μονάχα βρίσκω παρηγοριά.

Αυτά είχα να σου πω αδερφέ μου.
Τα υπόλοιπα, θα μείνουν πάνω στην παλέτα.
Χρώματα, λέξεις, κώδικες- άχρηστες βεβαιότητες θα πεις.

Άλλωστε, τι είναι τέχνη: Έσχατο καταφύγιο. Ή μήπως,
Φωτεινό Θεραπευτήριο της ψυχής; Δεν ξέρω.
Πως λάμπουν θεέ μου πάνω εκεί, τα πεθαμέν’ αστέρια!

(Πάνω στους τοίχους κρέμονται τα Ηλιοτρόπια μου)

Τι είπαν τα κορίτσια πριν χαθούν

 Ο ουρανός και η θάλασσα ήταν πάντα μακριά μας.
Πίσω από φόβους και βουνά,
                                             -το αύριο μας καλούσε. 
Μήτε οι άντρες, μάνα, μήτε τα φιλιά.
Μια πρόφαση μονάχα τα βιβλία.

(Ψίθυροι άστρων μακρινών, άλωσαν την καρδιά μας.)


Στο μικροσκόπιο

Κι έπειτα, ο κύκλος ο μικρός,
 το φωτεινό μηδέν που δίνει υποσχέσεις:
«Σκύψε να δεις το αόρατο που σπαρταράει εντός σου».

Μες στο φακό
 –στο δέρμα και στο αίμα–
χίλιες φορές μεγεθυμένο το «ελάχιστο».
Εκείνο που έρχεται από μακριά. σαν αναπότρεπτο.
Αυτό που είσαι δηλαδή, και δεν το ξέρεις.
Μικρόβια του σύμπαντος σε κατοικούνε, δες!
Αόρατοι κανίβαλοι, τώρα, και μετά  θάνατον
                                                  θα σε διεκδικούν.
«Φως μαύρο, φως αγγελικό,
 φώτισε τούτη τη στιγμή που είναι ζωή μου!»


Έτσι μονάχα θα διαβείς τον Εύριπο σου

Τα ωραία πράγματα, οι στοχασμοί
γεννιούνται κάποτε μες στη βουή των δρόμων.
Εκεί που τρέχεις να προφτάσεις:
την Τράπεζα,
                       το λεωφορείο-
                                                τον Αχέροντα.
Εκεί όπου, ξάφνου, ο δρόμος γίνεται γκρεμός.
Για μια στιγμή μονάχα.
Αν είσαι έτοιμος, λέει, θα διασωθείς.
Σε μια γραμμή, σ’ έναν ρυθμό, σε μία ξεχασμένη λέξη.
Σ’ εκείνη την ελάχιστη σιωπή που γίνεται μεγάλη.


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Μαΐου 2016