Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ


Η ΑΛΕΠΟΥ

Δεν ξέρω αν έπρεπε να είχα υποσχεθεί.
Αλλά υποσχέθηκα να γράψω το ποίημα.
Άλλωστε μια υπόσχεση είναι κάθε ποίημα.

Γιατί κουβεντιάζαμε για ζώα που αγαπούμε.
Και τότε μου μίλησε εκείνη για την αλεπού.
Είναι έξυπνη. Κινείται όμορφα. Η αλεπού.

Έτσι θυμήθηκα μια πάρα πολύ παλιά ιστορία.
Άλλωστε η ιστορία είναι πάντοτε πολύ παλιά.
Και γι’αυτό δεν ξέρω αν θα θυμάται η αλεπού.

Εγώ πάντως θυμάμαι οδηγούσα ένα βράδυ.
Ο εξοχικός δρόμος δεν είχε καθόλου φώτα.
Θα σε τύφλωναν οι προβολείς του αυτοκινήτου.

Φρέναρα ξαφνικά. Στα φώτα μου μια αλεπού
ήταν παγιδευμένη. Αλλά παγιδευμένος ήμουν
κι εγώ στα μάτια της που φως αντανακλούσαν.



ΑΝΘΟΔΕΣΜΙΟΙ

Τα φυτά ανθούν
Οι φίλοι πενθούν
Τα ζώα μας αργά
Κι εμείς περίεργα
Υγρή πάλι θάλασσα
Σε φως που χάλασα
Της φύσης κάθε χάδι
Ένα νεύμα του Άδη
Τα λόγια αλλάζει
Σιωπηλά αλαλάζει
Και πού τώρα πια τι
Έλα, μπες στο κουτί


ΦΥΛΛΟ ΦΤΕΡΟ

έτσι όπως πετούνε τα πουλιά φτερά
έτσι τα φύλλα τους πετούν τα δέντρα
αποδημώντας από τον δήμο του ουρανού
φθινόπωρο στον δήμο του εδάφους
προσγειώνοντας έμφυτες φτερούγες
που ίσως θα κινδύνευαν, αν όλες μαζί
φτερούγιζαν, να τα ξεριζώσουν
σηκώνοντας δέντρα στο στερέωμα
με κλαδιά όπου θα ξεκουράζονται
τα πουλιά σέ έναν κατάφυτο ουρανό

                               #

δέντρα γυμνά, άφυλλα, χωρίς φύλο ή φίλους
με την ειλικρίνεια της απόλυτης απώλειας
ομολογώντας πως λόγο δεν έχουν να μιλούν
ούτε να προκαλούν την σιωπή των πουλιών
που παραξενεμένα ξεφυτρώνουν στα κλαδιά
λες και δεν απουσιάζει η εμπειρία των καρπών

                               #

στα πούπουλα του δέντρου φύτρωσαν πουλιά
κάνοντας φύλλο και φτερό τον ουρανό
που στρογγυλά σκεπάζει τις ανοησίες όλων
χωρίς τίποτε να ζητά ούτε τίποτε να δίνει
γιατί σπανίως οι πάνω σκέφτοναι τους κάτω
έστω και αν βλέπεις καλύτερα από ψηλά
όπως πάντοτε λένε οι σχεδόν ξεριζωμένοι





Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Οκτωβρίου 2015