Εκτύπωση του άρθρου

ΓΙΟΥΛΗ ΠΕΡΒΟΛΑΡΑΚΗ



Χώμα και αίμα       
                   
στον Τάσο Λειβαδίτη

                 

Αυτά τα σούρουπα της κάθε μέρας,
πάντα τον έκαναν να νοιώθει περίεργα.
Κάθε τόσο πάσχιζε πάνω από φωνές και πλήκτρα,
ψηλαφώντας ένα μακρόσυρτο μοιρολόι,
να μπολιάσουν το πληγωμένο τους όραμα
οι ποιητές και οι ανήμποροι.
Άλλοτε πάλι, ξεσήκωνε τα χαρτιά του
και θρονιαζόταν για ώρες
στο ρημαγμένο κήπο του πατρικού.
Εκεί, αφουγκραζόταν τον απέθαντο μαρασμό,
έγραφε γράμματα κι έκλαιγε με αναφιλητά.
-Οι λέξεις, έλεγε, το ατόφιο μας πρόσωπο
που ψάχνει σύμφωνα  να λαβωθεί.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο-.
 
Ένα πρωινό -Μεγάλη Παρασκευή θα ‘ταν-
η γυναίκα στο αντικρινό μπαλκόνι
άπλωσε το σεντόνι πλάι στις γαρδένιες.
Τα κλωνάρια πάλλονταν σα φλέβες,
κι έτσι βαθυκόκκινα που ήταν, θύμιζαν αγάπη.
Ολόιδια με εκείνη του Κουασιμόδου,
που έδενε στα σκοινιά ό, τι όμορφο
και προμήνυε τον αυτοχειριασμό του.
Εκεί, στα σκοινιά.
Κάτω από το καμπαναριό -μέγα πένθος.
 
Έξω από τον κήπο, ο Αναστάσιος Παντελεήμων,
έτρεχε αναστατωμένος με ψυχή ξυπόλυτη κι αρχοντική.
Ίσως υπάκουσε, τάχα, στο ρακένδυτο της γειτονιάς
που τραύλιζε μέρα μεσημέρι: «Πρόκαμε, πρόκαμε»•


ή ίσως ο Θεός να είχε βάλει στο μάτι
τα λιγοστά φλουριά του.
Τώρα πια, κάθε που φτάνουν σιμά του, σημάδια απειλής,
γέρνει το κεφάλι του στο χώμα.
Όχι δε θέλει να σωθεί, να κλάψει θέλει.
-«Ηρέμησε, ακούγεται η Μαρία, δεν ωφελεί»
-«Ο αλληλοσπαραγμός, Μαρία,
ο αλληλοσπαραγμός αυτός δεν ωφελεί.
Γεννήθηκα με τον ίδιο τρόπο που γεννήθηκες κι εσύ.
Το σώμα σου, το σώμα μου έσταζαν αδιάκοπα
κι από παντού λες και δεν εξαγνίστηκε
τόσων νεκρών το αίμα στους αιώνες».


Γιούλη Περβολαράκη


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013