Εκτύπωση του άρθρου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ


«μικρά»


Αργά το απόγευμα, ορισμένοι άνοιξαν τα κλειστά παράθυρα και γατζώθηκαν στις άκρες. Άλλοι συνέχισαν το δρόμο τους, άλλοι πάλι φωτογραφήθηκαν γδαρμένοι από το φως, όπως στα ωραία εικονογραφημένα αριστουργήματα του Milo Manara. Εκείνοι που συνέχισαν έσπαγαν σε μεγάλα, χοντρά κομμάτια, έπειτα το σημάδι της επιθυμίας που στέρεψε. Ας φανταστούμε τους ευπαρουσίαστους ανθρώπους του ήλιου επιτέλους σκοτωμένους  σε μια γεωμετρία αυστηρά προσωπική. Θάνατοι στην Αμερική, μορφές λουσμένες στον άργυρο.

Και κάτω στο δρόμο οι ωραίοι, εύρωστοι έφηβοι, αγόρια δεκαέξι ρυθμών, σπάνια, μελλοντικά συντρίμμια. Κλεισμένοι εκεί στις κορφές, μακριά από τους νεκρούς και τους καρπούς μας, γνέψαμε με τα χέρια. Περισσότερο μιμηθήκαμε την κίνηση των πουλιών, όμως μάταια τόσα χρόνια ο ίδιος κόπος. Και σε τούτη την απόπειρα πάλι μόνοι.

Τέτοια πράγματα δεν πολεμούνται. Οι έφηβοι τραβούσαν για το φαγωμένο βουνό, τελευταίο σύνορο της πόλης μας. Στο φαγωμένο βουνό φυσά πάντα ένας δαιμονισμένος αέρας, σηκώνει σκόνη και σπέρνει λιοπύρια, φυτεύει στα στόματά μας εικόνες από τρομερά μεσημέρια, άγριες λέξεις. Τέτοια πράγματα δεν λέγονται.

Οι έφηβοι σχίζουν εγκάρσια την πόλη, με πυρομαχικά και φιλιά. Πετούν αργά προς τον αέρα και όλο σηκώνονται όπως οι χαρταετοί. Όπως οι χαρταετοί. Σε λίγο θα πετούν στο δικό μας ύψος, μα θα ναι πια μακριά. Και εμείς, -ποιος να μας κοιτάξει εμάς. Έτσι μες στο θειάφι, σαν σκουριασμένα αγάλματα από χάλυβα, στην κατακτημένη πόλη. Μνημεία λατρευτικά, αργός θάνατος.

Έτσι πεθαίνει το νερό, μου είχε πει κάποτε. Έπασχε από μια σπάνια ασθένεια των ματιών, δυο λόφοι χιόνι πάνω στο πρόσωπό. Βρήκα κατεγραμμένο το όνομά του σε μια μυστική λέσχη αυτοχείρων και πολύ λυπήθηκα για την τόση ερημιά του ύπνου του.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Ιανουαρίου 2014