Εκτύπωση του άρθρου

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ  

12 σονέτα     

     

 


Ναύπακτος


Της ναυμαχίας οι μνήμες ξέρουν πώς να ποτίζουν
τα κυκλάμινα, πώς να μπαίνουν στα όνειρα από
την πίσω πόρτα, φέρνουν τη γνώση την πολύφλοισβη
οι επιθυμίες δεν κρύβονται εδώ, είναι τα

αστέρια, οι ευχές του ταξιδιώτη να βρει χώμα
τροφή, εκεί που άλλοι ψάχνουν μέλλον θυμών, βίας
εκείνος θέλει προπάντων να κερδίσει υγεία
να κολλήσει το χέρι του Θερβάντες στο σώμα της

αιθρίας, να μείνει εκεί για πάντα, να σώσει
τη στιγμή που επιτέλους θα του μιλήσει με πειθώ
το αυξημένο δάσος, υποταγμένος ουρανός

τα ταπεινότερα των τριφυλλιών, η θεία κλίση
της αγράμπελης, ένα βλέμμα πέρα από πείρα
βροχή επισφράγισμα να καθηλώνει την ημέρα.

                        
Ναύπλιο


Τι είναι αυτό το βοριαδάκι; Του άλικου
εγγύηση; Ένας αναγραμματισμός του πλούτου;
Λειχήνες τάπητες ως τα έσχατα μας προβλέπουν
ούτε ένα βήμα πιο πίσω, έκστασης τάματα

στο όνομα αυτού του σφηκιάρη
η επιδέξια δύναμη, της θέλησης κάστρο
το αγριόμελο περιμένει ψηλά πάντα στα
κλαδιά της μουριάς των πεύκων κρυμμένη η αλήθεια

λήθη του κόσμου του θεού μνήμη, του θεού λήθη
του κόσμου μνήμη, ναι, ως εκεί που το μάτι φτάνει,
Σαίρεν, κείμενο ανοιχτό βιβλίο απόγειο

της φύσης, μπαινοβγαίνουμε στους καιρούς παράγραφοι
ως κρίματα, ως κύτταρα ποτισμένα με όναρ
χρεωμένοι τα τοπία των λυγμών, φιλάγρυπνοι.

 Αρχείο


Παγίδες της μέρας, δικαιωμένοι οι δαίμονες
μες στη βροχή ψάχνουμε με πείσμα το επίθετο
το σύνθημα να βγούμε κι εμείς στον άλλο κόσμο
τον ενδιάμεσο, χωρίς αναβολή, όχι πια

σκουλήκια της ιερής μανίας, μήτε γεφύρια
ματαιοτήτων, μανταρισμένοι, απελεύθεροι
παιδιά που δεν ξεχνάνε τον παράδεισο, το αίμα
επιστροφή και θέλγητρο, γνωστή φωνή που ξέρει:

«όλα ν´ αλλάξουν όνομα και μόνο τ´ ουρανού να
μείνει το ίδιο» γόητρο αγοριού που δεν κλαίει
καταπάνω του ενιαυτοί, οδοφράγματα πυρ

πολημένα, χειμώνες δέους, ο πανικός να μην
ξυπνήσεις άνθρωπος πλέον, αλλά νηστικό σκυλί
χαμηλά οδός Σταδίου να γαβγίζει το ρόχθο.

            
Γη


Έλα, είναι καθαρή ως πέρα η παραλία,
την ακούς, δεν την έχεις, απλώς σε αναγνωρίζει
θέλει να σου δείξει την έκπληξη τα καλά νέα
υπάρχει όπως οι βεβαιότητες των πλανητών

από εδώ μπορεί ν’  αρχίσει το ταξίδι λόγος
στους ορίζοντες του στήθους, στη μετώπη δάφνη
ορυζώνες, αφροί φιλόξενοι, κύματα σπονδών
στη στροφή, δες, ο Ινδικός, της Κένυας τα φώτα

η στεριά από στοργή, η άμμος από μάλαμα
γίνεσαι με το θαλασσινό νερό ο φύλακας
των μέτρων, των διαστάσεων, των ονείρων όλων

καθώς κομήτες θα συναντήσουν μόνο τη σκέψη
μας τη ώρα αυτή ∙ έλεος, η τύχη, η δόξα
είναι γεμάτη φως ακόμα η γλώσσα μας νησί.


                                              
Μπατάβια


Πνεύμα, το ρεύμα, η δύναμη που έρχεται από
Ισλάμ και Σίβα, Μπαγακβάτ Γκιτά να σηκώνει
την πολιτεία, όλους τους μύθους της πολύ ψηλά
στο στερέωμα ενός πανθέου των ανατροπών

ποτάμι που γυρίζει προς τα πίσω, μάσκες χρόνου
πέπλα πυκνά σκεπάζουν συνωμοσίες τα πάθη
η δωρεά των άστρων τιμή για τους σοφούς
οι βροχές καταπίστευμα, το ρύζι γαλαξίας

θυσίες ακυρώνονται, τα θολά τζάμια δείχνουν
αρχιπέλαγος των ναυαγών των αρχηγών δράκων
πορεία τεθλασμένη, γεωγραφία κινδύνων

από πού ξεφυτρώνουν τα ηφαίστεια οι οφθαλμοί
σκιές τρέχουν στο μέλλον των εκρήξεων, Τζακάρτα
σε λένε τώρα πια κι είσαι το σπίτι μου ∙ δανεικό.



Ντενπάσαρ


Κύτταρα ξερά, τέφρες στον αέρα, γενέθλια
των νεκρών, πυρά εξαγνισμού, η πόλη κηδεία
ο ταύρος λείψανο σκαρφαλώνει στις προσευχές
σινιάλα των ψυχών, ανοίγουν ρούχα των θεών

ρυτίδες γεμίζουν από κάρμα, χυλός η ζωή
το γεύμα σπυρί σπυρί ξέρει πως να καλύψει τα
όνειρα, φαΐ και θάνατος στις αυλές των ναών
τα δέντρα τρέφονται από ρήματα ικεσίας

οι χοροί δεν σταματούν εύκολα: αναγέννηση
φαντάσματα των προγόνων μιλούν: ωριμότητα
δώματα χοές, τα ανοιχτά τραύματα των χρόνων:

ευλογία, τα αόρατα, τα ορατά ως λόφοι
ως γλυκίσματα, ζώα κατοικίδια οι ευχές
καπνοί Ινδουιστών, οι κλήροι της νιρβάνα ∙ σιωπή.

                                           

Μπάλι, στη Σπηλιά του Ελέφαντα


Ένα βέλος ξεχάστηκε στον ουρανό-έρχεσαι;
Στη λίμνη με τους αρχαίους λωτούς φάνηκε ξανά
η έγνοια εκείνη που καταργεί ελπίδες, βλέπω
το φθινόπωρο σιωπηλό ν’  αναρριχάται ήδη

στο χαρτί, εκεί που στέγνωσε χθες η απώλεια  ∙
μήλα των Εσπερίδων μάλλον θα κρύβονται εδώ
στη σκιά της λεμονιάς με κλειστά μάτια τρεις γιόγκι
ρικνές διφθέρες από νοσταλγία του μηδενός

πρώτη φορά εδώ κι είμαστε σαν πάντα κάτοικοι
δροσιάς και μηνυμάτων, μαθητείες των ορίων
οι ιστοί των δέντρων είναι τα ίδια τα μαλλιά μας

πολίτες κι εμείς μιας σκοτοδίνης , άφθονοι όμως
χωρία των επών, από κερί που οι μέλισσες
οι ιερές ανανεώνουν στις βοσκές με σθένος.



Λιτόχωρο


Πάντα το άρωμα των ελάτων που δεν μπόρεσαν
να νικήσουν τους ανθρώπους ∙ φτάνουν ικέτες ως το
παράθυρό μου, όπως παιδιά που έχασαν νωρίς
αστέρι, οι αλήθειες τους επιμένουν με πείσμα

του ορειβάτη: δεν υπάρχει πια τίποτα για μας
παρά βροχή μόνο, ο ήλιος και οι αέρηδες
όχι αυτό το βαρύ, το σακατεμένο τοπίο
ξενώνας με τα παγωμένα αίματα τα μάτια

εφιάλτη εμφύλιου σκιές και φαρμακείες
ανέβα στα μυστικά κλαδιά, εκεί που κρύβεται
η σοφία, οι απαντήσεις, άραγε τι πάει να πει

«αγωνία για το παρελθόν που είναι όνειρο;»
ο φάκελος ήρθε λερωμένος, θα τον κρατήσω
το γράμμα σου εφτά σελίδες, το μαθαίνω απ´ έξω.

                                 
Χαλκίδα


Υφάδι συμπτώσεων, το πέρασμα απέναντι
σταθερές ποιότητες του φωτός και των δακρύων
γενναίες κλίμακες πραγμάτων, φίλια μέταλλα
είσοδος στη διάρκεια βλεμμάτων, συγκομιδή

από τη μια νύχτα στην άλλη ζωντανών θεών
ακεραιότητα των γραμμών ευδία γηγενής
κάθε φορά θα μου δείχνεις χρώματα ελεγείες
δεν ξεχνάς θάλασσα να μπαίνεις στη ζωή των πουλιών

όπως ακριβώς εισβάλλει άνοιξη στο περβάζι
αυτής της σκέψης να την καθαρίσει από καπνιά
και φθορά του μέσου όρου, να δώσει πάλι κόσμο

ανοχής και ρήξης, κύρος στο όραμα της αυγής
καμία συλλαβή χαμένη κανένας δρόμος πια
καμένος, η Εύβοια: φωταψία μου η πιστή.

 


                                                          
Βουκολικό


Λυκαυγές: κόβει από τον κορμό του ορίζοντα
μια μεγάλη φέτα λύπης το φως ο μετανάστης ∙
κορυδαλλέ, ναι προλαβαίνεις να γίνεις Ζώδιο
μισοτελειωμένο τραγούδι, των πιστών οι ίσκιοι

γκρεμίζονται πάλι στις φυλακές του ύπνου, πάχνη
άχνα, χνάρια νεκρών, συρροή εγκαταλείψεων
άχυρα οι φιλοδοξίες, οι εχθροί παγώνουν
θρόισμα λύκου στο αυτί σαν πούλια κατεβαίνει

στο λοφίο του πετεινού, η στέψη ανάμνηση
ήδη δικαιώνει η απόφαση της ημέρας
τους έρωτες μας, λιγοστεύουν οι προδότες, όμως

καιροφυλακτούν, αμετανόητοι στη μύτη του
θανάτου από κάτω με το σφυρί, καρφί αίμα,
στην αυλή μας στρώνει η Ιστορία το λυκαυγές.




Σημειώσεις:
 
 Ο στίχος «όλα ν´ αλλάξουν όνομα και μόνο τ´ ουρανού να μείνει το ίδιο»
δάνειο από το ποίημα με τίτλο«Εναντιοδρομία» του αείμνηστου Δημήτρη Π. Παπαδίτσα.

λήθη του κόσμου του θεού μνήμη, του θεού λήθη
του κόσμου μνήμη, ρήση του Σαίρεν Κίρκεγκαρντ

Ντενπάσαρ, η πρωτεύουσα της νήσου Μπάλι, της Ινδονησίας.

Μπατάβια, παλαιότερη ονομασία της Τζακάρτας, πρωτεύουσας σήμερα της
Ινδονησίας.


                                                   *
Γιώργος Βέης

                         

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Ιανουαρίου 2012