Εκτύπωση του άρθρου

 

 



 

Η μνημονική διαδικασία και αφόρμηση για τη δημιουργία ενός ποιήματος αποτελεί μια πάγια μέθοδο και τακτική όλων των ποιητών διαχρονικά και οι όποιες εξαιρέσεις έρχονται απλώς για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Ακόμα και στο έργο δημιουργών που ελάχιστα καταπιάστηκαν με το θέμα της μνήμης, μπορεί κανείς να συναντήσει ποιήματα με τα οποία επιχειρείται η καταβύθιση και η αποτύπωση στιγμών του παρελθόντος βίου με στόχο βέβαια πάντα τη μνημείωσή τους, τη διαρκή και παντοτινή τους διάσωση μέσα σε ένα άρτιο αισθητικά και πολυδύναμο σημασιολογικά περιβάλλον. Η πρώτη, λοιπόν, εντύπωση και εικόνα που σχηματίζεται είναι αυτή της εναγώνιας μέριμνας και φροντίδας του καλλιτέχνη να μεταφέρει στο παρόν της δημιουργίας κομμάτια του παρελθόντος προκειμένου να τα περισώσει από τη λήθη και τις επικαλύψεις που ο χρόνος αναπόφευκτα επιφέρει. Αυτή η εντύπωση ωστόσο είναι μάλλον παραπλανητική. Γιατί αυτή και μόνο αυτή η καταφυγή στην τέχνη και την ωραιοποιητική της λειτουργία και διάσταση, αυτόματα, μεταφέρει τη μνήμη ένα βήμα πιο κοντά στη λήθη. Η ανάκληση του παρελθόντος, με άλλα λόγια, όταν επιχειρείται μέσα στο πλαίσιο της σύνθεσης αποκαλύπτει πολύ περισσότερο τη διάθεση του καλλιτέχνη να αποσιωπήσει, να λειάνει, να παραλλάξει, να βελτιώσει ή να αναδιαμορφώσει όλο εκείνο το οικοδόμημα το οποίο, έξω από το ποίημα, θα αποτελούσε μια ρεαλιστική εκδοχή επενδεδυμένη με τα αιχμηρά και, γιατί όχι, οδυνηρά της υλικά. Από τη στιγμή, όμως, που το παρελθόν, οι στιγμές και τα πρόσωπά του, εισέρχονται στη διαδικασία της μεταστοιχείωσης που τελείται με τους όρους μιας αισθητικής προσέγγισης η οποία υπαγορεύεται και υπακούει στην ποιητική κάθε λογοτέχνη, όπως μπορεί να νοηθεί ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει και χειρίζεται τη σύλληψή του, το ρεαλιστικό πλαίσιο χάνεται, εξαφανίζεται και στη θέση του μπαίνει, ως προτεραιότητα και πρωταρχή, η καλλιτεχνική αρτίωση η οποία αναπόφευκτα επιφέρει την αλλοίωση της μνήμης, τη στρέβλωσή της και, εν τέλει, μια πρώτη υποψία ότι η αναμνηστική αφορμή και λειτουργία γίνεται ακριβώς χάριν της λησμονιάς. Ακόμα και η ίδια η πράξη της συγγραφής και της σύνθεσης, η ίδια η επιλογή του στιχουργικού σχήματος προκειμένου να γίνει το καλούπι μιας ή περισσότερων αναμνήσεων αποτελεί ένα κατά πολύ γενναιότερο βήμα προς τη λήθη παρά προς την ανασύνθεση των περασμένων, από τη στιγμή που καταδεικνύει τη διάθεση του δημιουργού να «απαλλαγεί» από το βάρος της μνήμης, από το φορτίο του παρελθόντος προκειμένου να προχωρήσει ελεύθερος, διαυγής και ανάλαφρος πια στο παρόν και το μέλλον του. Ιδωμένο από αυτή την άποψη το ποίημα γίνεται το μνήμα της μνήμης, το όχημα εκείνο που αποκτά μια διττή και διφυή υπόσταση, καθώς αποτελεί ταυτόχρονα έναν σταθμό και ένα ταξίδι, καθώς ακινητεί εμπεριέχοντας την κίνηση προς αυτό που υπήρξε και δεν υπάρχει πια. Αν υιοθετήσει κανείς αυτή την οπτική μπορεί να θεωρήσει την ποίηση της μνήμης ως αποτέλεσμα όχι τόσο της πρόθεσης του δημιουργού να ψηλαφήσει το παρελθόν, όσο της βούλησής του να το αντιπαρέλθει, να το προσπεράσει, να το λησμονήσει έχοντας όμως αποτίσει σε αυτό τον πιο άξιο φόρο τιμής, το ποίημα. Το ποίημα ως κιβωτό των περασμένων, των πεπραγμένων, των βιωμάτων και εμπειριών, ή, αντίστροφα, ως το ξέσπασμα εκείνο, εν είδει καταιγίδας, που, μετά το πέρας του αφήνει ένα τοπίο ολοκάθαρο, απαλλαγμένο από τα ίχνη της πρότερης παρουσίας.

Ευσταθία Δήμου


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Ιανουαρίου 2022