Εκτύπωση του άρθρου

ISTVAN LASZLO GEHER


Άφεση
 
 
 
 
 
Η ανθοφορία δεν διαρκεί, στο λευκό τραπεζομάντιλο
στέκεται το μυτερό βάζο, τα τρία λουλούδια που έβαλα εκεί έγειραν,
τα πέταλα μαράθηκαν λες από μια χλιαρή χειραψία.
Έτσι ζήσαμε για τρία χρόνια.
Πάνω στο μάλλινο χαλί, η χνουδωτή επιφάνεια των απογευμάτων,
όταν κυλιστήκαμε.
Υπήρχαν παντού πορσελάνινα πιάτα με κομματάκια κέικ
που τσιμπούσες ρίχνοντας ψίχουλα από τα δάχτυλά σου
 – στο μαξιλάρι μου
(κοιμήθηκες σ’ αυτό) έβρισκα πάνω του άσπρες νιφάδες
απ’ τα μαλλιά σου.
Απλώς πες μου αγαπημένη μου, ακούω,
ο οίκτος είναι ένα συνονθύλευμα πραγμάτων.
Τα βράδια ο αέρας,
σαν να πίναμε γλυκό κρασί από σπασμένα ποτήρια,
γλύκαινε γύρω σου, η μύτη σου εξέπνεε ένα ίχνος αρώματος.
Φύσηξα το στόμα σου, όπως θα φύσαγα μία καυτή σούπα,
φ, φ,
πήρα με το κουτάλι την καφετιά της επιφάνεια,
το γλάσο της αγάπης από το πρόσωπό σου,
την αμαρτία σου που είχε πήξει,
πήρα μια γουλιά, την κατάπια.
Ήταν και κάποιο βαλς, ξεχνώ τη μελωδία,
τα χέρια σου γλίστρησαν στα φιλντισένια πλήκτρα, που τώρα πρέπει να
φροντίζω εγώ. Δεν υπάρχει πίκρα μέσα μου,
μόνο που απόψε το απαύγασμα του φωτός στο γυαλί,
χαραγμένο λες από τα μάτια σου, με χτυπά ενοχλητικά,
ποτέ ξανά δεν θα σε δω, αλλά σε συγχωρώ και πάλι.

István László Geher

Απόδοση: Χρήστος Χρυσόπουλος, Γιώργος Χαντζής

Ημ/νία δημοσίευσης: 12 Απριλίου 2008