Εκτύπωση του άρθρου

ΧΑΡΗΣ ΡΑΠΤΗΣ


Το άγαλμα του ποιητή - Σχόλιο στον «Ερωτικό Λόγο» του Γιώργου Σεφέρη

(Ανακοίνωση στο 26ο Συμπόσιο Ποίησης «Ποίηση και Έρωτας», Συνεδριακό και Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα, 29 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 2006)

Ό,τι ακολουθεί, αναπτύσσεται ως ένας έμμεσος σχολιασμός του ημιστιχίου με το οποίο άρχεται η τέταρτη στροφή στο Δ’ μέρος του «Ερωτικού Λόγου». Μετά το – κυριολεκτικό και μεταφορικό – κέντρο του ποιήματος (στρ. 8-16), το οποίο κατέχει «η “επιφάνεια” της αγαπημένης μορφής»1 , η ρήση της γυναίκας (στρ. 11-14), βρισκόμαστε ενώπιον μιας δεύτερης «επιφάνειας», κατά την οποία «επιφανίζεται», εγείρεται εξαίφνης, στο σώμα του ποιήματος, ένα στίλβον αντικείμενο (Δ’ 13: Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα). Στην κλασική του μελέτη «Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης» (1931), ο Καραντώνης δεν ήξερε πόσο δίκιο είχε, όταν ταύτιζε το «όμορφο άγαλμα που “αύγασε” εις βάρος της ψυχής» με τον ίδιο τον «Ερωτικό Λόγο»2 , ούτε όμως και πόσο άδικο, όταν, από υπερβάλλοντα ιδεαλιστικό ζήλο, το υποβίβαζε στην τάξη του συμβόλου της παραμυθητικής λειτουργίας της τέχνης3 . Μετά εβδομήντα και πλέον έτη από τη δημοσίευση της Στροφής (1931), δικαιούμαστε, αν μη τι άλλο, να διακινδυνεύσουμε μιαν άλλη υπόθεση – δεν θα πω ερμηνεία –, για τις ανάγκες της οποίας θα σας ζητήσω να με συνοδεύσετε στο ταξίδι μιας αναδρομής προς ένα απαρκτήριο περί έρωτος Συμπόσιο4 , το πλατωνικό, με πλοηγό έναν μεγάλο ποιητή της γαλλικής γλώσσας, τον ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν (Jacques Lacan), και πυξίδα τη δική του ανάγνωση, αποθησαυρισμένη στο 8ο Σεμινάριό του με τίτλο Η μεταβίβαση (1960-1961)5 .

 Στο εν λόγω Σεμινάριο, ο Λακάν, εξετάζοντας το ερώτημα της σχέσης του υποκειμένου του ασυνειδήτου με το αντικείμενο της επιθυμίας του, ανάγει την έννοια του αγάλματος σε εστιακό σημείο ολόκληρης της αναλυτικής εμπειρίας. Σ’ αυτό του το εγχείρημα, θα επικαλεστεί, κατ’ αρχάς, τη συνδρομή της ετυμολογίας, μέσω της οποίας οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η κεντρική σημασία, που κρύβεται στη ρίζα της λέξης, είναι αυτή της λάμψης ενός πολύτιμου αντικειμένου: αγάλλω (=λαμπρύνω, κοσμώ, προξενώ ευχαρίστηση, τιμώ), αγλαός (=λαμπρός, στιλπνός), αγάομαι (=θαυμάζω, αλλά και εποφθαλμιώ, ζηλεύω, φθονώ), αγαυός (=λαμπρός, ένδοξος)6 . Σ’ αυτή την ιδέα της λάμψης, θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε.    

 Η μοναδικότητα της λακανικής ανάγνωσης συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην έμφαση που δίνει στον λόγο του Αλκιβιάδη, τον κολοφώνα του Συμποσίου, έναν λόγο που παλινδρομεί μεταξύ ερωτικής εξομολόγησης και δυσφήμησης του Σωκράτη. Με την εισβολή του Αλκιβιάδη, συντελείται μια σημαίνουσα μετατόπιση από το εγκώμιον του έρωτα (214b – c) στον έπαινον του άλλου, και συγκεκριμένα, του επί δεξιά συμπότη, η οποία μαρτυρεί τη σχεσιακή-αναφορική δομή του έρωτα και, θα προσέθετα, την αλληγορική σύσταση κάθε ερωτικού λόγου. Θυμόσαστε την παρομοίωση (215a: εικών) στην οποία η σωκρατική ατοπία αναγκάζει τον Αλκιβιάδη να προσφύγει, ήδη από την αρχή του λόγου του: φημί γαρ δη ομοιότατον αυτόν είναι τοις σιληνοίς τούτοις τοις εν τοις ερμογλυφείοις καθημένοις, ούστινας εργάζονται οι δημιουργοί σύριγγας ή αυλούς έχοντας, οι διχάδε διοιχθέντες φαίνονται ένδοθεν αγάλματα έχοντες θεών (215a – b). Το αντικείμενο της επιθυμίας του Αλκιβιάδη είναι, επομένως, τα εντός αγάλματα (216e) αυτού του γεγλυμμένου σιληνού (216d), με τον οποίο παρομοιάζεται ο φιλόσοφος, για τα οποία δεν μαθαίνουμε τίποτε, εκτός του ότι ούτω θεία και χρυσά είναι και πάγκαλα και θαυμαστά (217a), ώστε καθιστούν αυτόν που τα επιθυμεί υποχείριο εκείνου που τα κατέχει.

 Για τον Λακάν, αυτός ο δι’ εικόνων (215a) έπαινος του Σωκράτη περιέχει μια σημαντικότατη «τοπολογική ένδειξη»7 : το ερώμενον βρίσκεται ένδοθεν, εντός. Μ’ αυτή την τοπολογική σήμανση, ο Αλκιβιάδης μάς αποσπά από τη διαλεκτική του ωραίου, εκτρέποντάς μας προς την οδό της επιθυμίας. «Ο Αλκιβιάδης είναι ο άνθρωπος της επιθυμίας»8 , θα πει ο Λακάν, ο οποίος δεν θα ακολουθήσει τον Πλάτωνα στη διαλεκτική που προσανατολίζει την ψυχή από την αγάπη του Ωραίου προς το υπέρτατο Αγαθό, αλλά θα επιμείνει στο αντικείμενο που κινεί την επιθυμία και την κάνει να μιλήσει. Το άγαλμα είναι η φαλλική λάμψη αυτού που ο Λακάν ονόμασε αντικείμενο α (objet a), στίζοντας το ερώμενον, όχι ως τέλος-σκοπό της επιθυμίας, αλλά ως αίτιό της. Είναι το κοσμημένο με τις φαλλικές του λάμψεις αντικείμενο, καθ’ όσον το διαπερνά η λάμψη της απώλειας, αφού θα έπρεπε να έχουμε τον χρόνο να δείξουμε πώς η διαλεκτική της επιθυμίας περνά αναγκαστικά μέσα από την αρνητική διαλεκτική του φαλλού (-φ)9 . Αντιλαμβάνεστε ότι η απόφαση του Λακάν να μην «αμαλγαματοποιήσει» το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας και το ιδεώδες ενός υπέρτατου Αγαθού συνεπάγεται μιαν αυστηρώς ηθική στάση σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή και το τέλος της ψυχαναλυτικής θεραπείας, στην οποία, ασφαλώς, δεν θα επεκταθούμε.

 Εντούτοις, το άγαλμα, η «πέτρα του σκανδάλου»10 , κατά τη μεγαλοφυή διατύπωση του Λακάν, επί της οποίας θεμελιώνεται το θαύμα του έρωτα, δεν εδράζεται εκεί όπου νομίζαμε. Ο Σωκράτης, αυτός ο «πρόδρομος της ανάλυσης»11 , θα αρνηθεί να ενδώσει στην ώρα του Αλκιβιάδη, στα νεανικά του θέλγητρα (219c), όχι για να παροξύνει την επιθυμία του, αλλά για να του δείξει τη μεταβιβαστική φύση του έρωτά του, και να τον παραπέμψει στον αληθινό τόπο του αγάλματος: τον Αγάθωνα, τον τρίτο όρο. Στην παρέμβασή του, που «έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ερμηνείας»12 , ο Σωκράτης, αντί να έχει αποκαλυφθεί από τον Αλκιβιάδη, καταλήγει να είναι αυτός που θα αποκαλύψει τα πραγματικά κίνητρα του νεαρού εραστή: ως ου πάντα τούτου ένεκα ειρηκώς, του εμέ και Αγάθωνα διαβάλλειν, οιόμενος δειν εμέ μεν σου εράν και μηδενός άλλου, Αγάθωνα δε υπό σου εράσθαι και μηδ’ υφ’ ενός άλλου (222c – d).

 Βρισκόμαστε πια πολύ μακριά από τον λόγο της Διοτίμας, η οποία όριζε τον έρωτα ως μια «δυαδική σχέση»13  που αποσκοπεί στο να συλλάβει την ουσία του ωραίου. Το αντικείμενο της επιθυμίας δεν είναι εκείνο το, βασισμένο στη φαντασιακή δομή, στρογγυλό, ολικό, σφαιρικό αντικείμενο, του οποίου η απουσία επιφέρει τη στέρηση και η παρουσία την πλήρωση14 , σ’ ένα δυαδικό συγκείμενο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια τριαδικότητα εγγενή στη σχέση του ομιλούντος υποκειμένου προς το συμβολικό, με μια τριαδική τοπολογία την οποία ο Λακάν ξαναβρίσκει και επαληθεύει στο θέμα του έρωτα15 . Το τρία ή, καλύτερα ακόμη, το τρίο του Έρωτα: περί αυτού πρόκειται και μ’ αυτό τον μαγικό αριθμό, μ’ αυτή την υπέροχη εικόνα, κλείνει η σκηνή του Συμποσίου.

 Τι θέλει ο Αλκιβιάδης; Είμαστε πλέον σε θέση ν’ ακούσουμε την απάντηση που δίνει ο Λακάν: «Αυτό που επιθυμεί ο Αλκιβιάδης δεν είναι ούτε η ομορφιά, ούτε ο ασκητισμός, ούτε η ταύτιση με τον Θεό, αλλά το μοναδικό αντικείμενο, αυτό το κάτι που είδε μέσα στον Σωκράτη, και από το οποίο ο Σωκράτης τον αποσπά, διότι ο Σωκράτης ξέρει ότι δεν το έχει. Ο Αλκιβιάδης, όμως, επιθυμεί πάντα το ίδιο. Αυτό που ψάχνει στον Αγάθωνα, μην έχετε αμφιβολία, είναι το ίδιο υπέρτατο σημείο όπου το υποκείμενο καταλύεται μες στη φαντασίωση, στα αγάλματά του»16 .

 Τι θέλει ο ποιητής του «Ερωτικού Λόγου»; Ο πάλαι ποτέ εραστής μπορεί να ήθελε τη γυναίκα, ο τωρινός όμως ποιητής – και θα πρέπει, για πολλούς λόγους, να τηρήσουμε απαρέγκλιτα τη διάκριση – θέλει τη γυναίκα γι’ αυτό που φέρει μέσα της, γι’ αυτό που κυοφορεί: το ποίημα. Γι’ αυτό και βρίσκεται, τώρα περισσότερο από ποτέ, στο έλεός της. Το άγαλμα, που αυγάζει ξάφνου στον «Ερωτικό Λόγο» του Σεφέρη, είναι η φαλλική λάμψη του ποιήματος ως αντικειμένου α, ως αντικειμένου της επιθυμίας του ποιητή. Είναι το κοσμημένο με τις φαλλικές του λάμψεις ποίημα, σ’ του οποίου το αγαλμάτινο σώμα ο ποιητής επένδυσε, σμιλεύοντάς το, αμέτρητες ώρες εργασίας. Διαβάζουμε στην ημερολογιακή εγγραφή της 31 Δεκέμβρη 1930: «Σήμερα τέλειωσα το ποίημα («Ερωτικός Λόγος»), αφού έφτυσα αίμα, χωρίς υπερβολή, δουλεύοντας δέκα ώρες την ημέρα!»17 . Στις αρχές του επόμενου έτους, θα σημειώσει, και πάλι με αφορμή τον «Ερωτικό Λόγο»: «πρώτη φορά παρατηρώ πόσο ένα ποίημα (…) σε παρακινά να κάνεις τον έρωτα, εννοώ τον καιρό που το πλάθεις, όχι όταν τέλειωσε»18 .

 Χρειάζεται μεγάλη δόση αφέλειας για να ερμηνεύσουμε την ποιητική εργασία ως εκδήλωση μιας οιστρήλατης τελειομανίας που καθοδηγείται από και προς την ιδεατότητα της Ποίησης – πράγμα το οποίο θα μας καθήλωνε εντεύθεν της διαλεκτικής του Ωραίου –, και να μην ανοιχθούμε στο τρίπτυχο φαντασίωση-αντικείμενο-απόλαυση και στη λογική της φαντασίωσης ( $ ◊ a ) ως συναρμογής του νομαδικού υποκειμένου της επιθυμίας με το αντικείμενο της επιθυμίας του, η οποία το εδαφικοποιεί στο επίπεδο μιας ζωτικής ταύτισης. Τη μετάβαση αυτή από την ερμηνευτική προς μιαν αναλυτική του αντικειμένου, ο Καραντώνης – και ο φωνο-λογο-κεντρισμός της εποχής του – δεν μπόρεσε να την κάνει, βλέποντας στον «Ερωτικό Λόγο» ένα «μακρόστιχο τραγούδι»19 , εκεί όπου θα έπρεπε να δει ένα έκπαγλο γλυπτό. Όπως κι αν επιλέξουμε να τον διαβάσουμε, ο «Ερωτικός Λόγος» είναι και μια αλληγορία της επιθυμίας και της απόλαυσης, ενθυλακωμένης στο σώμα του ποιήματος, το λαξευμένο πάνω στο πιο σκληρό και δύστροπο υλικό: τη γλώσσα, τον αληθινό τόπο του αγάλματος, τον τρίτο όρο, που απαιτεί η απαρτία του Έρωτα.

 Το ποίημα είναι ένα σώμα. Υπάρχει, λοιπόν, εκεί και αγάπη και βία. Ο ποιητής τα βάζει, κάθε φορά, με το σώμα της γλώσσας του. Η ίδια η γλώσσα του Σεφέρη είναι ένα «σώμα με σώμα» με την ελληνική γλώσσα και την παράδοσή της. Δεν υπάρχει γραφή χωρίς αυτή την αγάπη, τη βία και την αντίσταση του σώματος, χωρίς αυτές τις χαρές της σκληρότητας, που προσιδιάζουν στην καλλιτεχνική πρακτική20 . Πώς να εξηγηθεί αλλιώς το ενορμητικό-λιβιδινικό φορτίο που ο Σεφέρης εισέφερε στον «Ερωτικό Λόγο» και που καθένας εισφέρει στα δικά του τα κείμενα; Κάθε ποιητής λέει: «Τούτό εστι το σώμά μου», το σώμα που σκάλισα, αλλά και το σώμα το δικό μου. «Και ξέρετε τι ακολουθεί τότε: τα πάθη, οι σταυρώσεις, οι θανατώσεις. Άλλοι, θα έλεγαν επίσης, αναστάσεις…»21 .             

1. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Λίνου Πολίτη. Βλ. "Ο δεκαπεντασύλλαβος του "Ερωτικού Λόγου"", στο: Δ. Δασκαλόπουλος (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη. Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996, σ. 186.
2. Α. Καραντώνη, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2006, σ. 55
3. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο.π., σ. 50
4. Οι παραπομπές στον Πλάτωνα χρησιμοποιούν το κείμενο της σειράς Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών: Πλάτωνος, Συμπόσιον. Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας". Αθήναι 1995.
5. Jacques Lacan, "Le ressort de l' amour. Un commentaire du Banquet de Platon", στο: Le seminaire. Livre VIII: Le transfert, εκδ. Seuil, Παρίσι 2001, σσ. 27-200.
6. Le transfert, ο.π., σσ. 167,174
7. Le transfert, ο.π., σ.170
8. Le transfert, ο.π., σ. 192
9. Jacques Lacan, "Subversion du sujet et dialectique du desir", στο: Ecrits, εκδ. Seuil, Παρίσι 1966, σ.825
10.Le transfert, ο.π., σ.197
11. Ecrits, ο.π., σ.825
12.Le transfert,ο.π., σ.183
13.Le transfert,ο.π., σ. 168
14.Le transfert,ο.π., σ. 177
15.
Le transfert,ο.π., σ. 169
16.
 Le transfert,ο.π., σ. 194
17.Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α', 16 Φεβρουαρίου 1925-17 Αυγούστου 1931, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2003, σ.131
18.Μέρες,ο.π., σ. 134
19. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο.π., σ. 22
20. Φρίντριχ Νίτσε, Γενεαλογία της ηθικής, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ.93
21. Jacques Derrida, "La verite blessante", συνομιλία με την Evelyne Grossman,στο: περ. Europe, "Jacques Derrida", τχ.901, Μάιος 2004, σ. 27
  

    

Χάρης Ράπτης


Ημ/νία δημοσίευσης: 15 Νοεμβρίου 2006