Εκτύπωση του άρθρου

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

 

 

 

ΑΓΑΥΗ

Ναι το ομολογώ, 
με τα ίδια μου χέρια τον τεμάχισα
και γεύτηκα τη σάρκα του.
Αφού ζωντανή ακόμα η επιθυμία 
να επιστρέψει στη μήτρα 
το χαμένο σώμα 
που βίαια χρόνια πριν
απέσπασαν οι πόνοι του τοκετού.
Ναι, διαμελίζοντας
τον έκανα και πάλι ολόκληρο
χωρίς το πένθος του αποχωρισμού.
Πενθέα,  
ούτε για μια στιγμή δεν σε νόμισα λιοντάρι.
Για μένα παραμένεις
το αχνιστό βρέφος
που πρωτοκράτησα στα χέρια μου,  
αθώο ελαφάκι,
που τώρα 
στον σκοτεινό κι άγριο κόσμο 
που ενεδρεύει κι αφρίζει
μπορώ να βυζαίνω στο στήθος μου για πάντα.

ΠΕΝΘΕΑΣ

Όταν ντύθηκα γυναίκα
ένιωσα πλήρης επιτέλους.
Γιατί ποτέ δεν είχα συναντήσει
τόσο απόλυτα τη μάνα
ώστε να γίνω εγώ ο ίδιος η μητέρα μου.
Έσπασαν τότε τα όρια του κορμιού 
άντρας και μαζί γυναίκα αφανίστηκα
όμως για πρώτη φορά κατάλαβα την υπέρτατη θυσία, 
εγώ ήμουν το έδεσμα στον Τελευταίο Δείπνο. 
 
Έτσι έμαθα ποιος επιτέλους είμαι
ποιο είναι το πικρό ποτήρι
και ποια η απάντηση στο Αίνιγμα.

Στο δάσος του Κιθαιρώνα
στο όρος των Ελαιών,
ενώ γύρω μου τελείωνε ο καιρός,
έγινα ο Εσταυρωμένος Διόνυσος.

© Poeticanet


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Αυγούστου 2021