Εκτύπωση του άρθρου

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ, Καστανιώτης, 2009


Η Αγγελική Στρατηγοπούλου θέλει να θυμηθεί τα πράγματα από την αρχή – από την ασύλληπτη αρχή πριν από τη σύλληψη, από τη στιγμή που θα κατακλυζόταν από τα ζωντανά αμνιακά ύδατα η Πλατυτέρα Παγγαία του σύμπαντος νου και θα άρχιζαν να πολυμερίζονται οι πρωτεϊκές έννοιες. Να φτάσει στη στιγμή που θα άρχιζε (...) η μέγιστη συνάθροιση (...) κι ενώ θα ήταν ακόμα Ο πατέρας του εαυτού του γιος /Και εγγονός. /Και οι μητέρες /Μόνο με τη λέξη. (...)  Θέλει ν’ αρχίσει να μιλάει όπως πριν γεννηθεί, όταν η φωνή δεν έβγαινε μέσα στο νερό... Θέλει, δηλαδή, να τα γράψει αυτά τα πράγματα. Θα τα ακινητοποιήσει στο χρόνο, θα ασκήσει πάνω τους τη συγκεκριμένη φαντασιακή ασελγή πράξη και θα τα γονιμοποιήσει με το μελάνι της γραφής.
Θα μπορούσε να γράψει ποίηση ‒αλλά τότε θα έπρεπε να διαχειρίζεται με μεγαλύτερη οικονομία τις μαύρες και τις λευκές περιοχές, τα κενά και τις παύσεις. Κι εκείνη προτιμά την αφθονία...  Θα γράψει λοιπόν σε πεζό λόγο, ακολουθώντας όμως τους δρόμους της ποίησης (πεζό-δρομους διπλής κατεύθυνσης, θα έλεγα).  Και δε θα είναι μόνο εκείνη που θα γράφει – ακριβώς όπως θα συνέβαινε και εάν έγραφε ποίηση. Θα είναι μια άπειρη ακολουθία πολλαπλών εγώ –και γι’ αυτό τα πράγματα θα γράφονται όχι όπως έγιναν πραγματικά, αλλά όπως θα τα ήθελε, που σημαίνει πραγματικότερα...
Και να το κείμενό της: χαοτικό, εύφορο, με υψηλή βλάστηση, πυκνοκατοικημένο από μια πανίδα αμφίβιων συναισθημάτων και κανίβαλων συλλογισμών. Οι τελευταίοι, ανταλλάσσοντας αέναα μεταξύ τους όπλα και μορφές, μοιάζουν αποφασισμένοι να κατακυριεύσουν το αδιανόητο.

Η Αγγελική Στρατηγοπούλου, πότε ανεπαρκής και πότε σε αφόρητη υπερεπάρκεια, παρακολουθεί την πράξη του ζην, θύτης, θύμα,  αφηγητής, θεατής, εμψυχωτής και εξορκιστής μαζί: Γράφω γρήγορα και νευρικά και δεν υπάρχει όργανο γραφής που να παρακολουθεί λεπτό προς λεπτό τον ειρμό μου...
Η γραφή υπακούει σ’ όλους τους χρόνους: κινείται σε χρόνους οπωσδήποτε όχι γραμμικούς – ας τους πούμε γραφικούς -, και οδηγεί σε κάποια νιοστή διάσταση, σε κάποια εξωαισθητική αντίληψη των πραγμάτων, κλήρο και φόρο αποκλειστικά της τέχνης. Ο επινοητής της, όμως, το ανθρώπινο ον, είναι καταδικασμένο ισόβια σε χρόνο γραμμικό (που η γραμμή του βέβαια, προχωρώντας, σχηματίζει ένα κλειστό κύκλο, μέσα στον οποίο του επιτρέπεται να κολυμπά, να σέρνεται και να πετά).

Το βιβλίο της Αγγελικής Στρατηγοπούλου έχει πολλές αρχές και κανένα τέλος. Όλες οι διαδρομές του καταλήγουν στον πυρήνα. Η συγγραφέας προχωρά στη ζώνη του λυκαυγούς σαν την αράχνη στον ιστό της: υφαίνει το πυκνό φόντο, κεντά τις εικόνες και ενώνει με μικρά οριζόντια νήματα τις αλληλουχίες των φαινομένων για να παγιδέψει τα συμβάντα και τα μη συμβάντα. Οικοδομεί ένα παράξενο, ημιυπαίθριο σπίτι της μνήμης, μια έδρα συνυπαρχόντων  χρόνων, με εμβληματικούς κατοίκους που μοιράζονται τις παροδικές τους ιδιότητες και τους ρόλους.
Πρόκειται βασικά για ένα παιδί χωρίς ηλικία και για μια μαμά, επίσης χωρίς ηλικία¬ – συχνά νεώτερη από το παιδί- που είναι ελάχιστα συμβατική (και συμβατή).
Το παιδί, ζωάκι έλλογο, ολόσωμο ακόμα μέσα στο είναι, είναι ταυτόχρονα και ο γεννήτορας και ο απόγονος του εαυτού του.  Συνήθως περνά από τις σελίδες αιωρούμενο ή ιπτάμενο, καθώς δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ συγχρονισμένα ο κατάλληλος χώρος. Είναι πολύ απαιτητικό απέναντι στη μαμά – έχει: την απαίτηση να του φτιάξει ένα κόσμο από την αρχή...  Η μαμά, όμως, που εμφανίζεται κυρίως ως μια προβολή, δεν του γίνεται αντιληπτή (και χρηστική) στις κατάλληλες οπτικές και χρονικές γωνίες οπότε, το παιδί πεισμώνει: Να πεθάνεις μαμά! (...) που με θέλεις πότε κατσικάκι και πότε παιδάκι, ενώ δεν ξέρεις τι να κάνεις ούτε με το ένα ούτε με το άλλο... Όταν πεθάνεις, θα γίνω ό,τι θέλω...

Σε μια από τις αρχές αυτού του περιδινούμενου κειμένου το παιδί χωρίς ηλικία παραπονιέται στη μαμά χωρίς ηλικία: Τα άφησες όλα άνω κάτω.... Σε μια άλλη αρχή προσπαθεί να την αποκόψει γιατί, όπως εξηγεί: Βλέπεις, μαμά, μεγάλωσα και δεν είμαι ο πατέρας σου πια...

Αλλού πάλι, αποφασίζει να την τιμωρήσει, να μην ξαναδεχτεί να τη δει παρά μονάχα σε στάσεις ταπείνωσης να ζητά εξιλέωση: να πηγαινοέρχεσαι στον ύπνο μου, ξυπόλητη, το μόνο μέρος που θα σου επιτρέπεται να μιλάς. ... Ούτε καν αυτό – θα την αναγκάζει να σαλεύει άλαλα τα χείλη της, έτσι που το παιδί  να ακούει μόνο αυτά που θέλει.

Η μαμά πάλι (ή το παιδί ως μαμά) φέρεται αλλοπρόσαλλα, φαίνεται να προσπερνά αφηρημένα την ιστορική και κοινωνική της περσόνα, και να  μετατοπίζεται λάθρα, διαρρηγνύοντας το πλαίσιο κάθε παγιωμένου συμβολισμού της.

Η έννοια της μητρότητας, όπως την έχουμε επί αιώνες συνηθίσει, δεν υπάρχει πια εδώ. Υπάρχει μόνο η «όχληση» μιας αμοιβαίας καταπίεσης. Η συγγραφέας, εκτός κοινωνικών και «ηθικών» συμβάσεων, τολμά να αμφισβητήσει την «ιερότητα» στη σχέση μητέρας – παιδιού και ωθεί την εν λόγω σαρκοφάγο σχέση να επιστρέψει στα αρχετυπικά μέτρα του τυχαίου, του φυσικού, του ζωικού.

Στην περιελισσόμενη εξέλιξη της ιστορίας γίνεται μια παρεμβολή -αναφορά στη Θεοτόκο και στο Βρέφος, μέσα στην εικόνα που μας έχει εντυπώσει για πάντα το ιερό, αναπόδραστο μοντέλο:Ήταν νέα και κοιτούσε χαμηλά. Τόσο όμορφο, σκέφτηκε, λες και δεν γεννήθηκε ποτέ. Ο τρόπος που το κρατούσε ήταν σαν να προσπαθούσε να διακρίνει μιαν αποστολή. ... Το μόνο που ήθελε ήταν να τοποθετήσει το βρέφος οριζόντια στην εικόνα, να καλύψει το κενό της απουσίας της και να δραπετεύσει....Το μωρό έδειχνε να κοιμάται και όλα ήταν πιο ήσυχα. Θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένο, απαλλαγμένο από τον ακούσιο προορισμό...
... Κανείς δεν θα τους θυμόταν αργότερα και το γένος των ανθρώπων θα συνέχιζε να μη σώζεται...

Το παιδί χωρίς ηλικία που τα καταγράφει όλα αυτά τολμά επίσης, παράλληλα, να παίζει παιχνίδια με το χρόνο: Ο χρόνος ήταν άφθονος τότε και είχε φανταστεί ότι αν τον άφηνε ελεύθερο, θα του το ανταπέδιδε κάποτε...
Αλλά τα πράγματα δεν είναι ποτέ προβλέψιμα... Έτσι, κάνοντας
αυτή την σπειροειδή, διαρκώς παλινδρομούσα αναδρομή, τείνει να
συμπεράνει: Για όλα έφταιγε ο χρόνος, που δεν διατύπωσε με
σαφήνεια τις προτεραιότητες· τι πρέπει να γίνει τώρα, τι
αργότερα...

Όταν, τέλος, συνειδητοποιεί πλήρως τη φύση του, πανικοβάλλεται, δεν μπορεί πια παρά να αρχίσει να καταφεύγει στο τέχνασμα της τέχνης: γίνεται συγγραφέας, που σημαίνει ότι θα μπορεί πλέον να διαχειρίζεται πιο άνετα τα ελλείματα και τα πλεονάσματά του: Του έκλεβα, καθημερινά, υλικά δίχως αξία γι’ αυτόν, μαζεύοντάς τα υπομονετικά, σαν μυρμηγκάκι. Προσέχω να μην καταλάβει, βάζοντας στη θέση όσων λείπουν άχρηστα στιγμιότυπα από την καθημερινή μου ζωή...

Και ως συγγραφέας επιστρέφει, κυρίαρχος πια του παιχνιδιού, στο υποτιθέμενο παρόν του γραμμικού χρόνου, ακριβώς στο σημείο που αυτός γυρνά και δαγκώνει την ουρά του: η Αγγελική Στρατηγοπούλου αναδύεται στον λυτρωτικό «Ευαγγελισμό». Τι ευαγγελίζεται; Θαρρώ, μια ήρεμη αμμουδιά, να μοιάζει με την πρώτη μας παραλία, με: άμμο ψιλή, από τα κάποτε βουνά.

Φαινομενικά, όλα είναι πλέον σε κάποια τάξη και υπό έλεγχο:Το παιδί αποφάσισε να κατοικεί στο μυαλό μου τώρα....Τώρα, το αθώο και δαιμονικό της μέρος έχει πάρει όλη την ευθύνη για το ταξίδι, και θα συνεχίσει αυτή την ιλιγγιώδη περιφορά στο βυθό. Εκείνη, όμως, περνώντας μέσα από όλα αυτά τα κύματα, έχει ήδη κατορθώσει να αλιεύσει κάτι εδώδιμο και θρεπτικό (κι ας είναι αυτό –ίσως- μόνο το δόλωμα): Η σκέψη μου έγινε σώμα για να σωθεί. Την πιάνω, όπως τη μύτη και τ’ αυτιά. Την ακούω και τη διαβάζω. Έπαψε να κρύβεται από τη στιγμή που έμαθε ότι δεν τη φοβάμαι... 

Υγ: στα δομικά υλικά του παραπάνω κειμένου, εκτός από τις φράσεις του βιβλίου υπάρχουν και ομοϊδεάτες στίχοι δικοί μου – τα τέκνα των δημιουργών συναντιούνται, στη δική τους διάσταση, πιο συχνά από τους γονείς τους, και παίζουν μαζί τα ήσυχα και άγρια παιχνίδια τους.

     Παυλίνα Παμπούδη


Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Φεβρουαρίου 2011