Εκτύπωση του άρθρου

ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

Agnosia

 

Διάλογος με το Γιώργο Χαντζή

 

Ο νους αντιμέτωπος με το πράγμα.

 

Το ποίημα βλέπει το πράγμα. Έπεται, ότι το πράγμα οράται, πάλλεται ζωντανό. Το πράγμα περιγράφεται. Αναψηλαφείται. Επιμερίζεται ενδελεχώς. Τα μέρη ταξινομούνται και ανα-ταξινομούνται. Το ποίημα επιτυγχάνει ακριβείς συναρτήσεις μεταξύ των μερών. Γυρίζει το πράγμα τα μέσα-έξω. Τα άδηλα και κρύφια του πράγματος ξεχύνονται σε κοινή θέα. Το πράγμα είναι ανοιχτό, το πράγμα είναι ξεβράκωτο, το πράγμα κείται σα σπασμένο καρπούζι. Κι όμως, το πράγμα παραμένει άφαντο: ο νους δε βλέπει. Το μεσημέρι κοχλάζει. Δυο άνθρωποι κατηφορίζουν προς τη θάλασσα με τις πετσέτες στον ώμο. Γράφω εδώ και ώρα και το βλέμμα μου επιστρέφει ξανά και ξανά στη βάρκα απέναντι. Η βάρκα ‘ΡΙΣΤΙΝΑ’. Χώνω τα χέρια στο σπασμένο καρπούζι. Ζουλάω τις σάρκες του. Τρέχω ζουμιά. Το λάλον ποίημα -ο σπιούνος, ο χαφιές, το καρφί; Μουγκό ποίημα; Η κατοπτεύουσα νόηση. Τυφλή νόηση; Οι άνθρωποι είναι τώρα πιο κοντά. Μπορώ να ακούσω καθαρά τις ομιλίες τους μέσα απ’ τα τζιτζίκια. Δε γνωρίζουμε αν είναι και αυτοί μέρος του πράγματος, γιατί, αφού το πράγμα δε δύναται να εννοηθεί, δεν μπορούν να εννοηθούν ούτε τα μέρη που το απαρτίζουν. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από μας θα ζήσουμε χωρίς καν ποτέ να διερωτηθούμε για τη φύση του πράγματος, αφού η ίδια η ύπαρξή του μας διαφεύγει. Και είναι παντελώς άγνωστο εάν και πότε το πράγμα θα μας χαριστεί. Στο μεταξύ θα αναρωτιόμαστε τί σόι απάντηση είναι το ποίημα, την ώρα που δεν ξέρουμε καν σε τί είδους ερώτηση απαντάει. Είχε ξεκολλήσει το ‘Χ’.   

 

Αίγινα, 26 Μαΐου 2010


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Ιουλίου 2010