Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει ο Παναγιώτης Βούζης

 

 

 

Αλέξιος Μάινας, Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2021

 

Νύχτες με σβησμένο φως.
Ψυχές με ποδοπατημένα ημίψηλα,
πολίτες πίσω απ’ τις κουρτίνες.
Στριμωγμένοι απ’ τις προλήψεις.
Ρημαγμένοι απ’ την αλήθεια.

Στην πέργκολα παράκαιρες γλυσίνες
κρέμονται και γιορτάζουν.
Γιατί τα χέρια είναι πλασμένα
ν’ ακουμπάνε.

Ό, τι άγγιζες, σε αποζητά.

Μα αυτός που σε δημιούργησε
σε κοιτάει σαν ξένο.

            («Προσωπογραφία χωρίς στόμα», ΙΙ, σελ. 66)

Στα Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας τα ποιήματα οργανώνονται ως ένα κλειστό σύστημα. Οι συνδυασμοί των λέξεων αποτελούν μία κατηγορία σχέσεων στο πλαίσιο του συστήματος. Οι φιλοσοφούντες ή οι αποφθεγματικοί στίχοι ισοδυναμούν με αρχές και νόρμες οι οποίες ισχύουν επίσης εντός του. Οι εφαρμοζόμενες τεχνικές, η ενισχυμένη αφαίρεση, η αποσπασματικότητα, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, η ενσωμάτωση ονομάτων διανοούμενων και ποιητών του παρελθόντος, η τροποποίηση κοινότοπων εκφράσεων, αποσκοπούν και αυτές στη δημιουργία μίας σφαίρας κλειστής επικοινωνίας. Εδώ δεν λειτουργεί απλώς ο υπερρεαλισμός ή η συνακόλουθή του γενικευμένη συνειρμική διαδοχή, γιατί η γραμμικότητα του λόγου τίθεται στη διάθεση της ελεύθερης αντικατάστασης. Η ποίηση ταυτίζεται απόλυτα με την περιπέτεια της γραφής. Ο συνταγματικός άξονας καθίσταται εργαστήριο λεκτικών δοκιμών. Ώστε το ποίημα δεν έχει καμία εξωγλωσσική προέλευση αλλά μόνο μορφή.

Το βιβλίο του Αλέξιου Μάινα αντιπροσωπεύει περισσότερο μία κατατετμημένη μεταμυθοπλασία. Τα περιλαμβανόμενα ποιήματα ανταποκρίνονται στα στάδια μίας textualité η οποία ξεδιπλώνεται με έναν ελεγχόμενο ρυθμό. Ο τίτλος του βιβλίου επίσης αποτελεί προϊόν και απόσπασμα της συγκεκριμένης κειμενικότητας. Η μεταμυθοπλαστική αφήγηση και οι περιγραφές αναφέρονται σε έναν παρελθοντικό κόσμο ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση εξαίρεσης. Δηλαδή, τίθενται σε λειτουργία η σημειοδότηση και η σημασιοδότηση ενός ετερόκοσμου. Ακολουθείται μία ποιητική θεωρία η οποία έχει συγγένεια με εκείνη του Κώστα Παπαγεωργίου: Πριμοδοτείται μία φρασεολογία με ελάχιστες συνδέσεις με το σύγχρονο πραγματολογικό περιβάλλον. Και όπως στην ποίηση του Παπαγεωργίου, ο φυσικός κόσμος συνιστά και εδώ έναν βασικό παράγοντα. Μόνο που διαμορφώνεται μία τοπολογία κατά την οποία η Φύση αλλοιώνεται και αφομοιώνεται από έναν εκθετικά διαστελλόμενο χώρο, αυτόν του σπιτιού. Η πραγματικότητα εξομοιώνεται εν τέλει με ένα αφύσικα επεκτεταμένο σπίτι από το παρελθόν, πνιγμένο στην υγρασία και φωτισμένο από ένα πράσινο ημίφως, όπου το άσυλο καταντά τόπος εγκλεισμού και αποσύνθεσης. Πρόκειται για την αντιστροφή της ένδον απόσυρσης. Το μέσα γίνεται έξω. Το γεγονός του εγκλεισμού καθολικεύεται, καθώς μεγεθύνεται μέχρι τα όρια της πραγματικότητας. Συγχρόνως όμως υποκειμενοποιείται, επειδή η πραγματικότητα ταυτίζεται με μία ετερόκοσμη εκδοχή της. 

Χαρακτηριστικό όρο της προηγούμενης συνθήκης αποτελεί η οριστική ακινητοποίηση στο παρελθόν, η καθήλωση σε έναν χρονικό βρόχο όπου αναπαράγονται διαρκώς οι ίδιες στιγμές. Οι εμπειρίες οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά δεν βιώνονται αλλά καθίστανται απρόσιτες. Συνιστούν ανοίκεια στιγμιότυπα, από τα οποία το υποκείμενο αποκλείεται και συνακόλουθα απομένει εκτός της ζωής του. Δεν υφίσταται καν ούτε ως παρατηρητής των συμβάντων, γιατί παγιδεύεται μέσα τους. Επομένως, εδώ συντελείται η προσάρτηση του μακρόκοσμου σε έναν ανοίκειο μικρόκοσμο. Ολοκληρώνονται η απάλειψη του «έξω» και η εδραίωση ενός διαφορετικού «έξω», το οποίο ισοδυναμεί με μία αλλοτριωμένη και παγιδευμένη ζωή. Σε μία τέτοια κατάσταση το υποκείμενο αποδεικνύεται κενό. Ώστε ανακύπτει το ζήτημα της γνησιότητας των αναμνήσεων. Αυτές εμφανίζονται στα ποιήματα με τη μορφή υπερυπαινικτικών καταγραφών που για κανέναν άλλον δεν σημαίνουν παρά για το ποιητικό υποκείμενο. Η κατασκευασμένη όμως ταυτότητα του υποκειμένου καταδεικνύεται, όπως σημειώθηκε, μέσω της απόδειξης της κενότητάς του. Άρα, ποιος αντιστοιχεί στον φορέα των αναμνήσεων; Η απάντηση είναι ότι ο φορέας δεν υπάρχει. Προβάλλεται λοιπόν η τεχνητή φύση των αναμνήσεων, η υπαγωγή τους σε μία κατασκευασμένη πραγματικότητα. Η αυτοβιογραφία παραχωρεί τη θέση της στην αυτοαναφορικότητα και η δεύτερη στην ποιητολογική παρατήρηση ότι την πρωταρχική τάση των ποιημάτων αποτελεί η απόσχισή τους από τον εξωγλωσσικό κόσμο.

Συγκεφαλαιωτικά, στα Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις… εφαρμόζεται μία ποιητική εργαστηρίου κατά την οποία δοκιμάζονται μέθοδοι που όλες αποσκοπούν στην ερμητική κλειστότητα της γραφής. Σε ένα περιχαρακωμένο πλαίσιο επικοινωνίας, όπου η σημειοδότηση και η σημασιοδότηση συμμορφώνονται προς τη μεταφορά του εγκλεισμού ολόκληρου του κόσμου μέσα στα όρια ενός σπιτιού. Το ερώτημα επομένως τώρα είναι πώς ένα τέτοιο ποιητικό εγχείρημα, το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από την περιπέτεια της γραφής, μπορεί να παραπέμπει στην εξωγλωσσική πραγματικότητα; Η ποίηση του Αλέξιου Μάινα επιτυγχάνει την αναφορά στο σύγχρονο πραγματολογικό περιβάλλον, επειδή προκύπτει όπως τα αυτοποιητικά συστήματα του Niklas Luhmann: από τις σχέσεις μεταξύ των ίδιων των στοιχείων της και από την αυτονόμησή της από τον εξωγλωσσικό κόσμο. Κατά συνέπεια, ενσωματώνει τις εξωτερικές πληροφορίες –ανάλογα με τα αυτοποιητικά συστήματα– μεταλλάσσοντάς τις σε δικά της φαινόμενα χάρη στην τροποποίηση της σχεσιακής κατάστασή της. Οργανωμένος ο ετερόκοσμος, στον οποίο αναφέρονται τα ποιήματα του βιβλίου, ως αυτόνομο σύστημα διεκδικεί την αναγωγή του σε ένα είδος διαθλασμένης πραγματικότητας και μαζί τη φυσικοποίηση και τη μονιμότητά του. Αποτελώντας μία άρτι εγκαθιδρυμένη σκοτεινή πραγματικότητα η οποία δημιουργεί την εντύπωση πως υφίσταται από πάντοτε αντιστοιχεί στο πανδημικό περιβάλλον των δύο τελευταίων ετών.

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο σπίτι.
Τα λιθόστρωτα κι οι προτομές
οδηγούν στο μπάνιο.
Δεν υπάρχει Ιθάκη.

Κάτσε εκεί στον δήμο σου.
            («Τα πρωτόκολλα της αφής», ΙΧ. [Ο σκαπανέας κατακτά τα πόμολα], σελ. 92)
                                        
Ο Αλέξιος Μάινας υπηρετεί την τέχνη του ακολουθώντας αρχές πρωτότυπες αλλά και δύσκολες. Δύσκολες, γιατί κατά την υλοποίησή τους εγείρουν το εμπόδιο του βάθους και ειδικότερα τα προσκόμματα της λογοτεχνικής και της φιλοσοφικής παράδοσης. Οι δύο προηγούμενες παραδόσεις εδώ συνδυάζονται και ο συνδυασμός τους απολήγει σε ένα διακείμενο, στο οποίο η πρόθεση «διά» σημαίνει και την τομή στον χρόνο, επομένως και την πριμοδότηση της ιστορικής διάστασης. Όμως η σημερινή εποχή έχει ως καταστατικά στοιχεία την επιφάνεια, την απώλεια της παράδοσης και το σβήσιμο της ιστορίας μέσω μίας συστηματικής παροντοποίησης. Γι’ αυτό τα αντίθετα στοιχεία τα αντιμετωπίζει ως προσκόμματα. Η ποίηση του Αλέξιου Μάινα βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και κάθε εξελικτική βαθμίδα της ξαφνιάζει πολύ θετικά. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι πως θα ανταποκριθεί με επιτυχία και στο συγκεκριμένο πρόβλημα, δίνοντας περισσότερα ποιήματα όπως το παρατιθέμενο πιο πάνω, το οποίο διαρρηγνύει τη στεγανότητα του συστήματος, γιατί ξεδιπλώνεται με έναν πλάγιο τρόπο χωρίς να απομένει κλειστό και ταυτοχρόνως γίνεται απίστευτα καίριο. Η εμμεσότητά του υπερβαίνει την πιο απερίφραστη ευθύτητα. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα ποιήματα που γράφηκαν για τους επιβεβλημένους εγκλεισμούς κατά την πανδημική συγκυρία.                      
              


Ημ/νία δημοσίευσης: 27 Ιανουαρίου 2022