Εκτύπωση του άρθρου

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ

 

ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ/ Μια ανάγνωση του έργου Ο εχθρός του ποιητή του Γιώργου Χειμωνά

 

 

Ρήξεις και εκρήξεις

Το έργο του Γιώργου Χειμωνά προκαλεί ρήξεις και εκρήξεις που, όπως φαίνεται, έχουν αλλάξει σημαντικά το υπέδαφος της ελληνικής λογοτεχνίας. Το αδιάπτωτο ενδιαφέρον που προκαλεί μέχρι και σήμερα το έργο ενός «αιρετικού» της λογοτεχνίας, αλλά και η δημιουργία «λογοτεχνικού συμπτώματος Χειμωνάς» αποδεικνύουν τη δυναμική της εικονοκλαστικής δράσης, η οποία χαρακτηρίζει τόσο το θεωρητικό όσο και το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα. Η νέα αντίληψη για το λόγο που εισάγει το πρώτο, μπορεί να εμπεριέχει το σπέρμα της ηρακλείτειας σκέψης, αλλά αποτελεί καινοτόμο πρόταση στη χορεία των σύγχρονων λογοτεχνικών θεωριών. Όσο για το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα, « μια άλλη όραση εγκαινιάζεται, μια καινοφανής τεχνική θεσπίζεται, και, κυρίως, μια άλλη γλώσσα εισβάλλει αποψιλωμένη από τα ψιμύθια ενός, άλλοτε υπόγειου και άλλοτε έκτυπου, ‘πουριτανισμού’»1 (ενν. της γραφής). Επιπλέον, τα ολιγοσέλιδα αφηγήματα του Χειμωνά, κινούμενα στα όρια της νουβέλας από την άποψη της έκτασης, υπονομεύουν, εκόντα άκοντα, την ίδια τους την ειδολογική ταυτότητα.2 Είναι, επί της ουσίας, «ανυπάκουα» κείμενα, αφού μεταθέτουν το βάρος της παράδοσης, δημιουργώντας νέους ειδολογικούς όρους ύπαρξης. Μεταξύ νουβέλας και μυθιστορήματος, μεταξύ ποίησης και πρόζας, τα λογοτεχνικά κείμενα του Χειμωνά αποφεύγουν να ορίσουν με ακρίβεια την ταυτότητά τους, όπως συμβαίνει με τα παραδειγματικά συστήματα ειδών, υπερβαίνοντας «την παραδεδομένη λογική για την αφηγηματική εν γένει οργάνωση και το θεραπευτικό (για τον αλλοτριωμένο στα δεσμά του Δυτικού Λόγου άνθρωπο) άνοιγμα στην πιο άμεση, σχεδόν ωμή πραγματικότητα του λόγου»3 και πλησιάζοντας, έτσι, τα τροποποιήσιμα συστήματα ειδών. Ο ειδολογικός γρίφος που προκαλούν τα λογοτεχνικά έργα του Χειμωνά παραπέμπει στην ειδολογική εκείνη α-τοπία του M.Blanchot, κατά την οποία δεν ενδιαφέρει η κατάταξη των λογοτεχνικών κειμένων σε συγκεκριμένα είδη, τη στιγμή που υπέρκειται αυτών το «υπέρτατο» είδος, η ίδια η λογοτεχνία, η οποία καθιστά κάθε θεσμοθετημένη διάκριση περιττή.4

Στις επανειλημμένες-και εύγλωττες-ερωτήσεις που υποβάλλονταν στο Χειμωνά στις συνεντεύξεις του για το αν πολιτογραφούσε τον εαυτό του στην πολιτεία των ποιητών ή των πεζογράφων, ο Χειμωνάς αρνούνταν την ιδιότητα του ποιητή ή του πεζογράφου, προτιμώντας αυτήν του αφηγητή. Αν και ο αφηγηματικός ιστός δεν είναι πάντα άμεσα ορατός στα κείμενά του, καθώς αυτά κείτονται ακρωτηριασμένα και περιδινούν τα σπαράγματά τους σε έναν αέναο στροβιλισμό ή εναλλάσσουν με πυρετώδη ρυθμό εικόνες με την μέθοδο της κινηματογραφικής ταυτοχρονίας, κάθε αναγνώστης θα διαπιστώσει αφηγηματικά θραύσματα ένθετων αφηγήσεων σε αναφερόμενο ή μιμούμενο λόγο, έτσι ώστε «ο συγγραφέας γίνεται τελικά μεσολαβητής των αφηγητών του∙ γράφει για να τους παραδοθεί, στον ένα μετά τον άλλο. Σάμπως η αφήγηση να μην είναι δικό του έργο αλλά του ίδιου του αφηγήματος, που τη γεννά για να υπάρξει. Από την άποψη αυτήν πρέπει να θεωρηθεί το πεζογραφικό έργο του Χειμωνά εσωτερικά, γενετικά αφηγηματικό.»5 Ο αναγνώστης των, ούτως ειπείν, αφηγημάτων του Χειμωνά αδυνατεί να ανακαλέσει στα κείμενα αυτά οικείες αφηγηματικές συμβάσεις εγγεγραμμένες στην αναγνωστική του συνείδηση. Αδυνατεί να βρει, αβρόχοις ποσίν, τον μίτο που θα τον οδηγήσει με ασφάλεια στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους μιας αφήγησης που, αν και γεωμετρικά δομημένη, αποφεύγει, κατά κανόνα, την ευθεία γραμμή. Εκπλήσσεται με την ανορθόδοξη στίξη, τις λεκτικές ακροβασίες στον συνταγματικό άξονα των ακρωτηριασμένων φράσεων και προτάσεων, α-πορεί με τις αναπάντεχες σιωπές και τις λευκές σελίδες των βιβλίων του συγγραφέα. Μπορεί, ωστόσο, και ακριβώς για όλα αυτά, να παρασυρθεί, όπως το επιθυμεί, άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας, από έναν ρυθμό που φαίνεται να συνέχει το λόγο των κειμένων, μπορεί να ακούσει τις σιωπές σαν μουσικές παύσεις μιας αρμονίας που έρχεται από μακριά, από το λόγο της αρχαίας τραγικής ποίησης ή τον «ανεκλάλητο ηχό» από τον Κρητικό του Σολωμού. Μπορεί να αισθανθεί ότι όλα αυτά συμβαίνουν «σε μια προσπάθεια να ξανακερδηθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, η χαμένη ενότητα ενός πρωτογενούς λόγου, όπου ρυθμός και νόημα δεν ξεχωρίζουν. Αυτός ο αιρετικά ρυθμισμένος λόγος προτείνει εντέλει έναν άλλο τύπο ομιλίας. Θα την έλεγα κοσμογονική, στο βαθμό που φιλοδοξεί να φτιάξει απαρχής τον κόσμο».6 Προτείνει, αλλιώς, έναν τύπο ομιλίας μάλλον ποιητικό, που στο Χειμωνά συναιρείται με μια πρόζα η οποία αφηγείται με τη γλώσσα της ποίησης, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών.

Εννέα «μαθήματα»7 παραδεδομένα στον αναγνώστη από τον ίδιο τον Χειμωνά συνιστούν μια απαραίτητη, ίσως, μαθητεία για την προσέγγιση του έργου του συγγραφέα. Αν και ο ίδιος ο Χειμωνάς διαχωρίζει ρητά το θεωρητικό από το λογοτεχνικό του έργο και αρνείται τη μελέτη του πρώτου ως προϋπόθεση για την προσέγγιση του δεύτερου, είναι μεγάλος ο πειρασμός του κάθε επίδοξου μελετητή της λογοτεχνίας του Χειμωνά να εισδύσει στη σκέψη του τελευταίου μέσω των κειμένων του για το λόγο. Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο, και παρά τις κατηγορηματικές διευκρινίσεις του συγγραφέα για το αντίθετο, ο αναγνώστης του Χειμωνά δύσκολα μπορεί να αγνοήσει την πολύχρονη και επιστημονικά αναγνωρισμένη θητεία του συγγραφέα στην θεωρητική και έμπρακτη άσκηση της Ψυχιατρικής επιστήμης.8 Επιπλέον, το μεταφραστικό έργο του συγγραφέα φέρνει στο φως πιθανές λογοτεχνικές επιρροές που, ως ένα βαθμό, έχουν αφήσει το ίχνος τους στην πρωτότυπη, προσωπική του δημιουργία. Τέλος, η πληθώρα των διακειμένων, φανερών και λανθανόντων, που συναντά κανείς στις κειμενικές επιστρωματώσεις του λογοτεχνικού του έργου, αποκαλύπτει με ασφάλεια την λογοτεχνική ή φιλοσοφική σκευή ενός ανθρώπου που από πολύ νωρίς ενεπλάκη στην περιπέτεια του λόγου, κατ’αρχάς με την ιδιότητα του αναγνώστη.9

Ο λόγος του ορίου

«Ο άνακτας, που του ανήκει το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά μονάχα σημαίνει10 Ο λόγος που κατέχει τη Γνώση, δεν μπορεί, όπως φαίνεται από την Ηρακλείτεια ρήση, παρά να ομιλεί δια των σημάτων του.

Ο λόγος της Τέχνης, ο λόγος δηλαδή που επιχειρεί συνειδητά να εκφέρει ο Χειμωνάς, είναι, κατά την άποψή του, διαφορετικός από τον καθημερινό λόγο. Αν ο τελευταίος είναι αντιφατικός και υπονομευτικός της συνείδησης, ο λόγος της Τέχνης είναι παγκόσμιος και ανιστορικός, καθώς παραπέμπει σε μια μακρινή κι εγκαταλελειμμένη γλωσσική γενέτειρα, άρα μπορεί να εκληφθεί ως ένα γλωσσικό απόν. Αν, επιπλέον, ο κοινωνικός λόγος κατέστρεψε την πολύτητα του λεκτικού παρόντος, προδίδοντας έτσι την αενάως ρευστή συνείδηση που δεν είναι άλλο από τη συνάντησή μας με τον κόσμο και, επομένως, την κατοχή του, υπάρχει-ευτυχώς- ο λόγος της Τέχνης, που «παραμένει γλώσσα του ενός-παντός ανθρώπου» και «καμιάν απάντηση δεν περιμένει και δεν προκαλεί, μοναχά ολικές κι αμίλητες συγκινήσεις».11 Αυτή η κοινή γλώσσα μόνον τότε θα χαθεί, «όταν θα έχει βρει τις Ακριβείς λέξεις της, την συγκεκριμένη, πλήρη ομιλία της».12 Ως τότε, πάσχει ακολουθώντας την πάσχουσα ανθρώπινη συνείδηση, καθώς προσπαθεί να συμπεριλάβει τόσο το κεντρομόλο και συμβολικό λεκτικό όσο και το φυγόκεντρο και αφαιρετικό άλεκτο, δημιουργώντας έναν λόγο α-συνεχή, που μπορεί να παραπέμπει σε αυτόν των αφασικών. Αυτό συμβαίνει γιατί ο τελευταίος αναιρεί τη σύμφυση σημαίνοντος και σημαινομένου που παρατηρείται στη συνήθη εγκυστωμένη γλώσσα, αποσπώντας το σημαίνον από το σημαινόμενο και, επομένως, απελευθερώνοντας το άλεκτο που ενταφιάζεται σε αυθαίρετα σημαίνοντα, τα οποία επιχειρούν αμήχανα να κωδικοποιήσουν τα ρέοντα, πλούσια και σαφώς αρχαιότερα σημαινόμενα. Εφόσον, άλλωστε, ο άνθρωπος είναι δυνάμει φορέας ολόκληρου του νοολεκτικού συστήματος, η Τέχνη είναι αυτή που με τη γλώσσα της μπορεί να αναδείξει τις έμφυτες δυνατότητες του ανθρώπου να αναδιφήσει το πραγματικό, αλλά και να εννοηθεί ο ίδιος από τον Κόσμο. Ως εκ τούτου, η γλώσσα της Τέχνης μοιάζει να είναι αβυσσαλέα φιλόδοξη. «Η τέχνη, από καταβολής της, κρατά από τον νοητικό πάγο της γνώσης κι από την μανική ορμή της υπέρβασης: είναι δηλαδή καθαρή όπως η επιστήμη και υποβόλιμη όπως η φιλοσοφία».13 Διασχίζει το ανθρώπινο, για να εκβάλει πέρα από αυτό. Ο Χειμωνάς, ανασκάπτοντας τη θαμμένη «αρχαία χλιδή του λόγου»,14 στα συναπαντήματά του με τη σοφία των αρχαίων προγόνων του απευθύνεται μαζί τους σε όλο το ανθρώπινο γένος.

Αν και παλίμψηστος ο λόγος του Χειμωνά, είναι, ωστόσο, λόγος ανατρεπτικός και, γι’αυτό, ιδιαίτερα φιλόδοξος. Ακολουθώντας την αρχαία εντολή, ο συγγραφέας επιχειρεί να ενσωματώσει στα κείμενά του το χάος, να μορφοποιήσει το άμορφο, να υιοθετήσει, με άλλα λόγια, «μια συμπεριφορά κενού».15 Αυτό, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνον με βίαιη οξύτητα, όπως επιτάσσουν, εξάλλου, οι καιροί. «Ο νέος λόγος είναι Τραχύς, Μνησίκακος, Θυμωμένος»,16 άρα είναι λόγος που έχει ήδη ειπωθεί από προγονικές φωνές, εκφράζοντας την ίδια πυρετώδη ένταση με εκείνες, την ίδια διανοητική αγωνία.17 Είναι, ταυτόχρονα, και λόγος σύγχρονος, καθώς βρίσκεται στην καμπή του «αιώνα λόγου»,18 στο «τέλος του καιρού»,19 άρα είναι οριακός και εξαιρετικά επείγων, αφού καλείται να δείξει στον σύγχρονο άνθρωπο τα έσχατα όρια του μύθου και του δράματος. Εκφερόμενος, λοιπόν, σε μια εποχή τομής, ο λόγος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι αληθινός, έντιμος και, γι’αυτό υπεύθυνος, μετατρέποντας την κρίση, κατά τη διάρκεια της οποίας εκφέρεται, σε πρόσφορη ευκαιρία να διεγείρει τον αποδέκτη του, να απευθυνθεί και πάλι, δηλαδή, στο βαθύτερο και αρχέγονο ανθρώπινο ήθος. Το άχθος του λογοτέχνη φαίνεται να είναι σε αυτήν την περίπτωση δυσβάσταχτο, ευθέως ανάλογο της βαρύτητας που διακρίνει το χρέος ή, τελικώς, την φιλοδοξία του να εκφέρει-αυτός ειδικά- το μεγάλο λόγο του τέλους, τον κοινό και γενικό λόγο που δεν μπορεί παρά να προκαλεί συγκρούσεις και ρήξεις.20

Ο γεωμέτρης ποιητής

Στα εννέα λογοτεχνικά του έργα ο Γιώργος Χειμωνάς φαίνεται να ακολουθεί ένα μοναχικό μονοπάτι, δύσβατο, όπως έχει ήδη διαφανεί, σε μια διαδρομή με αμφίβολο τέλος. Από τον εφηβικό Πεισίστρατο έως τον ώριμο Εχθρό του ποιητή, οι δαίμονες της γραφής φαίνονται να κατατρύχουν το συγγραφέα, συγκοινωνώντας έτσι με το θεωρητικό περί Λόγου έργο του.
Ο τίτλος του τελευταίου δημοσιευμένου αφηγήματος του Γιώργου Χειμωνά παραπέμπει εξαρχής τον αναγνώστη σε ένα έργο περί ποιητικής:21 Ο εχθρός του ποιητή είναι ό,τι απομένει από ένα πολυπρόσωπο δαιδαλώδες και ολιγοσέλιδο-κατά την προσφιλή τακτική του συγγραφέα- κείμενο που καλεί, για μια ακόμη φορά, τον αναγνώστη στο γοητευτικό κόσμο της αινιγματικότητας. Κατά τον ίδιο τον Χειμωνά, ο εκάστοτε τίτλος των έργων του «αναπαριστά ό,τι μπορεί να νοηθεί ως θέμα, ως ον του κειμένου- είναι η ‘ταυτότητά’ του, σημαίνει μια διαρκή αναφορά όλων των συστημάτων του κειμένου σε μια έννοια ολική, ανακεφαλαιωτική, αλλά και ‘υλική’, η οποία προλαμβάνει ό,τι θα ιστορηθεί στο κείμενο, είναι εκεί για να απορροφά όλες τις, συνεχώς, διαφεύγουσες σημασίες του κειμένου- είναι πάντα εκεί, στην διάρκεια της ανάγνωσης, για να δέχεται όλες τις λεκτικές και, κυρίως, τις άλεκτες παραπομπές που αυτή η ίδια η ανάγνωση υποβάλλει».22 Όλα τα επεισόδια/εικόνες που κινούνται περιφερειακά της εγκυστωμένης, ανακεφαλαιωτικής έννοιας του τίτλου θα πρέπει, λοιπόν, βάσει της αναγνωστικής υπόδειξης του ίδιου του συγγραφέα, να συναρτηθούν προς την υποβαλλόμενη ιδέα του τίτλου. Έτσι, και τα τρία κεφάλαια23 του έργου, απορροφώνται στο πρώτο και ομότιτλο του βιβλίου. Το δεύτερο κεφάλαιο, εξάλλου, με τον εύγλωττο τίτλο Διάδρομος αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, τον προθάλαμο εισαγωγής στο εξόδιο τρίτο και τελευταίο υπό τον τίτλο Ο βοηθός των θαμμένων, το οποίο φαίνεται να κλείνει τον κύκλο μιας αφήγησης που, κατά την παράδοση των ανοικτών κειμένων του Χειμωνά, δε δίνει την εντύπωση ότι κλείνει. Το τρίγωνο που φαίνεται να σχηματίζουν τα επιμέρους τμήματα του έργου, αποτελεί, πιθανότατα, το κυρίαρχο οργανωτικό σχήμα του βιβλίου.24 Όλα τα επεισόδια και οι προκαλούμενοι από αυτά κραδασμοί είναι πιθανόν να γεωμετρούνται με διαρκώς κινούμενα και μεταβαλλόμενα τριγωνικά σχήματα, παράλληλα με την προγραμματική δυαδικότητα που χαρακτηρίζει τη θεωρία και την πράξη της γραφής του Χειμωνά.

Κατ’αρχάς, ο αφηγηματικός ιστός «εγγράφεται σε ένα γεωμετρικό τρίγωνο που ενώνει την Ελλάδα με τη Βρετάνη και τη Μ.Ασία».25 Ο χρόνος περιλαμβάνει, εμφανώς, τρία επίπεδα: το παρελθόν του ποιητή/ήρωα, το παρόν, αλλά και το αόριστο μέλλον, το οποίο, όπως και το παρελθόν, δημιουργεί ένα ρευστό συνεχές που διαπλέκει διαρκώς την τέταρτη διάσταση της αφήγησης. Τα κύρια πρόσωπα του δράματος που εκτυλίσσεται στις ολιγάριθμες σελίδες του αφηγήματος φαίνονται να συγκοινωνούν ή να επικοινωνούν σε τριαδικές σχέσεις∙ ενδεικτικά, οι τρεις κύριοι εγκάτοικοι του έργου που διαδραματίζουν πυρηνικό ρόλο εξωθούν τα υπόλοιπα πρόσωπα στην περιφέρεια: η δίδυμη και αμφίθυμη Κυβέλη-Αρετή, ο ήρωας του έργου αδελφός της Λάιος, Κωνσταντής και Γιώργος, η αινιγματική γυναίκα-ερωμένη Ελένη Ξένου. Τα ονόματά τους, άλλοτε κοινόχρηστα κι άλλοτε ανασκαπτικά της ελληνικής, αρχαιότερης και νεότερης, μυθολογικής παράδοσης, παραπέμπουν στα συνήθη ονοματολογικά παλίμψηστα της ιδιόμορφης πεζογραφίας του Χειμωνά, αποτελώντας σημάνσεις βοηθητικές για την περιπλάνηση του αναγνώστη στις αλλεπάλληλες επιστρωματώσεις που χαρακτηρίζουν, όπως έχει προειπωθεί, το λόγο του συγγραφέα. Η υπόθεση του έργου φαίνεται μάλλον απλή: « Το υποκείμενο της αφήγησης (ένας ποιητής, βασικός ομιλητής και ακροατής της διήγησης) οδεύει και φτάνει στον εντεταλμένο του θάνατο∙ στον δύσκολο δρόμο του υποβοηθείται και πιέζεται διαδοχικώς από την μάνα του, την δίδυμη αδελφή του, την απόξενη ερωτική φίλη, τον απρόσωπο εκτελεστή του φόνου του, τον επώνυμο τέλος κηδευτή του».26 Η εμπεδόκλεια Ανάγκη, οικεία δύναμη που κινεί το μυθιστορηματικό κόσμο του Χειμωνά, φαίνεται να ορίζει τη δράση του μικροκόσμου και αυτού του έργου.

Οι πάσχοντες δίδυμοι

Ο ποιητής, πρωταγωνιστής και κύριος αφηγητής του εν λόγω έργου, συγκεντρώνει στο πρόσωπό του προσδοκίες στις οποίες η εξαντλημένη φύση του δεν είναι δυνατόν να μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι, έχοντας διανύσει μια ζωή με κόπους θανάσιμους με αρρώστιες βαριές27 αφηγείται αναδρομικά και αποσπασματικά μια ζωή που τον συνδέει άρρηκτα με την κοινή μοίρα των ποιητών: μια ζωή εν κινδύνω, θύμα, όπως και οι ομότεχνοί του, της σκοτεινής πλεκτάνης των ανθρώπων,28 με την αγωνιώδη επίγνωση ότι οι ποιητές κινδυνεύουν από τους αγαπημένους. Τους διεκδικούν από το μοναδικό ον που έχουν ανάγκη οι ποιητές. Τον άγνωστο κι αθέατο μάρτυρα της ζωής τους.29 Έτσι κι ο Κωνσταντίνος Λάιος, ο επώνυμος ποιητής και ομοδιηγητικός αφηγητής της προσωπικής του ιστορίας, γνωρίζει τόσα χρόνια πολύ καλά πως μονάχα αυτός ο παντεπόπτης κι αθέατος μάρτυρας, πιστός φρουρός κι ακαταπόνητος θεατής, έδινε αξία στην ζωή μου και ακοίμητος παραμόνευε το έργο μου. Περιφερόταν στα σύνορα της ζωής μου και εγγυώταν για την δραματικότητά της, την επεκύρωνε.30 Στο τέλος του καιρού και εκφράζοντας εξ αυτού την απελπισμένη επιθυμία να διαρρήξει τη σχέση του με κάθε τι το φυσικό, είναι αμφίβολο αν ο ποιητής μπορεί να συνθέσει εκείνο το έσχατο μικρό λυπημένο ποίημα, με το οποίο ο αιώνας θα αγιασθεί από την τέχνη κι ο κόσμος όλος θα αισθανθεί το μεγαλείο της,31 όπως λέει σιβυλλικά η φιλάνθρωπη αδελφή του Κυβέλη, που με αγιότητα, μαρτυρική μέριμνα και πίστη για τους ανθρώπους,32 προσδοκά μια ποιητική πράξη γενναιοδωρίας προς την ανθρωπότητα. Απαντώντας στην υπέρμετρη φιλοδοξία της δίδυμης αδελφής του, ο καταπονημένος ποιητής εκστομίζει προγραμματικά: Από σήμερα θα ζήσω περιμένοντας το υπερφυσικό.33 Για να συμβεί, όμως, αυτό, ο φύλακας άγγελός του και αθέατος επόπτης της ζωής του θα φανερωθεί ξαφνικά την ώρα που θα κινδυνεύει η ζωή μου την ώρα. Που ένα χάλκινο ποίημα πάει να μπηχτεί κάτω από την καρδιά μου34 : την έσχατη ώρα της ποίησης, όπου οι δαίμονες που ταλάνιζαν τον νευρωτικό νεανικό «Πεισίστρατο» θα έχουν σιωπήσει οριστικά με τον αναμενόμενο υπερφυσικό θάνατο του ποιητή.35

Η εγγενής λύπη του ήρωα φαίνεται να είναι θανατηφόρα. Ο ποιητής περιμένει εξαρχής το θάνατό του,36 ο οποίος, όπως θα γίνει στη συνέχεια αντιληπτό, προβλέπεται και προφητεύεται από άλλους. Κουρασμένος βαριά, ο ήρωας μοιάζει να επιθυμεί το τέλος του, φαίνεται ότι, σαν τον Άμλετ, «τον καταναγκάζουν να ζήσει».37 Σε όλη τη διάρκεια του έργου περιφέρεται σαν ξένος σε περιβάλλοντα οικεία, γίνεται ακροατής ετερόκλιτων λόγων, παθητικός θεατής αλλόκοτων συχνά συμβάντων, αποδέκτης αιτιάσεων, επιπλήξεων, βαρύτατων αποστολών, τρυφερών εκδηλώσεων αληθινής αγάπης. Γι’αυτό και η ιστορία του βιώνεται ως πάθημα από τον αναγνώστη, που, ενδεχομένως, αντλεί από την κοίτη των παθών του ήρωα τα προσωπικά του πάθη.38 Οι άλλοι βρίσκονται γύρω από τον ποιητή, για να του υπενθυμίζουν το σύμφυτο με την ύπαρξή του άλγος, αρχέγονο και πάγκοινο, αφού ο ποιητής μιλάει δια στόματος όλων, εμπεριέχει όλους κι απευθύνεται σε όλους. Η θλίψη του είναι υπαρξιακή, οι ρίζες της βαθιές, ζει απειλημένος, καταπατημένος, δικασμένος και, χωρίς να επιδιώκει να παραιτηθεί, όπως θα περίμενε κανείς, από το μόνιμο και νόμιμο ανθρώπινο άλγος, φαίνεται, αντίθετα, να το επιδιώκει, μέσω του διαρκώς μεταμορφούμενου σώματος του ίδιου και του λόγου του.
Η αφήγηση της αληθινής ιστορίας του ποιητή μοιράζεται σε μια διελκυστίνδα λόγων που αλληλοδιαπλέκονται με τρόπο που μοιάζει να είναι απολύτως υλικός, ρεαλιστικός. Οι λόγοι αυτοί, παράλληλοι με τον πανταχού παρόντα λόγο του αφηγητή-ποιητή, φωτίζουν αφ’ενός λεπτομέρειες που σημαίνουν τις επιμέρους ζωές των ηρώων και αφ’ετέρου την τραγική ουσία, δηλαδή «τις αντιφάσεις που καθοδηγούν την ανθρώπινη ύπαρξη και πράξη στην ιστορική της μοίρα»∙39 είναι λόγοι αποκλίνοντες μεταξύ τους, αλλά συγκλίνοντες σε ένα κοινό κέντρο: τον ποιητή και τον αινιγματικό εχθρό του. Ό,τι μαθαίνουμε για τον ήρωα, την τραγική γενεαλογία του και τις μετέπειτα προεκτάσεις της προέρχεται καταρχήν από την αξιόπιστη πηγή που είναι η άτεκνη δίδυμη αδελφή του, επονομαζόμενη κατ’αρχάς Κυβέλη και, στη συνέχεια, Αρετή∙ βάσει της σημειολογίας της διπλής της ονομασίας, η γυναίκα αυτή γίνεται γήινη δημιουργική μυθική ενσάρκωση, Πινδαρική «μάτερ θεών», αλλά και άθυρμα μια μοίρας που την κατέστησε, ερήμην της, πρόξενο οικογενειακής τραγωδίας στην μπαλλάντα «Του Νεκρού Αδελφού». Το δίδυμο είδωλο του ποιητή, η αδελφή του, ζει οριστικά εκπατρισμένη από τη γενέθλια Θεσσαλονίκη στο χωριό Henvic της σκοτεινής Βρετάνης και στο παλιό πρεσβυτέριο που λέγεται Ty Croas, λόγω του γάμου της με τον Yannic, γάμο ανεπιθύμητο από τη μητέρα τους Ευρυδίκη που, ωστόσο, έγινε αποδεκτός λόγω των λαμπερών προαισθημάτων40 του αδελφού ποιητή. Δια των σημάτων του ο αφηγητής/ποιητής προτείνει προληπτικά επόμενα στάδια της ιστορίας του: η επιμονή του για το γάμο και το συνακόλουθο σκληρό αποχωρισμό προσημαίνει το καθήκον του Κωνσταντή-«Νεκρού Αδελφού» της παραλογής να φέρει πίσω την αδελφή του, όταν έρθει η μοιραία στιγμή, στην μητέρα τους∙ εξάλλου, η σύνδεση του ποιητή με το θάνατο προσημαίνεται από τους συνειρμούς που προκαλεί το όνομα της μητέρας-τραγικού εντολέα Ευρυδίκης, το οποίο υπαινίσσεται την υποχρεωτική κατάβαση του ποιητή-τραγουδιστή Ορφέα στον Άδη, κατά το μυθολογικό διακείμενο. Κωνσταντίνος, Κωνσταντής και Λάιος ο ήρωας φέρει ονοματολογικώς τη βαριά μοίρα του θανάτου στους ώμους του, γιατί είναι εξ ορισμού ο «νεκρός αδελφός», αλλά και αμαρτήσας υβριστής που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ο θάνατός του θα προέλθει από συγγενικό χέρι, κατά τη μυθολογική σύλληψη και τη σοφόκλεια αποτύπωσή της. Με το στίγμα του θανάτου, λοιπόν, φορέας ενός εγγενούς πένθους από την αρχή σχεδόν του έργου, ο ποιητής γίνεται ο διακειμενικός τραγικός ήρωας της ιστορίας,41 που αρχικώς ξεδιπλώνει η αδελφή του∙ προστατευτική και μητρική (σαν την ομώνυμή της μυθική θεά), η Κυβέλη φέρει με εμφανή δυσφορία το άχθος να είναι συνεχώς επόπτρια της ορατής και αόρατης ζωής του.42 Γνωρίζει τους εφιάλτες που κλέβουν τη ζωή του ποιητή και προσπαθεί να τους ξεριζώσει.

Δεμένη εξ αίματος με τον ποιητή, η Κυβέλη φέρει εκ γενετής το αδελφικό χρέος της προστασίας. Η σχέση της, ωστόσο, με τον αδελφό υφίσταται διαρκείς μεταμορφώσεις, κινούμενες σε ένα δίπολο φιλότητος και νείκους, συνειδητών επιλογών προσφοράς και απόμακρης ή ενίοτε και εχθρικής στάσης προς το προστατευόμενο μέλος.43 Την αφοσίωσή της δεν την αγνοεί ο αδελφός, ενώ βρίσκεται αλλεπάλληλες φορές αντιμέτωπος με το αυτοκαταστροφικό μέγεθος της αυτοθυσίας της.44 Η απόλυτη αυτή παράδοση της Κυβέλης στον αδελφό της παίρνει διαστάσεις ενίοτε ερωτικές,45 ενώ η παρουσία της αδελφής λειτουργεί συχνά αντιστικτικά προς αυτήν του αδελφού της. Εγκατεστημένη στο σκοτάδι και με μαύρο σώμα, φράζει τα σκοτάδια της με το αυστηρό φως του άσπρου αδελφού της. Υπάρχει για να τον υπηρετεί, στέκεται στο αρχοντικό του γένος πάντοτε αφοσιωμένη νόθα και δούλα.46 Δεν ήταν, όμως, η φύση της για έναν τέτοιο δορυφορικό ρόλο, να ζει πάντα στη σκιά και να είναι η σκιά του χαρισματικού ποιητή αδελφού της. Εγώ ήμουν η γεννημένη για την ποίηση,47 εκστομίζει με πάθος. Γνωρίζει καλά τα εντόσθιά της που ετοιμάζονταν να εκκρίνουν τους ιερούς μου φθόγγους αφού από τους δικούς σας γίνονταν.48 Γι’αυτό και υποχρεώνεται να υιοθετήσει τις βάρβαρες ομιλίες των άλλων, να εκπέσει από το φυσικό ποιητικό της ύψος, να βιώσει την ποίηση δορυφορικά του αδελφού της, σε μια πράξη ολοκληρωτικής αυτοθυσίας, σε βαθμό, ίσως, αλλοτρίωσης. Εδώ πρέπει να οφείλεται η βαθιά της γνώση για την ποιητική,49 η ενστικτώδης κατοχή των μυστικών της δημιουργίας,50 οι αξιολογήσεις της για την ποίηση,51 οι μεγαλόπνοες αρχικές της φιλοδοξίες που ανα-καλούνται εν τη ρύμη του ασθμαίνοντος λόγου της.52 Αντ’αυτών, η Κυβέλη κατέληξε με αγιότητα να είναι ταπεινά δούλα ποιητών.53 Μεταφράζει για χάρη του αδελφού της μια κέλτικη μπαλλάντα από την μεσαιωνική παράδοση της νέας της βρετονικής πατρίδας, μεριμνώντας με σπουδή να του μεταφέρει τη γνώση που αυτός δεν κατέχει και προφητεύοντας στον ποιητή- Λάιο τον αναπόφευκτο προδιαγεγραμμένο αφανισμό του. Προλέγει ακόμα και τον ίδιο το θάνατό του, προσπαθώντας να εκλογικεύσει το αναίτιο.54 Κι όταν πια εκείνος είναι ο «νεκρός αδελφός», η Κυβέλη εκθέτει με εξημμένο ενθουσιασμό τη φρίκη του μακάβριου θεάματός του που προκαλεί, όπως είναι λογικό, τον αποτροπιασμό του διερχόμενου κόσμου, διαμεσολαβώντας έτσι μεταξύ ποιητή και περιβάλλοντος κόσμου. Μόνον κρυφά βιώνει το αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος της και, αμέσως πριν από τη στιγμή του θανάτου της, αγκαλιασμένη με τη μητέρα της Ευρυδίκη με τρόμο με πόνο κλαίοντας μου φώναξε εσένα. Εσένα τώρα ποιος θα σε συνοδεύσει;55

Η Κυβέλη συμπάσχει και γνωρίζει∙ ο ηχηρός της λόγος οδηγεί και τον δίδυμο αδελφό της στην κατοχή του δικού της γνωστικού αποθέματος. Δεμένη με άρρηκτο δεσμό μαζί του εκτελεί ένα χρέος που άλλοτε φαίνεται να απολαμβάνει κι άλλοτε να το υφίσταται με αδιαμφισβήτητη οργή. Περιβάλλει με απόλυτη αγάπη τον ταλανιζόμενο από διαρκείς εφιάλτες ποιητή, αλλά του γεννά εξίσου αντιφατικά αισθήματα: δεμένος με τη σειρά του με το οικογενειακό χρέος, εκείνος υποτάσσεται στην ανάγκη να την επαναφέρει στη μητρική αγκαλιά, στο υπερφυσικό ταξίδι νεκρού με ζωντανή. Ασφυκτιώντας στον κλοιό τής πέραν των ορίων αφοσίωσής της, ο ποιητής συνειδητοποιεί μέσω της αδελφικής του σχέσης πόσο οι ποιητές κινδυνεύουν από τους αγαπημένους.56 Αναγνωρίζει τη θυσία της, αλλά είναι εκείνη που ως αγαπημένη τού κρύβει τον αθέατο μάρτυρα της ζωής του. Τον απορροφά στα σκοτάδια της, όταν εκείνος επιθυμεί να αναδυθεί στο φως. Εντέλει, τον προετοιμάζει, με τη γνώση που του μεταδίδει, για το θάνατό του.

Η μπαλλάντα που μεταφράζει η μυστηριώδης αδελφή για χάρη του αδελφού της φέρει τον τίτλο ‘Diougan Gwenc Hlan’ και σε αυτήν, παρεμπιπτόντως, πρωταγωνιστούν ένας ποιητής και ο εχθρός του: ο ποιητής Γκουένκ Χλαν, που το όνομά του σημαίνει λευκοντυμένος αγνός, προλέγει τη μεταμόρφωση του Χριστιανού βασιλιά σε αγριογούρουνο και τον συνακόλουθο θάνατό του. Έξαλλος εκείνος τον τυφλώνει57 και τον εγκλείει σε μια φυλακή, όπου ο ποιητής θα πεθάνει. Εκδικείται, ωστόσο, με ένα φωτοβόλο άλογο που βγαίνει από τη θάλασσα και αφανίζει τον Χριστιανό, ως να πληρώσει τάδικο που ποιητήν εμάρανε.58 Κατά την Κυβέλη, η μπαλλάντα σημαίνει πως κάθε αληθινός και αιτιολογημένα μεγάλος ποιητής βάλλεται ανελέητα και αναίτια από τον εχθρό του, οι δυο τους είναι σύμφυτες υπάρξεις και το ποίημα είναι ό,τι διά της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό.59 Επιπλέον, η τελεολογικά προκαθορισμένη αυτή πάλη του τυφλού κι αδύναμου ποιητή με τον παντοδύναμο εχθρό του έχει και το νόημα ότι, τελικώς, η ποίηση δεν επαληθεύεται από καμμιά ζωή από κανέναν κόσμο.60 Εφόσον πρόκειται για αληθινή ποίηση, που προβάλλει ως ματαιοπονία∙ εξάλλου, «ο κόσμος τέλειωσε πριν να γεννηθούμε κι είναι χαμένος χρόνος να προσπαθείς να γνωρίσεις ό,τι πια συντελέσθηκε […] Γνώση του κόσμου δεν υπάρχει πια. Δεν καταδέχομαι την ερμηνεία του».61

Είναι προφανής η πρόρρηση που η έμπλεως σοφίας αινιγματική και ενεργεία πλέον ποιήτρια Κυβέλη υπαινίσσεται προς τον ποιητή αδελφό της∙ ως εκ τούτου, ο τελευταίος εξελίσσεται στο εξής σε ζωντανό-νεκρό, πόσω μάλλον όταν η ίδια η αδελφή του τον προσφωνεί αγαπημένε μου Γκουένκ Χλαν. Οχυρωμένος με την ακλόνητη πανάρχαια γνώση που του προσφέρει η αδελφή του μέσω της ερμηνείας της στην κέλτικη μπαλλάντα, «σαν έτοιμος από καιρό» και γι’αυτό θαρραλέος, ο ποιητής αποδέχεται με αταραξία τον θάνατο, που προέρχεται από τον άγνωστο σιωπηλό κι αποφασισμένο δήμιό του, ο οποίος φέρει τη μορφή του Nick Cave. Ταυτοχρόνως, ο αναίτιος θάνατός του επαληθεύει τη γνήσια ποιητική του ιδιότητα. Επομένως, ό,τι απομένει από τη μάχη του ποιητή με τον εχθρό είναι, κατά την προηγούμενη εκτίμηση της Κυβέλης, το ποίημα∙ δηλαδή το νεκρό του σώμα, το υλικό, γραμμένο, παγιωμένο αποτύπωμα της ποιητικής διάνοιας, της οποίας, όπως ευελπιστεί, φυσικά, ο ποιητής, οι ιδέες μένουν ζωντανές.62

Ποια είναι η δίδυμη αδελφή;

Κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη με τον εχθρό της,63 λέει η Κυβέλη, επιβεβαιώνοντας την υποψία του αναγνώστη: Ήμουν μαζί ο ποιητής και ο εχθρός, καθώς, άλλωστε, μ’αυτή τη μοίρα γεννήθηκα να σε εξοντώσω ή, άλλως, εσένα να αφανίσω. Ωστόσο, τους ψηλαφούσα κάτω από το πετσί μου τους φθόγγους μου…πώς… αγωνίζονταν να βγουν να φτάσουν τη φωνή μου. Δεν την έφθαναν. Ποτέ δεν έφθασαν.64 Δίδυμη, η άλλη πλευρά του ποιητή, η θηλυκή,65 το παραπλήρωμά του, ένα από τα προσωπεία του, μήπως τα αδέλφια είναι δύο ασύμπτωτες συγκλίνουσες και αποκλίνουσες φύσεις, ή η γυναίκα είναι ο άγνωστος αιώνιος εχθρός του ποιητή; Όποια ή όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, το μόνο που φαίνεται να είναι αδιαπραγμάτευτο είναι η γνώση που φέρει η Κυβέλη και η μοίρα της να την μεταβιβάσει στον αδελφό. Γι’αυτό κι εμφανίζεται εξαρχής υπερφυσικά, αν και βρίσκεται εγκατεστημένη μακριά στη Βρεττάνη. Με κυτταρική μνήμη η Κυβέλη γνωρίζει τις βουλές της μοίρας του ποιητή, ανιχνεύει τα μυστικά της ποίησης και της τέχνης, αταβιστικά κληρονομεί και κληροδοτεί τις απαρασάλευτες διατάξεις «ενός νόμου ατάραχου που είναι πανίσχυρος, απάνθρωπος και ακίνητος»66 στον αδελφό που περιβάλλει με μητρική στοργή, ανάλογη της θεϊκής ομώνυμής της μητέρας, στο αδελφικό σώμα, δηλαδή, «ενός σπαρασσόμενου πόνου που είναι στο έπακρο ανθρώπινος και κινητικός, προσωποποιημένος και προσωπικός, και γι’αυτό εντελώς ανίσχυρος και ανυπεράσπιστος».67 Είναι ο τελευταίος κληρονόμος της γνώσης. Άλλον δεν έχει η άτεκνη Κυβέλη. Είναι, κατά τη μοιραία και μάταιη φιλοδοξία της, ο τελευταίος ποιητής, αυτός που θα εκφέρει τον «κοινό» και «γενικό» «μεγάλο» λόγο του τέλους.

Η Κυβέλη επιστρέφει μετά από ένα αλλόκοτο ταξίδι, που δεν είναι παρά μια εξπρεσσιονιστική εικαστική απόδοση της παραλογής του «Νεκρού αδελφού» σε επίσης εξωλογικό παραμορφωτικό σκηνικό, πλασμένο με οπτική και ακουστική ενάργεια. Επιστρέφει στη μητέρα Ευρυδίκη και στη γενέτειρα Θεσσαλονίκη, με τρόμο και πόνο αγωνιά, πριν πεθάνει, για τη μοναχική πορεία του αδελφού στον τόπο της ταφής του, όμως στο τέλος παραδίδεται στη σιωπή. Απελευθερωμένος πλέον από το χρέος της μητρικής εντολής και την ασφυκτική αφοσίωση της αδελφής του προς αυτόν, ο ποιητής αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο και τους δεσμούς αίματος με τους αγαπημένους εχθρούς του. Ελεύθερος, αποστιγματισμένος από τα μοιραία προπατορικά σημάδια και το συνακόλουθο αναπόφευκτο και ισόβιο πένθος οδεύει μόνος του προς τον αυστηρώς προσωπικό του θάνατο.

Ο ρόλος της σκιώδους Κυβέλης είναι, καθώς συνάγεται, καταλυτικός στον ίδιο τον θάνατο του ποιητή. Παλεύοντας σε όλη του τη ζωή με τα σκοτάδια της δίδυμης αδελφής του, ο ποιητής εξέρχεται με τον θάνατό του προς έναν τοίχο με φως και ομολογεί ανακουφισμένος: Ξεψύχησα πάνω στο φως. Στους αιώνες έμεινα εκεί φωτισμένος πεθαμένος 68∙ αποχαιρετώντας την Κυβέλη που τώρα πια την λένε Αρετή∙ και κρατώντας την αύρα της γνώσης της στο καταματωμένο πρόσωπό του, απελευθερωμένος κι ανακουφισμένος, παρόλο που ο αόρατος μάρτυρας δεν φανερώνεται την ώρα του θανάτου του.69 Αντ’αυτού, ο ποιητής συναντά το προμηθεϊκό φως70 . Η «τραγωδία» θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, όταν «ο ποιητής», μέσω της αδελφής του, «αποκτά συνείδηση της αξίας του, ως αυτογνωσία αλλά και ως αυτοπραγμάτωση, με τον θάνατό του από άγνωστον εχθρό και χωρίς αιτία».71 Άγνωστο; Ο επόμενος διάδρομος του λαβυρίνθου επιφυλάσσει, ίσως, νέους εχθρούς.

Μουσικό ιντερμέδιο 72

Ο ποιητής είναι νεκρός. Στο επόμενο κεφάλαιο του βιβλίου, που τιτλοφορείται Διάδρομος, ο ποιητής βρίσκεται ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό, στο δεξί και το αριστερό, στο γήινο και το χθόνιο, στο υλικό και το φαντασιακό: έχει δεξιά του την Κύπρια λιπόψυχη Ανδρούλα και αριστερά του τον άνθρωπο που εμετρούσε έρωτες. Η γήινη εικοσιτετράχρονη Ανδρούλα τον εκλιπαρεί να μη φύγει και την εγκαταλείψει αβοήθητη∙ σαν ασθενής του γιατρού Γιώργου Χειμωνά παρακαλεί-εντελώς ανθρώπινα- τον αποκαθηλωμένο από το βάθρο του ποιητή-Χειμωνά Γιώργο: Χάνω την ψυχούλα μου κύριε Γιώργο. Σε παρακαλώ μην πάψεις να με βοηθάς. Μου παίρνουν την ψυχούλα μου. Μην τους αφήσεις να μου την πάρουν σε παρακαλώ.73 Φωνή εχθρική και απαιτητική στο νεκρό που δε ζήτησε άλλο από τη γαλήνη∙ στον ποιητή που δε ζήτησε άλλο από τη μοναξιά που απαιτεί η ηρακλείτεια αυτοδίζηση∙ στον καταδιωκόμενο από τους αγαπημένους εραστή της μονήρους εκδρομής∙ στον ωτακουστή της ιστορίας του πεθαμένου «αριστερού», ο οποίος συσχέτισε τη ζωή του και το θάνατό του με ένα σιωπηλό παιδί/θαλασσοπούλι, που το αναζητούσε εναγωνίως, ακριβώς γιατί, όπως λέει, άλλωστε, ο ίδιος με την υπόκωφη χθόνια φωνή του, όλη μου την ζωή υπέφερα που η ζωή μου ήταν σιωπηλή.74 Όλη η αφήγηση του μυστηριώδους αυτού νεκρού περιστρέφεται γύρω από το άπιαστο παιδί/πουλί, που κατοικούσε σ’ένα μέρος που λεγόταν Άγιος Γερμανός ο Λάιος […] στα έγκατα της γης.75 Λάιος, όπως ο ποιητής, εκεί στα έγκατα, πλέον, της γης.

Το ταξίδι του «αριστερού» στον Άδη γίνεται με τον μητροπολιτικό υπόγειο σιδηρόδρομο σε πολύβουες μητροπόλεις οργιαστικών νεανικών συνευρέσεων. Εκκωφαντικοί ήχοι από γέλια, διονυσιακά τραγούδια, ηδονικές άγριες φωνές προσκρούουν διαρκώς στη σιωπή του μοναχικού αφηγητή-ταξιδιώτη. Πρόκειται για χιμαιρικές οπτασίες, αναπαραστάσεις ονειρικών εμπειριών,76 αλλόκοτα παλλόμενα οράματα όμοια με τα αινιγματικά όντα στους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος. Στο τέλος της παράξενης υπόγειας διαδρομής προς τον Άγιο Γερμανό τον Λάιο επέρχεται εν τέλει η σιωπή. Εκεί είναι που ο «αριστερός», μάλλον επίσης Λάιος ή «η μετά θάνατον προέκταση του ποιητή»,77 το επιθανάτιο προσωπείο του ποιητή τυλιγμένο απ’τους ατμούς και τις δροσερές πνοές της γης, ανακάλυψε πως το παιδί της παρμένης φωνής ποτέ πια δεν θα δώ. Γι’αυτό και καταδέχθηκα να πεθάνω.78 Μόνον η επίγνωση της ανεπίδοτης παρμένης φωνής μπορεί να σημάνει το θάνατο του ποιητή, το τέλος του λόγου, την αρχή της σιωπής. Μόνον όταν ο ποιητής καταλάβει πως «μοίρα του συγγραφέα είναι η σιωπή»,79 μπορεί να συμφιλιωθεί με αυτό το αναπότρεπτο «φυσικό είδος λύπης»80 που είναι ο εγγενής εχθρός της φιλόδοξης ουτοπίας του∙ ο «αριστερός» του εαυτός.81

Ο έρωτας

Κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, ο τριχοτομημένος Εχθρός του ποιητή «τελικά είναι μια ιστορία, μια ερωτική ιστορία»∙82 μπορεί να είναι η ιστορία της Ελένης Ξένου. Παλαιότερη ερωτική σύντροφος του ποιητή η γυναίκα αυτή συνδέει με την παρουσία και το λόγο της το πρώτο με το τρίτο μέρος του έργου, ανταποκρινόμενη στη σημειολογία του ονοματεπωνύμου της: εξαιρετικά ωραία γυναίκα που εμπνέει τον έρωτα παραμένει απόξενη και εξόριστη από την συνειδητή μόνωση83 του ποιητή, του απευθύνεται σε δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, υπογραμμίζοντας την απόσταση που τους χωρίζει. Γι’αυτό, ίσως, ο διπολικός της λόγος είναι πάντοτε εμπαθής, γι’αυτό μάλλον η παρουσία της εκκινεί από την εξοργισμένη, επιθετική κι εχθρική της απόρριψη, για να καταλήξει, στο εξόδιο μέρος του έργου, σε απόλυτη ερωτική παράδοση και διεκδίκηση του ποιητή, έστω –ή γι’αυτό ακριβώς- και νεκρού.

Η Ελένη Ξένου βρίσκεται, ακόμα και μετά το τέλος της σεξουαλικής της σχέσης με τον ποιητή, υπό την εξουσία του, ο λόγος της υπαγορεύεται από το φράγμα της αδιάφορης σιωπής του που η ίδια πάντα επιθυμούσε να διαρρήξει, η αμυντική αντίδρασή της είναι αναμενόμενη, γι’αυτό, ίσως, ο ποιητής ανα-γνωρίζει: καταλάβαινα αμέσως το νόημα απ’τα λόγια της σχεδόν πριν να τα προφέρει και ήταν σαν να της υπαγόρευα εγώ ό,τι η ίδια έλεγε και διεπίστωνα πως τίποτε δεν υπάρχει και δεν υπήρξε τίποτε παρά μονάχα ό,τι εγώ πρόλαβα να σκεφτώ.84 Έχοντας εγκαταλείψει το παιδί της για να δοθεί απόλυτα στο έρωτά της με τον ποιητή, προδομένη τώρα, υποτελής και αδύναμη η Ελένη Ξένου αμύνεται επιτιθέμενη, ομολογεί δίχως αναστολές την αποστροφή και το μίσος της προς τον ποιητή. Δέσμια οργής και πάθους η μαινόμενη γυναίκα εύχεται τον ίδιο του τον θάνατο, παρόλο που σε μια αναλαμπή βάσιμης υποψίας και, επομένως, αληθινής αγωνίας φοβάται για την ενδεχόμενη αυτοκτονία του. Ίσως να είναι οι παλινωδίες της που οδηγούν τον ποιητή σε μια ανακάλυψη: πόσο απέχει το πρόσωπο από την ίδια την μιλιά του και γι’αυτό πως άλλη φωνή και άλλη ομιλία ταίριαζαν στο πρόσωπο του ανθρώπου.85 Το όμορφο, λουσμένο στο ανευλαβές φως πρόσωπο της Ελένης Ξένου δεν εμπεριέχει, όπως φαίνεται, χώρο για τη σιωπή, παραμορφωμένο, καθώς είναι, από το ερωτικό πάθος.86

Συνόψιζα είπατε όλους σας τους θανάτους,87 ομολογεί απελπισμένη η πληγωμένη γυναίκα. Από την πλευρά του φωτός εκείνη, δεν μπόρεσε, εντέλει, να συγχωνευθεί με το γνώριμο σκοτάδι της οικογενειακής περιουσίας του ποιητή, φυλαγμένο με τρυφερή φροντίδα από την ομόλογή του σκοτεινή Κυβέλη. Θύμα της σκοτεινής πλεκτάνης των ανθρώπων88 ο ποιητής αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Ελένης Ξένου όλους εκείνους τους πληγωμένους σαν κι αυτήν ανθρώπους που τον εγκατέλειψαν βαθιά αποκαρδιωμένοι από την ξενότητά του. Άλλωστε, «αυτοί είναι οι μοναδικοί εχθροί του: Ενώ πρέπει να ξέρουν, τον αφήνουν να ψοφήσει σαν το σκυλί […] Ο συγγραφέας δεν αγαπάει, ευγνωμονεί. Δεν είναι άξιος να αγαπηθεί-και το γνωρίζει[…] Στο κάτω κάτω, όλοι δούλοι του είναι∙ όμως αυτό δεν πρέπει ποτέ να το μάθουν». Η Ελένη Ξένου το υποψιάζεται∙ και αποδίδει με βεβαιότητα τη στάση της προς τον ποιητή, στο ότι αυτό το αμετάκλητο τίποτε γέννησε την αποστροφή μου για σας. Κατανόησε, δηλαδή, πως «ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη τον Άλλον, έχει ανάγκη το Άλλο. Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε».91

Η Ελένη Ξένου δεν έχει άλλο από το να χαρίσει ως έσχατο ενθύμημα της παρουσίας της στη ζωή του ποιητή ένα πορτραίτο της, μια προσωπογραφία της με σκοτεινό το φωτεινό της πρόσωπο, επινοημένο από την προσωπική οπτική του διάσημου ζωγράφου που το φιλοτέχνησε αφώτιστο κι όμως μ’έναν άλλον βασανιστικό τρόπο φωτεινό.92 Γνωρίζοντας πως ο άνθρωπος που με πάθος διεκδίκησε δεν είχε άλλη ζωή από την τέχνη κανέναν τρόπο να ζει,93 η γυναίκα επιστρατεύει σήματα λυγρά της συνθηκολόγησής της, την οριστική της «απάνθρωπη» μόλυνση από την απάνθρωπη φιλοδοξία των δημιουργών.94 Με τα υπολείμματα του εαυτού της αποτυπωμένα στο ζωγραφικό καμβά ή στα ποιήματα του ποιητή που θα την εμπεριέχουν ως πρώτη ύλη τους, του εκδηλώνει με την υποταγή της την αγάπη της, εφόσον, άλλωστε, αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο.95 Όταν πια το αντικείμενο του έρωτά της κείται ενώπιόν της νεκρό, η γυναίκα ευγνωμονεί το θάνατο που της επιτρέπει τη διεκδίκηση του αγαπημένου ποιητή. Έτσι, η αυτοδυναμία του ποιητή που αποτελούσε φραγμό στη σχέση του με τους άλλους (εδώ την Ελένη Ξένου) αίρεται λόγω των αξιώσεων της γυναίκας και συντελεί, ενδεχομένως, στην αυτογνωστική διαδικασία του.96 Μόνον η δυνητική υπέρβαση του θανάτου μέσω της αθανασίας που μπορεί να προσφέρει το έργο του ενδέχεται να τον επανατοποθετήσει στο βάθρο της φιλόδοξης αυτονομίας του. Προς το παρόν, όμως, κάθε Άλλος μπορεί να συμμετέχει απρόσκοπτα στην νεκρική πομπή του ποιητικού σώματος.

Βασιλιάς της Ασίας 97

Το λείψανο του νεκρού ποιητή περικλείεται, κατά την έξοδο του «δράματος», σ’ένα ακόμη τρίγωνο προσώπων που συνδέονται για να εκτελέσουν το ταφικό τους χρέος. Στην κορυφή του τριγώνου η Ελένη Ξένου αναλαμβάνει τη διακομιδή της μακάβριας «ιδιοκτησίας» της. Η άλλοτε ωραία και τώρα παράξενα άσχημη, σαν πρώιμα γερασμένη, πρώην ερωμένη Ελένη γνωρίζει αταβιστικά το δρόμο των βασιλιάδων της Ασίας, κατ’αναλογία με το μυθικό της έτυμο. Συνεπικουρούμενη από ένα νεαρό ζευγάρι, την Έρση και τον Δώρο, ταξιδεύει με το πλοίο που ξεκινά από τη Ρόδο για την προγονική Μ.Ασία, γενέτειρα της Ευρυδίκης, πεθαμένης πια στη Θεσσαλονίκη.98 Η Έρση, μεθυσμένη, αναλαμβάνει να απαγγέλλει στίχους στο νεκρό σώμα∙ είναι εκείνη που αποκαλύπτει, εξάλλου, την αληθινή ταυτότητα του αινιγματικού Δώρου: δεν είναι απλώς αυτός που ευθύνεται για την εκκωφαντική μουσική συνοδεία, κυρίαρχη στο ταξίδι της έσχατης επιστροφής, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Ερμής ενέρων,99 ο μισθωμένος βοηθός των θαμμένων.100 Ο διάπλους της απόστασης μεταξύ των δύο ακτών αποδίδεται ακουστικά: ο φλοίσβος απορροφάται από προκλασσικές, ηλεκτρονικές και ροκ μουσικές διαπλεκόμενες με τους λυρικούς στίχους των ποιημάτων και με σταθερή επωδό στα κενά-σιωπές της μουσικής πανδαισίας μια χαμηλόφωνη ηχώ του τραγουδιού epitaph των King Crimson, από το τρανζιστοράκι του Δώρου. Ο αποχαιρετισμός του ποιητή συντελείται διά της μουσικής που συνόδευε τη ζωή του, επιβεβαιώνοντας τις βιωματικές πρώτες ύλες που παραδέχεται για τη γραφή του ο Χειμωνάς.101 Με την άφιξη στα μητρώα εδάφη της Μ.Ασίας ανατολίτικοι ήχοι, όπως το σπαρακτικό μοιρολόι της όμορφης Τουρκάλας, επαναφέρουν την α-λήθεια της μήτρας. Ωστόσο, κύκνειο άσμα του έργου είναι η παλιά ροκ μελωδία του epitaph, από το μικρό τρανζίστορ του Δώρου102 , ένα τραγούδι που αρχίζει με τον στίχο «ο τοίχος, στον οποίο έγραψαν οι προφήτες, άρχισε να ραγίζει, καθώς φαίνεται»103 και, εξαιτίας των καταθρυμματισμένων προφητειών, προλέγει, εν είδει επωδού: «η απορία θα είναι ο επιτάφιός μου» (η αέναη «άρρητη ερώτηση», θα μετέφραζε ο Χειμωνάς).

Όλη η ιστορία και η ανθρωπογεωγραφία του ελληνισμού104 δημιουργεί το ανάγλυφο της διαδρομής στη Μ.Ασία∙ ο βασιλιάς της Ασίας, ο παιδιόθεν με ανήμερη μανία επίδοξος «βασιλιάς της Καρθαγένης»,105 εποπτεύει εν τάχει την πολυάνθρωπη Ιωνική επικράτειά του. Σκεπασμένος με το χώμα της μητρικής γης, ο ήρωας του έργου βρίσκει επιτέλους την προσωπική του λύτρωση και ελευθερία. Χωρίς πια τους εκκωφαντικούς ήχους της ζωής του στο κατάστρωμα του πλοίου της επιστροφής και τις ακατάληπτες τούρκικες ομιλίες στους δρόμους της Ασίας ή τους ηχηρούς σπαραγμούς της επιτάφιας τελετουργίας του, όντας ο άνθρωπος που προφητικά είδε το θάνατό του σε κάποιον Άγιο Γερμανό τον Λάιο, ο νεκρός ποιητής αναζητεί, ενδεχομένως, το ίδιο εκείνο σιωπηλό παιδί, για να επιβεβαιώσει τον καινούριο του θάνατο∙ παραδομένος στα χέρια του πληρωμένου γι’αυτό, έμπειρου Δώρου:107 του Έλληνα με τα τέλεια ελληνικά χαρακτηριστικά, που τον φρόντιζε αθόρυβα με μια ευγενική ευσυνειδησία. Στο τέλος του καιρού, η παρουσία του ευγενούς αυτού ανθρώπου που με σχολαστική αφοσίωση επιτελεί το έργο του στο νεκρό ποιητικό σώμα, φαίνεται να υπόσχεται, λόγω της μικρής ηλικίας του νέου αυτού άνδρα, το βίωμα ενός μέλλοντος χρόνου, πέρα από το θάνατο του ποιητή. Είναι, ίσως, αυτός ο εξαιρετικός φιλόμουσος νέος Έλληνας ο επόμενος ποιητής που θα πολεμήσει με το δικό του εχθρό για τις ζωντανές τους ιδέες.

Ο εχθρός του ποιητή

«Αυτό εκεί είναι ο θάνατος κι ο κήρυκας εθαύμασε που μονάχα ο θάνατος βγάζει στο φως την ευγενική καταγωγή των ανθρώπων».109 Το τέλος του έργου έχει κι όλας προεξαγγελθεί προληπτικά από την αρχή του, μέσω των προρρήσεων της Κυβέλης για τον ακατάλυτο νόμο που είναι εγγεγραμμένος στην κυτταρική κληρονομιά του ποιητή που, ως γνωστόν, κατάγεται από αρχοντικό γένος, διακειμενικά καταγεγραμμένο σε τραγικούς ήρωες της παγκόσμιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με προφητική αγχίνοια η Κυβέλη διείδε την ποιητική ουσία και διατύπωσε με διπλό λόγο το διπλό νόμο της ποίησης, απαρέγκλιτο για τους πραγματικούς ποιητές, ο οποίος τους καταχωρεί στο μητρώο των εξαιρετικών ανθρώπων, προδιαγράφοντας προγραμματικά την αναπότρεπτη μοίρα τους: η ποίηση είναι αποτέλεσμα βίαιης σύγκρουσης και δεν επαληθεύεται ποτέ και πουθενά. Ο ποιητής επιδίδεται στο μάταιο αγώνα του ολομόναχος κι αβοήθητος, χωρίς ένα φύλακα-άγγελο που θα στέκεται στο πλευρό του∙ ο αθέατος μάρτυρας είναι απλώς η αναγκαία φαντασίωσή του, δυστυχώς δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο δρόμος αυτός είναι επιβεβλημένος, αφού ο ποιητής επιτελεί το χρέος που επιτάσσει το αρχοντικό του γένος, καθώς έτσι «γεννιέται», δε γίνεται. Εξ ανάγκης, λοιπόν, επιμένει φιλόδοξα, με «τη μανία ενός καλλιτέχνη, που ενώ έχει συνείδηση των αδιεξόδων, εντούτοις συνεχίζει να σηκώνει το σταυρό και να πορεύεται τον απόκρημνο δρόμο του». Έτσι, «η μανία του γίνεται πράξη ελευθερίας, η οποία και τον δικαιώνει τελικά».110

Η αντιφατικότητα που συμφύεται με την ποιητική δημιουργία είναι ο αληθινός σταυρός του ποιητή: αφ’ενός ο τελευταίος προσπαθεί να προφέρει έναν παγκόσμιο και ανιστορικό λόγο του ενός-παντός, μάχεται να ανασύρει από αυθαίρετα γλωσσικά σημαίνοντα το διαρκώς διαφεύγον άλεκτο, αναρωτιέται πώς να παλέψει με την δεδομένη αδυναμία των παραδεδομένων λέξεων, ώστε να θέσει το άρρητο ερώτημα, για το οποίο, όμως, δεν περιμένει απάντηση∙ αφ’ετέρου είναι ο επίγονος με το κληροδοτημένο παλαιόθεν χρέος να «αγιάσει τον αιώνα», όπως επιχείρησαν επανειλημμένα οι εξαιρετικές φύσεις των προκατόχων του, να προλάβει, στο τέλος ακριβώς του χρόνου, να δείξει επειγόντως στο σημερινό άνθρωπο τα έσχατα όρια του δράματος, να εκφέρει, δηλαδή, το λόγο του τέλους. Διαθέτει εκ φύσεως την υπέρμετρη φιλοδοξία και τη συνακόλουθη διανοητική αγωνία να αναδείξει την ανθρώπινη δυνατότητα και να βοηθήσει τον άνθρωπο όχι μόνο να εννοηθεί από τον κόσμο, αλλά και να ενωθεί με τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι «οι άνθρωποι πρέπει να ξυπνήσουν, δυστυχώς γι’αυτούς η νύχτα τέλειωσε. Ζούμε τώρα μια εποχή-εφιάλτη που ονομάζεται υποψία, που μας προκαλεί σπασμούς, αυτοκτονίες και παραφροσύνη, τελικά μια τρομακτική σύγχυση, είναι το ξημέρωμα που έρχεται. Μακάριοι αυτοί που θα αντέξουν και μόνο η αναπνοή τους θα είναι ταραγμένη. Ύστερα θα ανοίξουν τα μάτια και θ’αντικρύσουν αυτόν τον άσπρο κι ακίνητο κόσμο. Θα ανασηκώσουν τις λέξεις και τις γνώσεις και κάτω απ’αυτές, για πρώτη φορά, θα αιστανθούν-και θα είναι σα να έχουν κιόλας δει: όραση δεν είναι η εικόνα, αλλά το φως».111

Ο άθλος του ποιητή να εναρμονίσει τις εγγενώς αντιθετικές όψεις της ποίησης τον απομονώνει εξ ορισμού από το περιβάλλον του, το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει τον τιτάνιο και γι’αυτό εξαιρετικά απαιτητικό αγώνα του, διεκδικώντας διαρκώς θέση στη μικρή ζωή του. Η ανάγκη του επείγοντος συρρικνώνει το χρόνο και τις αντοχές του ποιητή, ώστε οι αγαπημένοι του να γίνονται ο εχθρός της υψηλής αποστολής του112 . Έτσι, οι άλλοι καθίστανται ο φυσικός αντίπαλος του Άλλου, που είναι το μοναδικό ενδιαφέρον του ποιητή. Ο εγκυστωμένος λόγος των ανθρώπων προσκρούει στην ακρωτηριασμένη φιλόδοξη ποιητική γλώσσα, η γένεση του ποιήματος προϋποθέτει βίαιες συγκρούσεις με το περιβάλλον του ποιητή και με τον εαυτό του. Έτσι, καμία Ελένη Ξένου δεν μπορεί με τα θέλγητρά της να κατέχει τον ποιητή, παρά μόνον να τον διεκδικεί απεγνωσμένα. Η επίγνωση των επανειλημμένων ρήξεων με το περιβάλλον συνοψίζει τους θανάτους που πρέπει να βιώσει ο ποιητής, προκειμένου να μην προδώσει τον επίμονο ιδεαλισμό του. Η ζωή του ποιητή δεν μπορεί να είναι φυσική, αφού η ποίηση είναι υπερφυσική κι αφού η ποίηση είναι η ζωή του. Η διχοτομία που επιβάλλει η ποίηση στο σώμα του δεν επιτρέπει περαιτέρω διαιρέσεις, θα καταλήξει στο διαμελισμό του.

Έτσι, η σχιζοειδής φύση της ποίησης οδηγεί στη σχιζοφρενική συμπεριφορά του ποιητή. Η διχοτόμηση του ήρωα στο εξεταζόμενο έργο- εκπεφρασμένη δραματουργικά μέσω της δίδυμης υπόστασής του- εξηγεί τη σπαρακτική αμφιταλάντευση του ποιητή που μετεωρίζεται με τα μεγάλα του φτερά σιωπηλός ανάμεσα στο θετικό και τον αρνητικό πόλο∙ «η ποίηση ορίζεται έτσι ως δύοπτο κάτοπτρο: καθρεφτίζει τόσο τη θετική όψη του ποιητή, όσο και την αρνητική του εχθρού του∙ ο θάνατος καταργεί ακριβώς αυτή την αβάσταχτη διχοτομία».113 Μόνον μετά το θάνατο της Κυβέλης ο ποιητής θα εισχωρήσει στο βασίλειο της σιωπής και του φωτός, παρόλο που ο θάνατός του έχει προηγηθεί του δικού της. Εκπροσωπώντας τη μεγάλη ποίηση και τους άτεγκτους νόμους της, η Κυβέλη οδηγεί υπομονετικά τον ποιητή στην αυτογνωσία. Το ακρωτηριασμένο της σώμα συμπαρατάσσεται με τα μαθήματά της για τους δύο θεμελιώδεις ποιητικούς νόμους, διατρανώνοντας, με αδιάσειστο τεκμήριο την εγγενή αναπηρία της ποιητικής έκφρασης, τον ακρωτηριασμό που υποχρεωτικά θα πρέπει να υποστεί η ποίηση παλεύοντας με τον άρρητο λόγο.114 Από την πάλη της με τον εχθρό της η ποίηση θα γεννήσει το ποίημα, το οποίο θα επιδιώξει, για πολλοστή φορά στην μακραίωνη ιστορία της ανθρώπινης δημιουργίας, να κατονομάσει την ίδια την αποτυχία της. Ωστόσο, τα θραύσματα του ψελλίζοντος ποιητικού λόγου θα μετατραπούν σε χώμα της ποιητικής γενέτειρας, για να χαριστούν ως δώρο στον επόμενο Έλληνα που θα αγωνιστεί με πρόθεση να συμφιλιώσει τις αντιθέσεις της ποίησης και του ανθρώπινου λόγου, ώσπου, μέσω της δικής του αυτοδίζησης, να ακολουθήσει την επιτάφια οδό της σιωπής. Ο κύκλος αυτός θα διαιωνιστεί μέσω της αθανασίας που κερδίζει το γήινο, χωμάτινο ποίημα.

Ο εχθρός του ποιητή, αν και βίαιος, κοιτάζει το θύμα του με συστολή, προκαλώντας του μια ευτυχισμένη διέγερση,115 την τραγική χαρά που εμπεριέχεται στο διαλεκτικό χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας. Η συνάντηση, εξάλλου, με το Χάος, με τη συμπληρωματική, δηλαδή, όψη του κόσμου, είναι το μυστικό που αποκαλύπτει ο σκοτεινός ηρακλείτειος λόγος και ο ποιητικός της τραγωδίας. Το φως που κερδίζει προοδευτικά ο ποιητής είναι εκείνο που θα αποκαλύψει στους τυφλούς ανθρώπους αυτό το δεσπόζον χάος, ο κοινός λόγος της ποίησής του θα χαράξει την ευθεία για την αναζήτηση του όντως όντος, τη μόνη ευθεία που φαίνεται να γεωμετρεί ο ποιητής. Την ώρα που το χάλκινο ποίημα μπήγεται στην καρδιά του ποιητή, εκείνος γνωρίζει πια πως «εχθρός της ποίησης είναι η ίδια η ποίηση».116

Συνεπώς, ο εχθρός του ποιητή μπορεί να έχει τη μορφή του σκοτεινού τροβαδούρου Nick Cave. Μπορεί να κουρνιάζει στην προστατευτική αγκαλιά της τρυφερής Κυβέλης, αλλά και να επιτίθεται αναίτια από το θραυσματικό αποκαλυπτικό της λόγο. Μπορεί να εφορμά από τη διεκδικητική μανία της απόξενης Ελένης Ξένου ή να κρύβεται τεχνηέντως στη διατακτική διατύπωση μιας μητρικής εντολής. Κρατάει, όμως, πάντα ένα αιχμηρό χάλκινο ποίημα, βγαλμένο από τα διάκενα των λέξεων, χτυπώντας κατευθείαν στην καρδιά των ανθρώπων, αφού ο ποιητής ζει δίπλα και μέσα σε αυτούς, αίροντας τις αμαρτίες του κόσμου και διαδραματίζοντας μαρτυρικά το ρόλο του μοναχικού διαμεσολαβητή μεταξύ εκείνων και του φωτός, αυτού, δηλαδή, που συνηθίζουν να ονομάζουν θεό. Το πένθος, η μελαγχολία και η κατάθλιψη είναι οι αναγκαίες απώλειες από τη μάχη με τον εχθρό του ποιητή. Η ποίηση δεν είναι, ως εκ τούτου, λύτρωση, αλλά η ηχώ των λέξεων μέσα στη σιωπή, «η πιο χαρισματική τακτική για να φτάνεις στην αλήθεια του κόσμου». «Δεν έχεις κανένα όφελος γράφοντας».117

Η δικαίωση του ποιητή

Ο Χειμωνάς δηλώνει επανειλημμένα στις δημόσιες καταθέσεις του ότι γράφει ρεαλιστική λογοτεχνία. Η διαφορά του από τους άλλους ρεαλιστές συγγραφείς έγκειται στο ότι το έργο του προσπαθεί να ψηλαφίσει, σαν τους μακρινούς αρχαίους προκατόχους του, την τραγική ουσία του ανθρώπου, που εδώ φέρει τη μορφή του ποιητή. «Και η τραγική ουσία, για να αρθεί στο Ύψος, ζητάει από το συγγραφέα να φανταστεί εκ νέου ένα ολιστικό σύστημα, να συντάξει με το λόγο ένα Μεγάλο αφήγημα- έστω και κατακερματισμένο- που καθορίζει τις «μικρές» , ανθρώπινες ζωές.»118 Στο αφήγημα της ωριμότητάς του ο συγγραφέας έχει περάσει, όπως ομολογεί, από τη φάση του ιεροφάντη στη φάση του μάρτυρα. Έχοντας αποτυπώσει σε όλο το έργο του, και μάλιστα με τρόπο δραματικό, την «περιπέτεια της ποίησης, συγχρόνως τη γενεαλογία και την εσχατολογία της»,119 ολοκληρώνει, με το βιβλίο αυτό, την ποιητική του θεωρία. Έτσι, Ο Εχθρός του Ποιητή γίνεται εξ ανάγκης ο λόγος του τέλους. «Το τέλος δεν πρέπει να είναι μακρυά: κάτι το τελευταίο, σαν θρόμβος υδραργύρου γλιστρά μέσα στο νου μου»∙120 ένα παγωμένο ρεύμα αέρα, ή η αφή του άγνωστου.

Κερδίζοντας με έναν άδικο αγώνα τη δίκαιη δημιουργική αθανασία, ο Γιώργος Χειμωνάς εξακολουθεί, ερήμην του πλέον, να διαφυλάσσει με το έργο του ό,τι δεν πρέπει να περάσει στη λήθη, δηλαδή αυτό που είναι πράγματι ο άνθρωπος, αναλαμβάνοντας το ρόλο του ήρωα και σε αυτό το ύστατο αφήγημά του. Έτσι, μπορείς να τον φανταστείς «λιγότερο σαν συγγραφέα και περισσότερο σαν μυθιστορηματικό ή τραγικό ήρωα που του έλαχε όμως ο κλήρος να πραγματοποιήσει την τολμηρότερη τομή στη μεταπολεμική μας πεζογραφία, να οδηγηθεί με στοχασμό και με όνειρο ως τα πρόθυρα του ανείπωτου, ως το μη περαιτέρω, να ξαναθέσει […] το πανάρχαιο ερώτημα ‘τι είναι η λογοτεχνία’, αλλά με δικούς του όρους, ακόμα και με το δικαίωμα (προνόμιο ενός Οιδίποδα ή ενός Άμλετ) να κατεβαίνει στον Άδη και ν’ανεβαίνει στον ουρανό».121

______________________________________________

1.  Γ.Αριστηνός, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Γ.Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ.39.
2.  Παρόλο το αντικειμενικά μικρό μήκος των έργων του Χειμωνά, τα τελευταία δεν εντάσσονται, κατ’αυτόν στη φόρμα του διηγήματος. Ο ίδιος λέει επ’αυτού: «Τα βιβλία μου κάθε άλλο παρά διηγήματα είναι» («Γιώργος Χειμωνάς: Ένα κείμενο που δεν τελειώνει ποτέ (Συζήτηση με την Ν. Χατζιδάκι)», Διαβάζω, τχ.80, 2 Νοεμβρίου 1983, σ.58-72. Αναδημ. Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα, Αθήνα, Καστανιώτης 1995, σ.28).
3.  Βλ. Δ.Αγγελάτου, «Τα είδη και οι ταξινομήσεις», στο Η «φωνή» της μνήμης , «Νέα Σύνορα» Λιβάνης, Αθήνα 1997, σ.40.
4.   Για τον Blanchot «το μόνο που έχει σημασία είναι το βιβλίο, όπως είναι∙ μακριά από είδη, έξω από στήλες κατατάξεων, πεζογραφία, ποίηση, μυθιστόρημα, μαρτυρίες, στις οποίες αρνείται να υπαχθεί και στις οποίες αρνείται τη δικαιοδοσία να του προσδιορίσουν τη θέση, να του καθορίσουν τη μορφή. Ένα βιβλίο δεν ανήκει πλέον σε κάποιο είδος, κάθε βιβλίο έχει να κάνει μόνο με τη λογοτεχνία, ως εκείνη εξαρχής να κατείχε τα μυστικά και τα συστατικά που μόνα επιτρέπουν να αποδοθεί σ’αυτό που γράφεται, η πραγματικότητα του βιβλίου» (M.Blanchot, Le livre à venir, Gallimard, Παρίσι 1959, σ.244, ως παράθεμα στο Δ.Αγγελάτος, Η «φωνή»…, ό.π., σ.54-55).
5.  Δ.Ν.Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά. Αφηρημένο και συγκεκριμένο, Λωτός, Αθήνα 1996, σ.18-19.
6.  Ό.π., σ.29.
7.  Πρόκειται για τα θεωρητικά έργα του συγγραφέα για το λόγο, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «μαθήματα».
8.  Ο Χειμωνάς υπήρξε Επίκουρος Καθηγητής Νευρολογίας,  νευρολόγος στο Αιγινήτειο και παρουσίασε, στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας,  πλούσιο κλινικό και ερευνητικό έργο.
9.  Σε αδημοσίευτη ραδιοφωνική συνέντευξή του στην Ελένη Καλλία, κατά τα τέλη, μάλλον, του 1984, ο Χειμωνάς παραδέχεται: «Εγώ τουλάχιστον προσωπικά θυμάμαι ότι άρχισα να διαβάζω τα κλασικά έργα, τον Ντοστογιέφσκι, που είναι τόσο ιδιαίτερα αγαπητός στους Έλληνες αναγνώστες, σε ηλικία 10-11 χρονών. Ναι, διάβαζα πάρα πολύ και δεν διάβαζα μόνο λογοτεχνία, διάβαζα και φιλοσοφία, διάβαζα τα πάντα. Είχα, έτσι, μια ακόρεστη ανάγκη ανάγνωσης, όχι ακριβώς μάθησης, ανάγνωσης» (από το Γ.Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, εισαγωγή, επιμέλεια, χρονολόγιο Ευριπίδη Γαραντούδη, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ.496). 
10. «Ο άναξ, ού τό μαντείον εστί τό εν Δελφοίς, ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» (Ηράκλειτος).
11.  Γ.Χειμωνάς, «Φαινομενολογία του λόγου» στο Έξι μαθήματα για τον λόγο, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1984, σ.32.
12.   Ό.π., σ.33.
13.   Γ.Χειμωνάς, Έξι μαθήματα…, ό.π., σ.119.
14.  Ο Χειμωνάς παραδέχεται τη φιλοδοξία του: «Η γλώσσα μου είναι μια ανασκαφή. Σ’εκείνους τους τόπους της ανθρώπινης ζωής (έρωτας, θάνατος, φόνος, λύπη) όπου με φτωχικές, γρήγορες, μικρές τελετές θάβεται η αρχαία χλιδή του λόγου.» ( «Μια εισήγηση» στο Έξι μαθήματα…, ό.π., σ.114).
15.  Η φράση του ίδιου του Χειμωνά, από συνομιλία του με την Ν.Χατζιδάκι, Διαβάζω, τ.80,2.11.83, στο Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.50.
16.  «Αγαπητέ Κε Μπ.», στο Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ; Δημόσια κείμενα,Αθήνα, Καστανιώτης 1995,  σ. 62.
17. Η αγωνία αυτή είναι «μια κατάσταση ονομασιακού συναγερμού, άγχους της διάνοιας πλέον, όχι της γλώσσας∙ όπου ο λόγος συρρέοντας, κομίζοντας λέξεις, εγκαθιστώντας ικριώματα ιδεών εκβάλλει στην ονομαστική ουτοπία» ( Γ.Χειμωνάς, Η δύσθυμη Αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, ύψιλον/ βιβλία, Αθήνα 1987, σ.35).
18.  Ο όρος ανήκει στον ίδιο τον Χειμωνά, στο Η δύσθυμη Αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987, σ.79.
19.  Ο όρος είναι του Χειμωνά, στο Γ.Χειμωνά, Το ένατο μάθημα για τον λόγο. Ομιλία-συζήτηση, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ.84.
20.  «Αυτό εννοούσα όταν έλεγα ότι σε μια περίοδο φθοράς, τέλους της γλώσσας, η λογοτεχνία οφείλει να είναι αυστηρή, άτεγκτη, εχθρική-σχεδόν με βία, αυταρχικά θα κηρύξει τον λόγο της. Έναν λόγο που δεν έχει τον χρόνο να εξελιχθεί προς την ποίηση ή την πεζογραφία, δεν έχει την πολυτέλεια να είναι ωραίος, την αδιαφορία για να είναι μέτριος∙ δεν έχει την ησυχία για να είναι ασήμαντος και πολύς∙ δεν διαθέτει κανένα ηχείο για να παραμελεί την προσωδία του, με την δική του φωνή θα ακούγεται. Κινδυνεύει πάντα από την σιωπή και γι’αυτό είναι αναγκασμένος να είναι καλός, όπως το φως. Δηλαδή γενικός και κοινός» (Η δύσθυμη…, ό.π., σ.30-31).
21.   Είναι συνήθης τακτική του Χειμωνά να γράφει λογοτεχνία με το δοκιμιακό του λόγο και δοκίμιο με το λογοτεχνικό. Έτσι, σε πολλά έργα του Χειμωνά γίνονται σχόλια σε θέματα γραφής, της δικής του γραφής, «και από την άποψη αυτή αποτελούν μια μεταγλώσσα», άρα «στην περίπτωση του Χειμωνά συγγραφέας και ερευνητής είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»  (Γιώργος Δ. Παγανός, Παρουσίαση- Ανθολόγηση Γ.Χειμωνά, Η μεταπολεμική πεζογραφία,τ. Η´, Σοκόλης, Αθήνα 1988, σ.254 και 275).
22.   Γ.Χειμωνάς, «Συνομιλία με ποιητές», στο  Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.72-73.
23.   O Χειμωνάς τα ονομάζει «νουβέλες», χωρίς να τα θεωρεί αυτοτελή.
24.   Μιλώντας για την τεχνική των έργων του ο Γ. Χειμωνάς παραδέχεται πως έχει την αίσθηση του γεωμετρημένου, πάνω στο οποίο κυλάει ή πρέπει να κυλησει ο λόγος του, αναφέροντας, για του λόγου το αληθές, το παράδειγμα στον Γιατρό Ινεότη, όπου υπάρχει η συσπείρωση ομόκεντρων κύκλων στο κέντρο όλης της ιστορίας του έργου (βλ. σχετικά τη συνομιλία του Χειμωνά με την Ν.Χατζιδάκι, Διαβάζω, τ.80, 2.11.1983).
25.   Δ.Ν.Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 2007.
26.  Ό.π., σ.90.
27.   Στο εξής οι λέξεις και φράσεις με πλάγιους χαρακτήρες θα αντλούνται από το έργο Ο εχθρός του ποιητή. Εδώ, βλ. σ.7 του έργου.
28.   Ό.π.. σ.21.
29.   Ό.π., σ.11.
30.   Ό.π.
31.   Ό.π., σ.7.
32.  Ό.π.
33.   Ό.π., σ.8.
34.   Ό.π., σ.11.
35.  Ο θάνατος αυτός πρέπει να είναι ιδεατός. Κατά τον Χειμωνά, «ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο, το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός, η ποίηση υπερφυσική» (από συνέντευξη στον Ν.Καββαδία, η οποία εμπεριέχεται στο Πεζογραφήματα, εισαγωγή-επιμέλεια-χρονολόγιο Ευρ. Γαραντούδη, Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σ.662).
36.  Περιμένοντας από την αρχή κιόλας του αφηγήματος το υπερφυσικό, ο αφηγητής-ποιητής αφηγείται το υπερφυσικό αποτρόπαιο όραμά του με το πελώριο αγριογούρουνο να κείτεται νεκρό στη θέση ενός παράξενου ουράνιου πολεμιστή (βλ. Ο εχθρός…, σ. 8)∙ το όραμα αυτό συνδέεται με μια κέλτικη μπαλλάντα προφητικού χαρακτήρα που θα ακούσει ο ποιητής δια στόματος Κυβέλης παρακάτω.
 37. Αικ. Δούκα-Καμπίτογλου, Ο Άμλετ του Γιώργου Χειμωνά. Αναβιώνοντας τη δύσθυμη αναγέννηση, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008, σ.50.
38.  Κατά την Τζ. Πολίτη, ο Χειμωνάς « υποστασιοποιεί και σωματοποιεί τα ίδια τα στοιχειώδη πάθη της ψυχής, τα μεταστοιχειώνει σε ‘γεγονότα’, έτσι ώστε ο αναγνώστης να συναισθάνεται και να ατενίζει για πρώτη φορά στη λογοτεχνία τον πραγματικό, πάσχοντα εαυτό του και την κατάσταση της ισόβιας εξορίας στην οποία έχει καταδικάσει τα πάθη της ψυχής του ο Λόγος» […] «Σε όλα τα κείμενα του Χειμωνά, ο κόσμος δεν εμφανίζεται ως ποίησις του λέγειν, αλλά ως ποίησις του πάσχειν, δηλαδή, ως συγκρότηση της πάσχουσας συνείδησης» Κατά την ίδια, εξαιτίας αυτής της πάσχουσας γραφής του, «ο Χειμωνάς έχει κάνει πράξη στο έργο του την αντικατάσταση του ανθρωποκεντρισμού από την ανθρωποκρατία, «που σημαίνει τον νόμιμο και μόνιμο σφετερισμό του κράτους της αλήθειας από τον Συγκινημένο άνθρωπο»» (βλ. Τζ. Πολίτη, «Μάθημα πρώτο για το έργο του Γ. Χειμωνά» στο Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών, Άγρα, Αθήνα 2006, σ. 178-180).
39.  Ό.π., σ.173.
40.   Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.10.
41.   Δεν είναι μόνον η αναγωγή στο σοφόκλειο Οιδίποδα Τύραννο που παραπέμπει ευθέως στην αρχαία τραγωδία, αλλά και η παραδοσιακή θεώρηση των παραλογών ως «μικρών τραγωδιών».
42.   Εγώ σαν μάνα σ’αγαπώ και σε φυλάω απ’το κακό […]γυρνάω να βρω τους εφιάλτες σου (εκστομίζει με αδιάφορη, ξένη φωνή και κατόπιν μνησίκακη η Κυβέλη, σ.13).
43.  Το οξύμωρο που ενυπάρχει στη φράση της Κυβέλης με αλύπητη ευμένεια σε παρακολουθώ (Ο Εχθρός…, ό.π., σ.33) είναι δηλωτικό της αμφιθυμίας της προς τον ποιητή/αδελφό.
44.  Ο ποιητής, για παράδειγμα, την αποκαλεί η δικιά μου Κυβέλη, ενώ παραδέχεται ευθαρσώς η Κυβέλη με λάτρευε και με προστάτευε όσο κανείς στον κόσμο. Όταν, επίσης, η Κυβέλη απογυμνώνει το πληγωμένο καταχαρακωμένο σώμα της και εκθέτει την άδεια κόγχη του βγαλμένου ματιού της μπροστά στα εμβρόντητα μάτια του αδελφού, εκείνος αναφέρει για την αδελφή του: Μια ολόκληρη ζωή λέει η Κυβέλη να ταπεινώνω το σώμα μου να βασανίζομαι…Για να μη σου κάνω κακό…  (Ο Εχθρός…, ό.π., σ.9 , 11 και 34 αντιστοίχως).
45.  Ο ποιητής αναγνωρίζει: η Κυβέλη με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη. Σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάϊδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα (Ο εχθρός…, ό.π., σ.52).
46.  Ό.π., σ.25.
47.  Ό.π., σ.35.
48   Ό.π.
49.   Η Κυβέλη γνωρίζει, για παράδειγμα, τους νόμους της ποίησης, ενώ, επιπλέον, δίνει τον ορισμό του ποιήματος που είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό (Ο εχθρός…, ό.π., σ.31).
50.   Κριτήριο αξιολόγησης της υψηλής ποίησης άρα και επιδίωξη του ποιητή είναι, κατά την Κυβέλη, να μην επαληθεύεται (ενν. η ποίηση) από καμμιά ζωή από κανέναν κόσμο (ό.π., σ.31-33).
51.   Πόσο μέτριοι ανάξιοι ποιητές είστε (ό.π., σ.32).
52.  Για όλα ήμουν ικανή. Κι εσένα να προστατεύσω όπως το έκανα αγόγγυστα τρυφερά το έκανα και μαζί να δημιουργήσω (ό.π., σ.35).
53.  Ό.π.
54.  Θα αρρωστήσεις από μελαγχολία και θα αυτοκτονήσεις. Ίσως επειδή θα έχεις καταλάβει πως δεν ήσουν άξιος για τα σπουδαία αισθήματα των άλλων προς εσένα. Πως δεν ήσουν άξιος της ψυχής σου. (Ο εχθρός…, ό.π., σ.33).
55.  Ό.π., σ.55.
56.  Ό.π., σ.11.
57.  Η εικόνα του τυφλού μάντη-προφήτη είναι οικεία στην αρχαία μυθολογία και γραμματεία (π.χ. η περίπτωση του Τειρεσία).
58.  Ό.π., σ.30.
59.  Ό.π., σ.31.
60.  Ό.π., σ.33.
61.  Γ.Χειμωνάς, Η δύσθυμη…, ό.π., σ.19.
62.  Ό.π.
63.  Ό.π.. σ.34.
64.  Ό.π.
65.  Μπορεί να θυμηθεί κανείς, εξάλλου, την ανδρόγυνη φύση του φορέα γνώσης, μάντη-προφήτη Τειρεσία.
66.  Γ.Χειμωνάς, Η δύσθυμη…, ό.π., σ. 14.
67.  Ό.π.
68.  Ό.π., σ.42.
69.  Για τον αόρατο αυτόν μάρτυρα ο Χειμωνάς εξομολογείται: «Ας πούμε ότι είναι ένα φάσμα, μια δικιά μου φαντασίωση που την έχω ανάγκη, που με επιβεβαιώνει, που την έπλασα εγώ ακριβώς γιατί αυτή η ανάγκη ήταν ισχυρή. Αλλά παράλληλα ξέρω ότι ένας τέτοιος μάρτυρας δεν υπάρχει. Και δεν θα μπορούσε μα υπάρξει.» (από συνέντευξη του Γ.Χειμωνά στον Ν.Καββαδία, η οποία εμπεριέχεται στο Γ.Χειμωνάς, Πεζογραφήματα…, ό.π. , σ.661)
70.  «Ερχόμαστε από το σκοτάδι και θα μας καταδιώξει ως το τέλος η μοίρα του: το φως θα μας καταλύσει» («Πώς τελειώνει ο μύθος» στο Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.163).
 71. Άλκηστις Σουλογιάννη, Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά. Θεωρία και εφαρμογή, παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, σ.54.
72.  Έτσι χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Χειμωνάς το δεύτερο κείμενο του έργου, με τον τίτλο «Διάδρομος» (από συνέντευξη στην Έλενα Δ. Χατζηιωάννου, η οποία εμπεριέχεται στον τόμο Πεζογραφήματα…, ό.π., σ.670).
73.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.44.
74.  Ό.π., σ.45.
75.  Ό.π., σ.46.
76.  Είναι γνωστή η επαγγελματική ενασχόληση του γιατρού Χειμωνά με τον ύπνο και τα όνειρα.
77.  Άλκ. Σουλογιάννη, Ο δημιουργικός…, ό.π., σ.102.
78.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.49.
79.   Γ.Χειμωνάς, «Πρωί του 77»,  Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.18.
80.  Ό.π.
81. Εξάλλου, κατά τον Μ.Blanchot, «εάν η γλώσσα, και ιδιαίτερα εκείνη της λογοτεχνίας, δεν κατευθύνεται σταθερά προς τον θάνατό της, δεν είναι δυνατή, γιατί είναι αυτή η κίνηση προς την ‘αδυνατότητά’ της (impossibilité) και που αποτελεί την προϋπόθεση και ταυτόχρονα τη θεμελίωσή της» (Γιώργης Αριστηνός, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Γ.Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ.77).
82.  Κων/νος Αν. Θέμελης, Προσωπογραφίες. Πορτραίτο ενός πρίγκιπα. Δύο συνομιλίες με τον Γιώργο Χειμωνά, Ίνδικτος, Αθήνα 2000, σ.90.
83.  Έγινα μονάχος, ομολογεί ο νεκρός ποιητής (σ. 46 στο έργο).
84.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, σ.14.
85.  Ό.π., σ.15.
86. «Αν θέλουμε να αγγίξουμε σωματικά την ηθική ενός βιωματικού λόγου, όπως προβάλλει στο έργο του (ενν. τουΧειμωνά), πρέπει να δούμε τα πρόσωπα στην πιο γκροτέσκα τους εκδοχή. Μπροστά στον καθρέφτη, που επιστρέφει το είδωλό τους σακατεμένο» (Γ.Αριστηνός, Εισαγωγή…, ό.π., σ.70).
87.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός..., ό.π.,  σ.16.
88.  Ό.π., σ.21.
89.  Γ.Χειμωνάς, Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.12.
90.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.17.
91.  Γ.Χειμωνάς, Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.13.
92.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.21.
93.  Ό.π., σ.57.
94.  Ό.π., σ.58.
95.  Ό.π.
96.  Κατά την Άλκηστη Σουλογιάννη, η αυτογνωσία του ποιητή προκύπτει «ως αποτέλεσμα της αντιπαράθεσής του προς δύο άλλους βασικούς χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν η Κυβέλη/Αρετή και η Ελένη Ξένου (βλ. Άλκ. Σουλογιάννη, Ο δημιουργικός…, ό.π., σ.60).
97.  Με το φιλόδοξο αυτό αξίωμα προσδοκούσε η Ελένη Ξένου να χρίσει τον ποιητή στην έσχατη κατοικία του (βλ. Ο εχθρός…, ό.π., σ.59).
98.  Συνομιλώντας με τους δύο ποιητές δημιουργούς του περιοδικού Η λέξη, ο Γ.Χειμωνάς μιλάει για τους τόπους της ζωής του: «η Θεσσαλονίκη με έχει σημαδέψει βαθειά, έχει διαποτίσει την ψυχή μου με την υγρασία της, κρατά την πικρή ρίζα μου της Μικράς Ασίας, την κρατά χλωρή» («Συνομιλία με ποιητές» στο Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.75).
99.  Κατά μία μυθική εκδοχή η Έρση υπήρξε γυναίκα του Ερμή.
100. Αυτός είναι ο τίτλος του τρίτου μέρους του έργου.
101. Έχοντας εκφράσει επανειλημμένα την αγάπη του για την ροκ μουσική (βλ. και την απεικόνιση του εχθρού με τη μορφή του Nick Cave) ο Χειμωνάς συνδέει το γράψιμο του εξεταζόμενου έργου με τη ροκ μουσική κι αυτό γιατί η μουσική «έχει ρυθμούς ψυχής» και «είναι η τέχνη των τεχνών», καθώς «όλα τ’άλλα είναι κατειργασμένα, μαθημένα» (Κ.Θέμελης, Προσωπογραφίες…, ό.π., σ.91 και 92).
102. Η πιθανή βιωματικότητα της εικόνας του Δώρου με το ραδιόφωνο στη μητρική γη του ποιητή παραπέμπει, κατά πάσα πιθανότητα, στην ακόλουθη βιωματική εικόνα του συγγραφέα από την ανάμνηση της μητέρας του: «Καθόταν στο παράθυρο στο σπίτι της Καβάλας…Αυτή εσώπαινε κι ακίνητη άκουγε μουσική από το ραδιόφωνο» («Το σύνδρομο του Balint» στο Τα ταξίδια μου, που εμπεριέχεται στο Πεζογραφήματα…, ό.π., σ.403).
103.  Ο Χειμωνάς υπεδείκνυε στο Γάλλο μεταφραστή του να προσέξει τον πρώτο στίχο του τραγουδιού (βλ. Πεζογραφήματα, ό.π., σ.679).
104.  Ο Χειμωνάς ομολογεί στη Μαρία Αδαμοπούλου πως στα κείμενά του διερευνάται μια μνήμη που δεν αφορά «μονο τη δική μου προσωπική ζωή αλλά την ιστορία και τη μνήμη του καιρού μου» (ό.π., σ.494).
105.  Φιλοδοξία του νεαρού Πεισίστρατου στο ομώνυμο έργο του Χειμωνά.
106.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.67.
107.  Ο Δώρος ήταν, κατά τη μυθολογία, γιος του Έλληνα και γενάρχης των Δωριέων.
108.  Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.67.
109.  Γ.Χειμωνάς, Οι χτίστες, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ.23.
110.  Γ.Δ.Παγανός, Παρουσίαση-Ανθολόγηση Γ. Χειμωνά, Η μεταπολεμική πεζογραφία, τ. Η´, Σοκόλης, Αθήνα 1988, σ.276.
111. Από επιστολή του Χειμωνά προς τον Αλέξανδρο Ίσαρη στις 9.7.73, στο Γιώργος Χειμωνάς Χειρόγραφο. Από το Αρχείο του Αλέξ. Ίσαρη, επιμ. έκδοσης-επίμετρο Ευρ. Γαραντούδη, Ίκαρος, 2006, σ.120-121.
112. Μιλώντας για τους κλέφτες της ζωής του ο Χειμωνάς συνοψίζει: «ολόκληρη η ζωή μας γλυστράει και φεύγει πάνω σε φτυάρια από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους» (Γ.Χειμωνάς, «Καβάλα 1939» στο Ποιον φοβάται…, ό.π., σ.168).
113. Δ.Ν.Μαρωνίτης, Η πεζογραφία…, 2007, σ.94.
114. Βλ. και «Θεέ μου αυτά τα άναρθρα. Τα άγνωστα ονόματα της ψυχής μας. Ρήμαξαν την ζωή μου. » στο Ο εχθρός…, ό.π., σ.35.
115. Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός…, ό.π., σ.40.
116. Κατάθεση του Χειμωνά σε μια συζήτησή του με τον Δημήτρη Ντουμπουρίδη, η οποία εμπεριέχεται στο Πεζογραφήματα…, ό.π., σ.672.
117. Κ.Αν.Θέμελης, Προσωπογραφίες…, ό.π., σ.52 και35.
118. Τζίνα Πολίτη, «Μάθημα πρώτο…», ό.π., σ.172.
119. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Η πεζογραφία..., 2007,σ.105
120. Γ. Χειμωνάς, Χειρόγραφα...,ό.π., σ.123
121. Παναγιώτης Μουλλάς, "Γιώργος Χειμωνάς", στο αφιέρωμα του περ. Οδός Πανός στον Γ. Χειμωνά. τ. 109, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2000, σ.181 (αναδημοσίευση από το περ, Αντί, τ.77, 3 Μαρτίου 2000)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δ.Αγγελάτος, Η «φωνή» της μνήμης , «Νέα Σύνορα» Λιβάνης, Αθήνα 1997.

Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, μετ. Δ.Δημητριάδης, Εξάντας, Αθήνα 1974.

G.S.Kirk-J.E.Raven-M.Schofield, Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μετ. Δ. Κούρτοβικ, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1998.

Οδός Πανός, Αφιέρωμα στον Γ.Χειμωνά, τ.109, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009.

Γ.Αριστηνός, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Γ.Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 1981.

Σοφία Βούλγαρη, « ‘Ο συγγραφέας του ορίζοντα’: το οριστικά ατελείωτο έργο του Γιώργου Χειμωνά», Poeticanet, τ.13, Σεπτέμβριος 2010.

Δ.Ν.Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά. Αφηρημένο και συγκεκριμένο, Λωτός, Αθήνα 1986.

Δ.Ν.Μαρωνίτης, Η πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά, Κέδρος, Αθήνα 2007.

Τζίνα Πολίτη, Περί αμαρτίας, πάθους, βλέμματος και άλλων τινών, Άγρα, Αθήνα 2006.

Γ.Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, εισαγωγή, επιμέλεια, χρονολόγιο Ευριπίδη Γαραντούδη, Καστανιώτης, Αθήνα 2005.

Αικ. Δούκα-Καμπίτογλου, Ο Άμλετ του Γιώργου Χειμωνά. Αναβιώνοντας τη δύσθυμη αναγέννηση, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008.

Άλκηστις Σουλογιάννη, Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά. Θεωρία και εφαρμογή, παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.

Κων/νος Αν. Θέμελης, Προσωπογραφίες. Πορτραίτο ενός πρίγκιπα. Δύο συνομιλίες με τον Γιώργο Χειμωνά, Ίνδικτος, Αθήνα 2000.

Δέσποινα Λαλά-Κριστ, Στο καλειδοσκόπιο του Γιώργου Χειμωνά. Μια περιπέτεια στο χώρο της ανθρώπινης φύσης, Καστανιώτης, Αθήνα 1984.

Γ.Χειμωνάς, Το ένατο μάθημα για τον λόγο. Ομιλία-Συζήτηση, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.

Γ.Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Καστανιώτης, Αθήνα 1995.

Γ.Χειμωνάς, Έξι μαθήματα για τον λόγο, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1984.

Γ.Χειμωνάς, Η δύσθυμη Αναγέννηση. Όγδοο μάθημα για τον λόγο, ύψιλον/ βιβλία, Αθήνα 1987.

Γ.Χειμωνάς, Το ένατο μάθημα για τον λόγο. Ομιλία-συζήτηση, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.

Γ.Χειμωνάς, Ο εχθρός του ποιητή, Κέδρος, Αθήνα 1990.

Γ.Χειμωνάς, Πεισίστρατος, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1980.

Γ.Χειμωνάς, Τα ταξίδια μου, Κέδρος, Αθήνα 1984.

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Μαΐου 2012