Εκτύπωση του άρθρου

 

Η ποιητική τέχνη και η απόλαυσή της, τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας, όσο και σε αυτό της πρόσληψης, υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα βασικότερα θεωρητικά ζητήματα που απασχόλησε όχι μόνο τους ποιητές, αλλά και τους μελετητές της ποιητικής διεργασίας και διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα εκείνο που φάνηκε να προεξάρχει στις σχετικές αναζητήσεις και υποθέσεις που διατυπώθηκαν είχε να κάνει με τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο ένα ποίημα μπορεί να γεννήσει, να προκαλέσει και να υποστηρίξει την ηδονή, την ευχαρίστηση αυτού που το έγραψε και αυτού που το διαβάζει, ευχαρίστηση η οποία απλώνεται, σαν κηλίδα, για να καλύψει και να ποτίσει τις περιοχές της νόησης και της συγκίνησης, τα πεδία αυτά που, σύμφωνα με την πλατωνική διάκριση, ορίστηκαν ως θυμοειδές, έδρα δηλαδή της ψυχής, και λογιστικό, έδρα δηλαδή της νόησης, και να εκβάλει έπειτα στο επιθυμητικό, στην έδρα, δηλαδή, των επιθυμιών και των ενστίκτων και να λειτουργήσει έτσι συμβουλευτικά, καθοδηγητικά, αναπλαστικά του ανθρώπινου βίου. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η έννοια της ευχαρίστησης και της ηδονής που αποκομίζει κάποιος από την ποίηση και, γενικότερα, από ένα έργο τέχνης φαίνεται στενά συνυφασμένη με την αστραπιαία, σχεδόν ενστικτώδη αντίδραση απέναντι σε αυτό που παράγει και, κατ’ αντιστοιχία, απέναντι σε αυτό που καταναλώνει κανείς, η πραγματική συνθήκη, έτσι όπως διαμορφώνεται από τις συνιστώσες της ποιητικής διαδικασίας, είναι μάλλον διαφορετική. Η ευχαρίστηση, δηλαδή, και η δημιουργική και αναγνωστική ηδονή είναι μάλλον αντιστρόφως ανάλογη με την ταχύτητα και, πολύ περισσότερο, με την ευκολία με την οποία μοιάζει, παραπλανητικά, να συνδέεται. Με τη δεύτερη ειδικά παράμετρο, αυτήν της ευκολίας, η ευχαρίστηση μοιάζει να είναι σε εντελώς αντιθετική σύνδεση και σχέση. Κι αυτό γιατί όσο μεγαλύτερη είναι η ηδονή, τόσο περισσότερο αυξημένη υπήρξε η δυσκολία να φτάσει ο δημιουργός και ο αποδέκτης στον τελικό στόχο που είναι το ποίημα και να εισδύσει στον πυρήνα του. Η δυσκολία αυτή δεν έγκειται μονάχα στο χρονικό διάστημα που αφιερώνει κάποιος στην ποίηση, αφού είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι υπήρξαν ποιήματα που γράφτηκαν μέσα σε λίγες μόνο στιγμές, ενώ τα περισσότερα ποιήματα διαβάζονται, κατά κανόνα, μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Έχει περισσότερο να κάνει με την εσωτερική διαδρομή και πορεία, με την εναγώνια και διαρκή μάχη με το εσωτερικό και εξωτερικό γίγνεσθαι, μάχη που δεν περιορίζεται μέσα στον χώρο και τον χρόνο, αλλά απλώνεται στο διηνεκές, διαγράφοντας ουσιαστικά μια ανηφορική και απαιτητική οδό. Θα μπορούσε να δει κανείς εδώ μια αντιστοιχία ή αναλογία με τον πλατωνικό μύθο του σπηλαίου που θέλει τους δεσμώτες να πασχίζουν, να υποφέρουν και να μάχονται για την έξοδο προς το φως το οποίο, όμως, εν τέλει, τους χαρίζει την ευτυχία, τη μακαριότητα, την πάγια και παγιωμένη ηδονή.

Για να φτάσει, λοιπόν, κανείς στον σκληρό πυρήνα της ποίησης και να σπάσει το περίβλημά του προκειμένου να απολαύσει έτσι τη ζεστασιά που αναδύει και αναδεικνύει ο έντεχνος ποιητικός λόγος θα πρέπει να ακολουθήσει μια διαδρομή δαιδαλώδη και περίπλοκη, μια διαδρομή το τέρμα της οποίας ούτε φαίνεται, ούτε ανοίγεται στον ορίζοντα, έστω μακρινό. Και είναι δαιδαλώδης και περίπλοκη όχι μόνο επειδή είναι μακρινή, αλλά επειδή συχνά απαιτεί και προϋποθέτει την εμπλοκή του αναγνώστη και του δημιουργού μέσα σε παράπλευρους δρόμους, μέσα σε παρακαμπτήριες οδούς, μέσα σε παράλληλες ατραπούς που μοιάζουν να αποσυντονίζουν, να αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο της τέχνης, στην πραγματικότητα, όμως, τεχνουργούν, με τον δικό της η καθεμιά τρόπο την πιο γρήγορη, την πιο ασφαλή, την πιο ανώδυνη διαδρομή για την αλήθεια και την ομορφιά της ποίησης, για την ποίηση της αλήθειας και της ομορφιάς. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η βασικότερη από αυτές τις παρακαμπτηρίους είναι η ίδια η ζωή και η πρώτη ύλη που αυτή παρέχει στην ποίηση προκειμένου να μπορέσει και η ίδια να συστήσει το δικό της σύμπαν, κινούμενο και εμφορούμενο από την αίσθηση και την αρχή του ωραίου το οποίο, ούτως ή άλλως, παραπέμπει στο ώριμο, το κατασταλαγμένο, το εναπομείναν ως απόσταγμα και απαύγασμα μαζί. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε βεβαίως να ισχύει στη μιμητική περί τέχνης θεωρία που πρεσβεύει και προκρίνει τη φύση και τη λειτουργία της ποίησης ως ένα είδος καθρέφτη μέσα στον οποίο αντικατοπτρίζεται και υπάρχει η ζωή σε μια ιδιαίτερη συνθήκη, προσδιορισμένη από τους κανόνες της δημιουργίας και της πρόσληψης. Αυτή η οπτική ωστόσο είναι κάπως περιορισμένη, κλείνει την ποίηση μέσα στα στενά όρια της ζωής και επιχειρεί την ερμηνεία της με τους όρους του ρεαλισμού και της πραγματικότητας. Κι αυτό γιατί παρακάμπτει το γεγονός ότι η τέχνη είναι ένας αυτόνομος, αυτούσιος κόσμος στον οποίο οδηγεί και από τον οποίο εκκινεί μονάχα η τέχνη. Ιδωμένες υπ’ αυτήν την έννοια, οι παρακαμπτήριες θα πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την τέχνη του λόγου και, γιατί όχι, στις άλλες τέχνες που συνιστούν και συστήνουν μια παράλληλη εγκόσμια ύπαρξη με τη δική της ζωή, τον δικό της οργανισμό, τη δική της λειτουργία. Έτσι, για να φτάσει κανείς στην ποίηση θα πρέπει πρώτα να περάσει από σταθμούς ή να διαβεί από δρόμους λογοτεχνικούς, να γνωρίσει καλά, σε πρώτη φάση, όχι μόνο την προγενέστερη ποιητική παράδοση, αλλά και την πεζογραφία, την κριτική, το δοκίμιο, ακόμα και το θέατρο, τους τρόπους και τόπους γραφής των άλλων λογοτεχνικών γενών και ειδών προκειμένου να μπορέσει να ανιχνεύσει το στίγμα και την ιδιαιτερότητα του ποιητικού λόγου και να μπορέσει έτσι αποτελεσματικότερα να τον υπηρετήσει και να τον ερμηνεύσει. Πρόκειται για μια λογική και μέθοδο που προκρίνει την καθυστέρηση με την εμπλοκή στον ποιητικό λόγο προκειμένου να μπορέσει η ψυχή και η αντίληψη του ανθρώπου – καλλιτέχνη να εισδύσει σιγά σιγά στα μυστικά της τέχνης του λόγου, να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί και υπάρχει σε περιβάλλοντα πολύ εγγύτερα της ζωής, για να μπορέσει έτσι να αποσπαστεί από αυτή και φτάσει στην θέαση του νοήματος και της σημασίας της ποίησης που είναι η απόσταξη, η αποφυγή κάθε περιττού και εντυπωσιακού στοιχείου που θα εμπόδιζε τη συνείδηση να αντιληφθεί και να απολαύσει την Ιδέα που κάθε φορά βρίσκεται στο κέντρο και την αφετηρία του ποιήματος. Γιατί, πραγματικά, το πέρασμα, το ταξίδι μέσα από τα υπόλοιπα είδη του έντεχνου λόγου μπορεί να πλουτίσει τον άνθρωπο, να του αποφέρει το κέρδος των πολλών και διαφορετικών εμπειριών, να τον καταστήσει, στην κυριολεξία, έναν Οδυσσέα όπως τον θέλησε ο Καβάφης, που θα φτάσει πλούσιος στην Ιθάκη του, την ποίηση, για να μπορέσει πια να παραμείνει και να απολαύσει το φθάσιμό του εκεί, στον ποιητικό λόγο που, από το όνομά του και μόνο, δηλώνει με άκρα ευθύτητα την ταύτισή του με τη δημιουργία.

Οι παρακαμπτήριες αυτές μπορεί να διαρκέσουν, μπορεί να δυσκολέψουν, μπορεί ακόμα και να φανούν σε κάποιον αδιάφορες ή αταίριαστες στην ψυχοσύνθεση και την ιδιοσυγκρασία του, προσφέρουν όμως τη βεβαιότητα του εναγκαλισμού του έντεχνου λόγου σε όλες του τις πτυχές και διαστάσεις, σε όλες του τις εκδοχές και, κυρίως, τη βίωση, την εμπειρία και τη γνώση των εργαλείων, των μέσων και, ως εκ τούτου, της μέγιστης δυνατής συμπύκνωσης που ζητά η ποιητική έκφραση. Γι’ αυτό και η γνωριμία με τα υπόλοιπα είδη αναδεικνύεται πολύτιμη, γιατί μυεί τον άνθρωπο στη διαδικασία αποτίναξης των περιττών, στην απογύμνωση της σκέψης και της έκφρασης προκειμένου να μείνει γυμνό και χωρίς κανένα απολύτως ένδυμα το σώμα, το ποιητικό σώμα που καταυγάζει την ηθική και την ομορφιά του. Και είναι πολύ προτιμότερο να παραμείνει κανείς στην ποίηση ακόμα και με ένα μονάχα έργο, έχοντας όμως περιηγηθεί και σταθμεύσει στις παρακαμπτήριες, παρά με περισσότερα έχοντας ακολουθήσει την ευθεία και πεπατημένη οδό που χαράσσεται από το βάδισμα και το αποτύπωμα πολλών το οποίο συνήθως σβήνει, σαν άνεμος, το πέρασμα του χρόνου.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Σεπτεμβρίου 2022