Εκτύπωση του άρθρου
               ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ                         
1.  ΠΑΛΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ
 
             
Τον τελευταίο καιρό και ξεχωριστά από τις αρχές του 2009 όχι λίγα και αδιάφορα ή αμελητέα κείμενα δημοσιεύτηκαν για να στηρίξουν καλούς κατά το πλείστον ποιητές οι οποίοι παρά την ωριμότητα, την ισχύ και το διαφαινόμενο βάθος τους δεν ακούστηκαν και ως εκ τούτου δεν διαβάστηκαν όσο τους άξιζε. Ανάμεσά τους από τους πρώτους ο Αντώνης Ζέρβας. Στον ποιητή του «Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης», για να αναφερθώ σε μια νεανική αλλά όχι πρωτόλεια συλλογή του αναφέρθηκαν θετικότατα, με καθυστέρηση βέβαια δεκαετιών ο Δημήτρης Μαρωνίτης και ο Γιώργος Βέλτσος· ο πρώτος  σε δύο επιφυλλίδες στο «Βήμα της Κυριακής», και ο δεύτερος σε σημείωμά του στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ (14/1/2009). Προς στήριξη, κραταίωση και μερική συγκάλυψη για την απουσία και σιωπή επί δεκαετίες περί τον Ζέρβα (και άλλους) έσπευσε «ετερογλωσσήσας» ο Σ. Μαυροειδής. Ο όχι άγνωστος δημοσιογράφος και συντάκτης σε άρθρο του στην Αυγή (1/3/2009) και υπό τον τίτλο «Έκτοπος από την “επίσημη” κριτική» γράφει: «Είναι αλήθεια ότι η σιωπή της ελληνικής κριτικής για το έργο του Ζέρβα είναι παρατεταμένη, αφού διαρκεί πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Δεν αφορά κατά συνέπεια κάποια χρονική υστέρηση απέναντι στη συγκεντρωτική έκδοση καθώς έχουν ήδη προηγηθεί όχι μόνο ένα δύο αλλά δεκαπέντε βιβλία του συγγραφέα – ποιητή και δοκιμιογράφου και όλα σχεδόν έχουν πάει κριτικώς «άκλαυστα».
Όταν οι επισκέπτες του διαδικτυακού τόπου διαβάσουν μέχρι τέλους τις  παρούσες αναρτήσεις, θα βεβαιωθούν όχι χωρίς έκπληξη για την ακρίβεια ή μη της πιο πάνω απόφανσης. Όντως έχουν περάσει πάνω από εικοσιπέντε χρόνια αφότου στο τεύχος 2-3 Φθινόπωρο - Χειμώνας 1984 της β´ σειράς του περιοδικού ΣΠΕΙΡΑ δημοσιεύτηκε εκτενής κριτική για τη συλλογή του Αντώνη Ζέρβα «Η ανάσταση της Κυρά Τσίνης» (εκδόσεις Καστανιώτη, 1983). Επιπλέον εάν με το εκτενέστατο αυτό κείμενο επισημαίνεται  κριτικά, θεματικά και ερμηνευτικά η σημασία της συλλογής, με δύο τουλάχιστον δοκιμιακά άρθρα στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η ταπεινότητά μου προσπάθησε να ανιχνεύσει τις αγκυλώσεις, προσηλώσεις και «υπακοές» (με την έννοια που ο τελευταίος αυτός όρος έχει στην περιοχή της πνευματικής πατρότητας) του Αντώνη Ζέρβα. Γιατί είναι ακριβώς αυτές οι συμπεριφορές, ενάντιες σε κάθε έννοια ποιητικότητας που δεν του επέτρεψαν να αναπτύξει και ολοκληρώσει το πηγαίο του χάρισμα, ακολουθώντας συχνά όχι κατά πάντα άξιους πνευματικούς πατέρες οι οποίοι αν δεν εχθρεύονταν πάντως  δεν ήσαν σε θέση να προσλάβουν την ποίηση. Γι αυτό ακριβώς αμέσως μετά την κριτική του 1984 θα αναρτήσουμε δύο δοκιμιακά κείμενα «Η αποπομπή των ποιητών» (Καθημερινή 14/2/1995) και «Η έδρα της Ποιητικής και τα έδρανα των ποιητών» (Καθημερινή 14/3/1995). Και στα δύο αυτά κείμενα κοινός υπότιτλος διευκρινίζει: «Ένας διάλογος ανάμεσα στο στοχαστή Στ. Ράμφο και τον ποιητή Αντ. Ζέρβα».
 
  
               2. Aντώνη Ζέρβα: Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης.
                          (Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα,  1983)
                                                         
 
«Πως μεγαλώνει ένας τόπος; Πως αποκτάει χαρακτήρα; Πως μπαίνει στην
    ιεραρχία   της καταγωγής;  Πως  βγαίνει απ’ τις πολλές η μία γλώσσα;»
 
            Στα τέσσερα αυτά ερωτήματα αποπειράται να απαντήσει ο Αντώνης Ζέρβας στην κρινόμενη συλλογή. Μολονότι στην ποίηση τα ερωτήματα αποτελούν αυτοτελείς μονάδες που λειτουργούν ερήμην όλων των δυνατών απαντήσεων, χωρίς να τις αποκλείουν, συνιστούν επί του προκειμένου ένα κέντρο μεταθετό, έστω και κάποτε αδιόρατο, που χρειαζόταν ένα πολυσχιδές και ποικιλότατο ποιητικό βιβλίο όπως «Η Ανάσταση της Κυρά Τσίνης» του Αντώνη Ζέρβα.
            Εάν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στα Βυζαντινά του μελετήματα «Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος» (1857), σ’ ένα βιβλίο δηλαδή που υπόκειται στο ιδεολογικό βάθος της συλλογής του Αντώνη Ζέρβα, ερευνά, υπό την κάλυψη της «ιστοριονομίας», «την σύμπηξιν της έτι εν ασυναρτησία διατελούσης ελληνικής φυλής», ο συγγραφέας μας ανιχνεύει, ποιητικά, τις περιπέτειες της νεοελληνικής ιδιοπροσωπίας υπό μερικούς και συγκεκριμένους χρονικούς και τοπικούς όρους.
            Ο χρόνος της συλλογής, παρόλο που εκτείνεται στους βυζαντινούς και, υπαινικτικά, στους ελληνικούς (εθνικούς) αιώνες, συνάγεται τελικά στο διάστημα από τη β´ περίοδο της τουρκοκρατίας της Αττικής ως τις μέρες μας. Ο τόπος εξάλλου, παρά τις δυνατές προεκτάσεις, συστέλλεται στην ευρύτερη περιοχή του Πόρτο Δράκο, όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο Πειραιάς, και ειδικότερα στο μεταγενέστερο δήμο, του Κερατσινίου, που άλλωστε απηχείται, πιθανώς, και στον κατά προσωποποιία τίτλο της συλλογής.
            Αυτό που συνέχει οπωσδήποτε την ποιητική εργασία του Αντώνη Ζέρβα είναι η βούλησή του για φυλετική και προσωπική αυτογνωσία, όπως ασκείται κατά κάθετη κατάδυση στο ατομικό, πατρικό και εγγύτερο προγονικό «εγώ» και την πνευματική του ενδοχώρα. Σαράντα εφτά κείμενα ποικίλης μορφής και συστάσεως συγκλίνουν προς την πνευματική σύλληψη της νεοελληνικής ιδιοσυστασίας και των παραμορφώσεών της. Κομμάτια ανάλαφρου λυρισμού εναλλάσσονται με «άσματα» δοκιμιακής υφής· αυτούσια σχεδόν νοταρικά κείμενα ακολουθούνται από καβαφικής τεχνοτροπίας ιστορικογενή ποιήματα· αποσπάσματα λαϊκής επιστολογραφίας συνοδεύονται από σύντομες αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμβάντων και επεισοδίων· εξομολογητικά στιχηρά διασταυρώνονται με διαλογικά ποιήματα. Βρίσκουμε ακόμη ένα δίστηλο αρθρίδιο κατ’ απομίμηση δημοσιογραφικού ύφους και ένα κείμενο με σχόλια στο ευρύ περιθώριο της σελίδας.
            Παραταύτα δε μπορούμε να μιλήσουμε για ποιητικό σύνθεμα, αλλά για συλλογή. Τα κείμενα δε φαίνεται να κατατάσσονται με βάση ένα αρχικό και ενιαίο σχεδίασμα, ενώ η επιλεκτική αραβική και, σε δυό περιπτώσεις, προνομιακή ελληνική αρίθμηση δεν εξασφαλίζουν παρά ένα ενδεικτικό και οπωσδήποτε ασταθές εξωτερικό πλαίσιο. Ο Αντώνης Ζέρβας καταρτίζει μια σειρά ανομοιόμορφων κειμένων τα οποία συμπίπτουν λιγότερο ή περισσότερο, κατά τη γενική ιδέα της νεοελληνικής ιδιομορφίας υπό τους όρους που προαναφέραμε.
            Ένα τουλάχιστον ποίημα ιστορικής σύνοψης (αλλ’ όχι και εποπτείας) επιτρέπει στον αναγνώστη να συλλάβει το γενικό διάγραμμα της νοθείας και παραχάραξης που επιβλήθηκε, κατά την αίσθηση και κρίση του ποιητή, στο νέο ελληνισμό. Υπό τον πολλά σημαίνοντα τίτλο «ΤΑ ΕΠΙΚΟΜΒΙΑ» παρακολουθούμε από γενιά σε γενιά: τον εκδυτικισμό ή το φράγκεμα της νεοελληνικής ιστορίας:
 
Γιαννούσης Μέγας Διερμηνεύς της Πύλης
Προκάτοχος Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου
Προγόνοι των Φαναριωτών και μάστορες των Φώτων
Ινδάλματα των φραγκοφορεμένων τσελιγκάδων
Κουμπάροι του Βασιλέως και του Βενιζέλου
Ποίμνιο των Δεσποτάδων της Αυτοκέφαλης
Και μόδιστροι των ευγενών κυρίων των πολιτευτών
Και των επιχειρηματιών της Λέσχης Αθηνών
 
 
            Η ιστορικο-πολιτική θέση του ποιητή είναι διαφανής. Γενεαλογεί, κατά παράθεση ονομάτων, τίτλων και «πολιτειών», τις δυνάμεις εκείνες που αλλοίωσαν την ιθαγενή ορθοδοξία, χωρίς να εξαιρεί το νεοελληνικό διαφωτισμό και την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελληνικής εκκλησίας κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα. Τα «επικόμβια» άρα δεν ήσαν μόνο οι απόδεσμοι, τα κομποδέματα με χρυσά ασημένια και χάλκινα νομίσματα που ρίχνονταν στο λαό κατά την ημέρα της χρίσεως του βασιλιά, αλλά και οι «κόμβοι», οι σταθμοί μιας πορείας προς τη σημερινή ασυναρτησία του βίου και του πνεύματος. «Επικόμβια», άλλωστε, με την πρώτη σημασία της λέξης, έχουμε και στο αφηγηματικό ποίημα της συλλογής «Η βουταρία» (σελ. 29), όπου περιγράφεται η απρόσωπη διέλευση ελλήνων βασιλέων από την περοιοχή του Κερατσινίου κατά την περίοδο της μεγάλης δημογραφικής έκρηξης που «εξωράισε», σύμφωνα με παλαιά άρθρα, «τον πρώην έρημον ορμίσκον εις χώρον βρίθοντα βιοτεχνιών και εργοστασίων»!
            Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια ποίηση απόψεων που αναπόφευκτα, εμπλέκεται στη διαμάχη για τους υπέυθυνους της νεοελληνικής κακοδαιμονίας και, συνεπώς, εκτίθεται σε έλεγχο ή αντίκρουση; Είναι αλήθεια ότι ο αρνητικός χαρακτήρας της επιτροχάδην θεώρησης της νεοελληνικής ιστορίας προάγεται, όπως δείχνουν άλλα σημεία της συλλογής, σε απερίφραστη, αλλ’ όχι ποιητικά κλειστή, διακήρυξη της προσωπικής αίρεσης του ποιητή:
 
Καλύτερα Ασιάτες με βαρειά ενδύματα
και με πολλά στολίδια
ενθουσιασμοί και μανίαι και κατοχαί
και καθαρμοί και επωδαί και δέλτοι
καλύτερα μ’ αυτούς που αφουγκράζονται
στις σκήτες
τι μελετούν μισόγυμνοι στις τρύπες
παρά μ’ αυτούς που θέλουν να ξεχάσουμε.
 
            Ο Αντώνης Ζέρβας αντιτάσσεται ακριβώς σ’ αυτούς που προέκριναν τη λήθη του βυζαντινού και μεταβυζαντινού παρελθόντος ως ιστορική διαδικασία στη συγκρότηση και διαμόρφωση του νεοελληνισμού. Η τελευταία λέξη του βιβλίου είναι «Ανατολή και μάλιστα μέσα σε μία σύμφραση που υποβάλλει ότι ο ελλαδικός χώρος δεν είναι παρά ένα δευτερεύον ή τριτεύον «θέμα» - το πνευματικό κέντρο βρίσκεται αλλού: «στο ιατρείο του καιρού στο θέμα της Ελλάδος / Ανατολή». Μολονότι ο Αντώνης Ζέρβας αποδέχεται, και κατά δήλωση, τη λογοτεχνική συνθήκη, όπως διαμορφώθηκε στις δύο τελευταίες πάνω κάτω δεκαετίες (: «γραμματική και θεωρία», σελ. 67), προσθέτει το σολωμικό κατά το ήμισυ: «με λογισμό κι ενθύμηση» και, κατά το δίδαγμα μεγάλων ποιητών του αιώνα, θέλει να μορφώσει γλωσσικό και πνευματικό ήθος.
            Η συλλογή θέτει πράγματι σε κίνηση τη λειτουργία της μνήμης, πολλαπλώς. Έτσι στο κατευθυντήριο ερώτημα: «πως μεγαλώνει ένας τόπος» (όχι, βέβαια, μόνο εκτατικά), ανταποκρίνονται τα συμβολαιογραφικά κείμενα (υπ αριθμ 4 και 36). Μέσα στην ποιητική σύμβαση που ορίζει η συλλογή στο σύνολό της, οι συμβολαιογραφικές πράξεις της συντεχνίας των νοταρίων του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, λειτουργούν ποιητικά και μάλιστα σε πολλά επίπεδα συγχρόνως. Ήδη το πρώτο από τα κείμενα αυτά (σελ. 11) που προέρχεται από συγκόλληση αποσπασμάτων δύο νοταρικών πράξεων με χρονολ. 1712 και 1738, δείχνει πως περνούσαν στα χέρια φίλεργων ελλήνων καλλιεργητών τα δουλεμένα και άγρια χωράφια που κατείχαν οι Τούρκοι, και πως, στη συνέχεια, με νέες αγοραπωλησίες ξεπετάγονταν οι ντόπιοι πρόκριτοι και προύχοντες που διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στους ραγιάδες της Αττικής και στο Βοεβόδα, τον ενοικιαστή των προσόδων του Κιλλάρ-Αγασί (Αρχιευνούχου): «ο άνωθεν Κόλλιας μαλαγάρης / να κάμει αυτό (το κτήμα) ως θέλει και βούλεται / να πηγαίνει ο αυτός επίτροπος εις τον αγά μας Βοϊβόντα / να του δίνει μαραφέτη…». Ο Αντώνης Ζέρβας παρεμβαίνει τόσο μόνο στο κείμενο των συμβολαιογραφικών πράξεων ώστε να υποβάλλεται και η ιερότητα και η απανθρωπία της έγγειας ιδιοκτησίας που αποκτάται με αγορά. Ωστόσο σε δικό του κείμενο (σελ. 22) σχολιάζει, γενικά, τις συνέπειες που έχει στην ψυχή πωλητών και αγοραστών τοπέρασμα της γης, των αγροικιών και των υποστατικών από το ένα χέρι στο άλλο:
            Με τις αγοραπωλησίες σημαδεύεται ο χρόνος, περιορίζεται το γέλιο, φωτίζεται ο χαρακτήρας μες στις σπηλιές κι απ’ το θαλάμι του ανεβαίνει μουγό το μίσος.
            Με τα συμβόλαια η γης τα σπίτια τα χωράφια τρέχουν από χέρι σ’ άλλο χέρι, ο παράς, με τη συγκεκριμένη φράση: του εμέτρησε τα άσπρα εις τας χείρας.
            Είναι φανερό ότι ο Αντώνης Ζέρβας ασκεί κριτική κατά του θεσμού της μεταβίβασης της γης και των υποστατικών με αγορά, όπως τουλάχιστον εφαρμόστηκε κατά και μετά την περίοδο της τουρκοκρατίας, και υπό την επήρεια του πνεύματος της απληστείας και άλλων «δαιμονικών» δυνάμεων μετέβαλε το «γιαλό του Πόρτο Δράκο» και τα χαμηλά όσο και τα «ψηλώματα» του Κερατσινιού σ’ αυτό που ξέρουμε σήμερα. Αλλ’ εφόσον πρόκειται για λόγο ποιητικό, θα ίσχυε και στην περίπτωση του Αντώνη Ζέρβα, όπως και σε κάθε ανάλογη, με την πρέπουσα τήρηση των αναλογιών, η παρατήρηση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου για την καταδίκη της τοκογλυφίας («usura») από τον Έζρα Πάουντ: «Η εγκυρότητα… της κριτικής δε βασίζεται ούτε στην πρωτοτυπία της ούτε στην ευστοχία της αλλά στο πάθος της» (Ο «Φασισμός» του Ezra Pount, σχόλιο στο canto XLV, περιοδ. «Σημειώσεις» τεύχος 4, σελ. 70). Αναφερόμενος ο Γερ. Λυκιαρδόπουλος στους στίχους του αμερικανού ποιητή: «Η τοκογλυφία μέσα στη μήτρα σφάζει το μωρό / πάνε τα ερωτόλογα του νέου / και στο κρεβάτι την παράλυση έχει φέρει, ανάμεσα στη νύφη σέρνεται και στον αγαπημένο της Contra Natura (m(Μεταφρ, Στέφανου Ροζάνη), σχολιάζει:  «Δεν υπάρχει η ερωτική σχέση ανάμεσα στον τεχνίτη και το τέχνημα, ανάμεσα στον άνθρωπο και στον άνθρωπο. Ο όφις ξάπλωσε ανάμεσα στο νέο ζευγάρι και παραλύει τον έρωτα και τη δημιουργία…».
            Στο κείμενο του Αντώνη Ζέρβα η αγοραπωλησία δεν εμφανίζεται εξίσου αρνητικά, δεν παίρνει τις ίδιες εωσφορικές διαστάσεις αλλ’ οπωσδήποτε είναι παρούσα και φαρμακώνει τη συζυγική κατάκλιση ή και συνεύρεση:
            μία ματιά στ´ ακίνητα σχήματα των σκεπασμάτων το μουρμούρισμα: πώς πήγες; Θέλεις να τσιμπήσεις κάτι πριν από το τρίξιμο του σουμιέ.
            Η πράξη της πώλησης γίνεται βέβαια «μετά βουλής και θελήσεως» και ολοκληρώνεται με την οροθεσία, «τα βαθύριχτα σημάδια των συνόρων». Αλλά οι γείτονες, κάποτε, σηκώνουν «το περιοριστικό λιθάρι». Σε δύο από τα μεστότερα κείμενα της συλλογής (27 και 28) ακούμε βαθύτατους ανθρώπινους τόνους για τα «χθόνια» έργα γυναικών και αντρών:
            «Κοιταγμένες από την πάνω βίγλα των Κτιρίων, οι μαυροφορεμένες θείες, σκάβαν με τα νύχια τους βιαστικές και λυσσασμένες, σαν χελώνες».
            Η αγοραπωλησία, η μετάθεση των ορίων και η αναζήτηση τίτλων στα τουρκικά και προξενικά αρχεία ρίχνουν τη σκιά τους σ’ όλο το χρόνο που καλύπτει η συλλογή. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον εποικισμό της περιοχής του Κερατσινίου από νησιώτες, ρωμηούς, πολίτες, Αρμεναίους, Μικρασιάτες, Πόντιους, Μανιάτες, ένα κράμα (με την καβαφική έννοια της λέξης) ελλήνων, ντόπιων και ξενόφερτων, γηγενών και προσφύγων, που συναπαρτίζουν, όχι μόνο δημογραφικά, αλλά ψυχικά, πνευματικά και ηθικά το νέο εσωτερικό φύραμα, ελλαδικό τη φορά αυτή, της ελληνικής φυλής υπό την πίεση του ραγδαίου εξευρωπαϊσμού. Ο συγγραφέας δεν αρνείται το δίκαιο μερίδιο και στις φράγκικες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν κατά την τουρκοκρατία στις ερημιές του Πειραιά και λίγο με λίγο εξελληνίσθηκαν. Αφιερώνει μάλιστα ένα ποίημα στο γνωστό στους ιστοριοδίφες Μοσιού Καϋράκ (Cayrac) και του αποδίδει, παραλλάζοντας μόλις, τον ένα από τους δύο δεκαπεντασύλλαβους που κατάγραψε ο Δημ. Καμπούρογλου, αδήλως, για μέλος της ίδιας φαμίλιας.
            Σ’ αυτή τη νεοελληνική, ενδοφυλετική, πανσπερμία δεσπόζει ο κόσμος της μικρασιατικής προσφυγιάς, σε βαθμό που δεν ξέρω αν και σε άλλο ποιητικό βιβλίο. Στην πολυπρόσωπη όσο και ποικιλόμορφη συλλογή του Α. Ζέρβα το κεντρικό πρόσωπο είναι μια πάμφτωχη και ίσως όχι ανεπίληπτη προσφυγοπούλα, η κυρά Τσίνη η Σμυρνιά, «του δήμου διορισμένη καθαρίστρια», πρόσωπο που διαστέλλεται με έμφαση από την κυρά Τζίνη «την Πολίτισσα», «κυρά μεγάλη αυτού του τόπου». Ο όρος του «απαλλοτριωμένου χώματος» που εισάγεται για την πρώτη και η πολυκτημοσύνη, μέσα από ύποπτες σχέσεις και επιγαμίες, που ισχύει για τη δεύτερη, συμπληρώνουν το οικονομικό και δημογραφικό πλαίσιο που αναλογεί όχι μόνο στο πρωταρχικό ερώτημα «πώς μεγαλώνει ένας τόπος», αλλά και στο ουσιαστικότερο «πώς αποκτάει χαρακτήρα».
            Τις εγχαράξεις του ήθους αναζητεί – και επιχειρεί – ο συγγραφέας κατά ποικίλους ποιητικούς τρόπους. Σε δύο ομόλογα ποιήματα υπό τους σχετικούς τίτλους ο « ΚΥΡ ΝΙΚΟΣ» και ο «ΚΥΡ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ» δυό μικρασιάτες εξομολογούνται από τον τάφο, πώς και με ποιους συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και ιδιοτέλειες το προσφυγικό στοιχείο αφομοίωσε (και αφομοιώθηκε από) το κυρίαρχο μικροοικοκυρίστικο και μετολίγον μικροαστικό πνεύμα. Ένα τρίτο κείμενο («Στοά Αδαμίδη», σελ. 33), ατελούς διαλογικής μορφής, υπαινίσσεται όχι έντιμους τρόπυς οικονομικής και κοινωνικής προκοπής προνομιούχων μικρασιατών, ενώ ένα τέταρτο διαπιστώνει – ή πάντως προαναγγέλλει – πώς και πόσο έσβησε (ή σβήνει) η αρχική πολιτική ορμή του προσφυγικού κόσμου, που στήριξε την αριστερά στη χώρα μας.
            Ο Αντώνης Ζέρβας, «κατά την ηθοποιία» τουλάχιστον της συλλογής, δεν ανήκει στον κόσμο αυτό:
            «Εμάς / ο εφιάλτης τα οικόπεδα τα κληρονομικά και τ’ όνομα / κι η στάση αφετέρου του πατέρα “κόκκινους θα σας κάνει κόκκινους ανάθεμα τους πρόσφυγες πανάθεμα το Βενιζέλο”»  (σελ. 25).
            Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι ο συγγραφέας εμφανίζεται σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής του ήθους του τόπου και του τόπυ του ήθους. Κομίζει πατρογονικές μνήμες που φωτίζουν από τα μέσα την αρχική σύσταση της ιδιότυπης ελληνικής συμπεριφοράς. Δύο κείμενα (14 και 25) αφηγηματικής υφής μικάνε συμπαθώς για φονικά, κάπου στις αρχές του αιώνα, από προσωπική ευθξία: πειραιώτικη μαγγιά ή παραδοσιακή φιλοτιμία. Σ’ άλλο κείμενο (υπ αριθ. 29) ένας Μανιάτης έποικος του Κερατσινίου έχει εξαστικοποιηθεί σε βαθμό σπαρακτικό. Γενικότερα στην περιγραφή των ηθών ο ποιητής κινείται είτε με αφήγηση συμβάντων, που συνιστούν ολική αντίθεση στο πτωτικό πνεύμα του παρόντος, είτε με αντιθετική παράθεση μετωνυμικών στοιχείων, έξαφνα «μια καραμπίνα ρέμιγκτον» έναντι «τρανζίστορ». Ένα μόνο δε συγχωρεί ο συγγραφέας, την ηθική άμβλυνση, ουδετερότητα και αοριστία του σύγχρονου Κερατσινιώτη και Έλληνα. Αυτό αποσαφηνίζεται στο κείμενο υπ αριθ. 9 (σελ. 18), που προϋποθέτει τον Κ. Καβάφη (αλλ’ όχι και την ειρωνεία του) και τον Γ. Σεφέρη του Καταστρώματος Γ´ (χωρίς, πάντως, την περίσκεψή του). Ο συγγραφέας παίζει με ανοιχτά όλα του τα χαρτιά. Στη μονοκόμματη και αριστοτελίζουσα λογική της Δύσης που αντιπροσωπεύει ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνης, αντιτάσσει το πνεύμα της Ελληνικής Ανατολής που εκπροσωπεί ο χρονογράφος Θεοφάνης. Για το δεύτερο η Αυγούστα («ο πιστός αυτοκράτωρ») Ειρήνη η Αθηναία παρά την πιθανή βασιλοκτονία, την τύφλωση του γιού της μέσα στην Πορφύρα, τον εξευτελισμό των αντιπάλων της, τον ευνουχισμό των γιων του Κοπρωνύμου κτλ. Είναι – χωρίς ίχνος αντίφασης – θεοσεβής και ευσεβεστάτη, εφόσον έθεσε τέρμα στην εικονομαχία και αναστήλωσε τις εικόνες. Το μόνο που μετράει είναι η ενότητα και η ιδιοπροσωπία, αυτή ακριβώς που απειλείται σήμερα από τους «Παπίστας» του Αναστασίου Γορδίου (1654 / 5-1729) ή τους «παπιστάνους» των «Οραμάτων και θαμάτων» του στρατηγού Μακρυγιάννη. Το «ξόδι – ψίκι της Κυρά ’Κείνης» του Αντώνη Ζέρβα από την άποψη αυτή δεν πέφτει στο κενό! Υπάρχει μια «ιεραρχία καταγωγής». Το πώς «μπαίνει» ο τόπος σ’ αυτήν είναι το τρίτο ερώτημα.
            Ο Αντώνης Ζέρβας φιλοδοξεί να ενσωματώσει στη συλλογή του τη «μυστηριώδη των δύο ημικοσμίων (του ελληνικού και του χριστιανικού) συνοχήν, όθεν προκύπτει η ολομέλεια του γένους μας» κατά τον Ζαμπέλιο. Το εγχείρημα, μέγιστο καθαυτό, βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης και αν εξαιρέσουμε τον Κ. Καβάφη, που κινήθηκε στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, δεν έχει να επιδείξει παρά ναυάγια ή στην καλλίτερη περίπτωση αθροιστικές και συγκολλητικές απόπειρες.
            Παρά τη μερικότητα του χρόνου και του χώρου που φρονιμότατα επέλεξε ο Αντώνης Ζέρβας, σε ένα από τα ιστορικά ποιήματα της συλλογής υπό τον τίτλο «ΟΛΥΜΠΙΑ» (σελ. 43) ανάγεται στα χρόνια 392-395, κατά τα οποία απαγορεύτηκε οριστικά η «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» και οι άνδρες του Θεοδοσίου σήκωναν εκκλησίες της «εν Νικαία πίστεως» στη θέση των αρχαίων ναών που γκρέμιζαν. Ο ποιητής τοποθετεί το γεγονός στη δεύτερη από τις τρεις ολιγόστιχες στροφές· στην πρώτη η πνοή έρχεται από τον αρχαίο κόσμο· η Τρίτη φιλοξενεί το σχόλιο που καλείται να πείσει για ακεραίωση και ολοκληρία δηλ. για μεγέθη που η βραχύτητα του ποιήματος δε μπορούσε να αντιστηρίξει.
            Τη μείξη των παγανιστικών φρικιάσεων και της χριστιανικής αίσθησης της αμαρτίας επιχειρεί να περάσει ο Αντώνης Ζέρβας σε κείμενα λαϊκής γραφής, όπως αυτό της σελ. 27 και το συναφές με αριθμό 22 (σελ. 31). Κάτω από το επιστολικό ύφος χωρικού από τις Καρυές (Αλίφακα) της Δωρίδος αναγνωρίζει κανείς την άσκηση ύφους του Αντώνη Ζέρβα που στις δύο δημοσιευμένες γραφές του ποιήματος σταθμίζει τις πανικές και χριστιανικές φρικιάσεις, τα χθόνια και ουράνια στοιχεία. Έτσι στην πρώτη μορφή (περιοδ. ΧΩΡΑ, τεύχος 1, Σεπτέμβριος 1978) διάβαζε κανείς «ερινύα» αντί «δαίμονας», ενώ η επιφάνεια του Πανός παρουσιαζόταν τραχύτερα και αμεσότερα. Αλλ’ αυτή ακριβώς η ταλάντευση ανάμεσα στα μυστηριακά στοιχεία της απώτατης αρχαιότητας (πανικά, ορφικά, λατρευτικά) και στο χριστιανισμό της λατρευτικής υμονογραφίας, όπως βιώθηκε από το λαό, ωθεί την ποιητική εργασία του Αντώνη Ζέρβα στο τελευταίο εκείνο ερώτημα που και εμπεριέχει και υπερβαίνει τα τρία προηγούμενα: «πως βγαίνει από τις πολλές η μία γλώσσα;»
            Αν χωρεί απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί ν’ αναζητηθεί μόνο στη συγκεκριμένη κάθε φορά γραφή:
- «μωρ’ θα ειπώ εγώ τραγούδι
τον ταύρο και το φεγγάρι πά’ στα χρυσά
                                               του κέρατα
τότες του ρίχτηκε το φίδι πέρα
                                         στη χρυσοπηγή
και σα ματάρθε πίσω
τον ακλουθούσε σάματις ξέρω ’γω
μετρημό μην έχοντας, φωτός ούσης μέρη
ωσά να λέμε που γεννήθη…».
            Αν η λαϊκότροπη σύνταξη «μετρημό μην έχοντας» δένει καλά με το δαιμονικό συμβάν και το εθνικό «επιβίωμα», η μετοχική εκφορά: «φωτός ούσης μέρη» ή στην πρώτη γραφή «φωτός ούσας μέρη» λύνει στο απροχώρητο μια ήδη απόλυτη σύνταξη, χωρίς το ρίγος και η κατάνυξη να ξεπερνούν τη χρονική τους διαδοχή.
= «στο γέρμα του βουνού εγίνη
εκστατικός
               αγναντεύοντας τον ετοιμασμένο
                                                 τόπο, χάμω
στην κρύα βρύση οπού είταν ο Αη Γιάννης
                                                     ο κρυφός
και ήτο πράγματι κρυφός
πέρα στην παραγιαλιά παιδίον νέον
όπού λες και σπήλιο που μου ’μοιαζε
                                                     μελίσσι…»
            Στη συνείδηση του αναγνώστη συγκροτείται από διάσπαρτες λέξεις («γεννήθη», «σπήλιο», «παιδίον νέον») το εφύμνιο του Ρωμανού από το «Κοντάκιον της Χριστού γεννήσεως», αλλά η αίσθηση της «ολομελείας» αμβλύνεται από το ίδιο αυτό εφύμνιο σε άλλη του διαπλοκή: «ανεκαίνισε γαρ πάντα / παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός».
            έμασε όλα τα κλαδιά στ’ αμπέλια,
                                                   τ’ άναψε
λευκοί που λεν τους αποστόλους, διό και
                                           λευκοστόλους.
            Ο δομικός τύπος είναι κα πάλι αθροιστικός αλλά το ορφικής προέλευσης επίθετο («λευκοστόλους») με τη βοήθεια της μορφολογικής και ετυμολογικής παραλληλίας θηλυκώνει περισσότερο με το καινοδιαθηκικό ουσιαστικό «αποστόλους».
            Απεναντίας συνθετικότερος εμφανίζεται ο «φυρμός» της νεοελληνικής κοινότητας εκεί όπου ο ποιητής μετριάζει τις φιλοδοξίες του στο παρόν και το εγγύτατο εκείνο παρελθόν, όπου πρά-γματι έχουμε αυθυπόστατα μορφώματα βίου, πνεύματος και γλώσσας. Στο κύριο γλωσσικό σώμα της συλλογής διαφαίνεται το ήθος προσώπων και καταστάσεων και σ’ αυτό συντελούν όχι λίγο οι «κατάλογοι» ονομάτων παρά τον παραθετικό και ασύνδετο χαρακτήρα τους ή μάλλον εξαιτίας αυτού:
            Ο κυρ Νίκος ο Αμερικάνος, η κυρά η Ευγενία, η Βούλα, η Κατίνα, η ξενοδουλεύτρα, η Παρί, ο μαραγκός ο Κουτσοσταύρος, στο πιάνο η Χρυσάνθη, η καλλικέλαδος Ωραιόζηλη, ο προϊστάμενος Κος Σταμάτης, ο Βρωμο-Παναγιώτης ο μπακάλης, ο Γιωργής ο κουρέας με τον Μπάμπη, ο Μπούλης ο σαχλός, ο Σταύρος το κωλάντρερο και ο Μικέλε με τα πασουμάκια πίσω απ’ το ξόδι-ψίκι της Κυρά ’Κείνης.
            Το υλικό αυτό τέμνεται λειτουργικότατα από επικλήσεις μνήμης που μια επίπλαστη εθνική συνείδηση βιάστηκε να απωθήσει: «Ποιος να θυμάται όμως την τουρκάλα που ’βγαλε στο φως τετράποδο, φανερωμένο μόλις μες στα αίματα βάλθηκε να σκούζει σα σκυλί. Ο μουσουλμάνος της Σατίνας να το σκοτώσουν από τα μάτια των ανθρώπων». Είτε ο ποιητής αντλεί απευθείας από τον ξένο περιηγητή του 17ου αιώνα, που αφηγείται το περιστατικό, είτε από ελληνικές αναδιηγήσεις, κολάζει εκείνους που αναζητούν τίτλους ιδιοκτησίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά λησμονούν το ανθρώπινο και τερατικό της βάθος.
            Η επίκληση της ιστορικής μνήμης λειτουργεί εδώ και αναγκαία και φρονηματιστικά.
            Κι όχι μόνο εδώ. Όπου η τόλμη δεν αντιμάχεται την ανάγκη και η επιτήδευση τη φυσικότητα, μια σπανιότατη γλώσσα όπως, έξαφνα, το ουσιαστικό «αγαπητρίς» (= γυναίκα που συνοικεί με κληρικό) μπορεί κάλλιστα ν’ αποδοθεί ως μέγιστος έπαινος στη συνείσακτη ενός μονάζοντος «εν κόσμω» ποιητή. Δεν μπορούμε ωστόσο, να πούμε το ίδιο για άλλες ας είναι και νεότερες «γλώσσες», όπως το «μυθόθρησκος» που ενώ πλάστηκε για να προσδιορίσει έλληνες συγγραφείς μεταφέρεται από τον Αντώνη Ζέρβα στους βυζαντινούς πατέρες και χρονογράφους, δυνάμει της μαγείας που ασκεί η λέξη, όπως επίσης δε νοείται γραφή «σοικτιρίζω» εφόσον, αν δεν οφείλεται σε τυπογραφική ή άλλη αβλεψία, πρέπει να ερμηνευτεί ως ανίσχυρος εξελληνισμός μιας εμφανώς «ξένης» βρισιάς.
            Κρίνοντας με τα μέτρα που επιβάλλει η ίδια συλλογή, ο Αντώνης Ζέρβας διατρέχει, αν και όχι «ασυνάντητος», «εις το απομονωμένο οικητήριο των προγονικών (του) λόγων» (σελ. 8), σ’ ένα χώρο που υπάρχουν και θησαυροί και πολλές παγίδες και καταπακτές. Το ότι έχει και τη βούληση και την άσκηση να αποφύγει τις δεύτερες και να κομίσει – να μορφώσει, να συμπλάσει – τα θησαυρίσματα και τις γοητείες «δώθε ή κείθε από τη θάλασσα», φαίνεται κι από άλλα κι από το ειλικρινέστατο ποίημα «εκ Δωρίδος» (σελ. 46-47), επίκαιρο και διδακτικό.
 
 
                                       Σπείρα, τεύχος 2-3, Αθήνα Φθινόπωρο – Χειμώνας 1984
 
  
 
                          3Η ΑΠΟΠΟΜΠΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ…
         
                                  Ένας διάλογος ανάμεσα στον στοχαστή
                             Στέλιο  Ράμφο και τον ποιητή  Αντώνη  Ζέρβα
 
            Δεν μας δίνεται συχνά η ευκαιρία  - και η καλή τύχη – να διαβάσουμε αντικριστά και να κρίνουμε δύο βιβλία που σχετίζονται μεταξύ τους πολλαπλώς. Πρόκειται για τη δίτομη και ογκώδη «μελέτη» του πολυγραφότατου Στέλιου Ράμφου «ΜΙΜΗΣΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΟΡΦΗΣ – Εξήγησις εις το περί Ποιητικής του Αριστοτέλους» («Αρμός», Αθήναι, 1992, για το πρώτο μέρος., και 1993, για το δεύτερο) και τα ευσύνοπτα δοκίμια του ποιητή Αντώνη Ζέρβα «ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ – η Ποιητική Έδρα του Στέλιου Ράμφου» («Αρμός», 1994). Το γεγονός ότι ένας ποιητής, «Κούφον» πράγμα εξ ορισμού, τοποθετείται απέναντι σε ένα απόλυτο, συνεκτικό και «βαρύ» (πιεστικό) ερμηνευτικό εγχείρημα επί του μείζονος θεωρητικού έργου της ελληνικής αρχαιότητας πάνω στην ποίηση, είναι ενδιαφέρον από μόνο του. Αποβαίνει όμως και συναρπαστικό λόγω της πνευματικής σχέσης στην οποία διατελεί ο νεότερος ποιητής προς τον οπωσδήποτε πρεσβύτερό του στοχαστή. Αν η σχέση αυτή υπολείπεται σαφώς μιας κατά κόσμον έστω πνευματικής πατρότητας, υπερβαίνει όμως μεγάλως την έννοια της συνήθους μαθητείας. Άλλωστε και το πολυσέλιδο βιβλίο του Ράμφου προέκυψε από «καθιστική» κατά καιρούς διδασκαλία, και ο ποιητής άκουσε τα σχετικά μαθήματα κατά την αμέσως πριν από τη δημοσίευσή του έργου περίοδο ως «συνών».
            Η ιδιότυπη αυτή σχέση ανομολογείται επανειλημμένα στα τέσσερα δοκίμια του Ζέρβα, αλλά εμφατικά και όχι χωρίς κάποιο εξομολογητικό τόνο στην αρχή του τέταρτου: «Η δίτομη συγγραφή του Ράμφου στάθηκε για μένα μια προσωπική κρίση. Όσο διάβαζα τόσο περισσότερο ένιωθα να με κατέχει αυτό που ήθελα να ήμουν και όχι αυτό που είμαι» (σ. 57). Κι αν ακόμη δεν υποκύψουμε στον πειρασμό να αναζητήσουμε το σχεδιασμό αυτής της εκμυστήρευσης στα ίχνη γνωστής αριστοτελικής απόφανσης, δυνητικού και πιθανολογικού εκεί χαρακτήρα, θα κατανοήσουμε ότι ο ακροατής των παραδόσεων του Ράμφου και «επισκέπτης» της πραγματείας του μιλάει όχι για κρίση νοητική αλλά συνειδησιακή και υπαρκτική. Στο ίδιο μάλιστα δοκίμιο υπό την ένδειξη «Τα Αποσπάσματα της Κρίσης» (όπου τα δύο κεφαλαία Α ματαίως επιχειρούν να εμφανιστούν ως ισοσθενή· το δεύτερο υπερισχύει), το βουλητικό στην αρχική διατύπωσή του νόημα τίθεται και ως δέον: «Η ενωτική πλευρά του εαυτού μου, η θεωρητική και ιδεολογική, ταυτίζεται με τον Ράμφο. Ναι, έτσι, θα έπρεπε να είναι!» (σ. 58).
            Γιατί ένα, προς παρουσίαση και σχολιασμό, κρίσιμο από κάθε βέβαια άποψη, βιβλίο προκαλεί «κρίση» (αποφασιστική τροπή, κινδυνώδη ταραχή και εκτροπή) σε έναν ποιητή, μολονότι ο γενικότερος πνευματικός του προσανατολισμός και ως ένα σημείο οι ως τώρα ποιητικές του πραγματώσεις συμπίπτουν με τις εδραίες πεποιθήσεις (και τα «πιστεύματα»), που διακηρύσσει και θέλει να επιβάλλει ο θεολογών φιλόσοφος;
            Η τάξη θα επέβαλλε να εκθέσουμε εν πλάτει την πορεία και κυρίως τη λεκτική και φραστική μεθοδεία με την οποία ο Ράμφος κατακλείει, αδιεξόδως για κάθε ποιητή, το εκτεταμένο και «ετερόβουλο» πόνημά του «περί Ποιητικής» του Αριστοτέλους με το κεφάλαιο «Από τη τραγική μίμηση στη Θεία Λειτουργία», προς το οποίο εξ αρχής φερόταν. Στο κεφάλαιο αυτό, που θα ήταν όλως απροσδόκητο, αν δεν είχαν προηγηθεί και άλλοι και κυριότατα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος («Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος…», Κέρκυρα 1852, σ.σ. 132-138), συμπυκνώνεται και ανακεφαλαιώνεται η πλατειάζουσα ρητορική του Ράμφου, που ανταποκρίνεται ευθέως προς τις έκθετες και πάντως ριψοκίνδυνες ιστορικά, φιλολογικά και κριτικά (και όχι μόνο) απόψεις του. Προτίθεμαι να επιχειρήσω άλλοτε και αλλού, δια ζώσης και δια γραφίδος, έκθεση των απόψεων αυτών. Ο χώρος εδώ δεν επιτρέπει παρά να επισημάνουμε με τον οικονομικότερο τρόπο το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό της ραμφείου συγγραφής. Και ο οικονομικότερος τρόπος είναι να αντιστρέψουμε παιγνιωδώς και αχόλως, πλην καιρίως, τον τίτλο: «Αριστοτέλους του εκ Σταγείρων υπομνήματα εις τους εκδεδομένους λόγους του Στυλιανού Ράμφου του εν Παλαιά Πεντέλη “Μίμησις εναντίον μορφής”».
            Δεν υπερβάλλω καθόλου. Ο δεινός αυτός και ενίοτε βαθύς (οσάκις τουλάχιστον ελέγχει τη ρηματική του εύροια) συγγραφέας με το πρόσχημα ότι εξηγεί και υπομνηματίζει το φιλοσόφημα του Αριστοτέλους στρέφει ένα προς ένα τα κεφάλαια του περί ποιητικής συλλήβδην κατά της Δύσεως, της αναγεννησιακής και νεότερης τέχνης, καθώς και κατά του Ποιητικού λόγου των νέων Ελλήνων στο σύνολό του. Με όλα τα προηγούμενα βιβλία του, ξεχωριστά όμως με το «Μίμησις εναντίον μορφής», δικαιώνει και «ανακαινίζει» μια καθολική αποπομπή των Ευρωπαίων και προ παντός των Ελλήνων ποιητών κατά τους τελευταίους (δύο και τέσσερους και πιο πίσω) αιώνες. Κι αν αυτό γινόταν με επίκληση της θεωρίας των ιδεών και με βάση τις απόψεις του Αθηναίου φιλοσόφου, όπως αυτές εκτίθενται ενιαία και σταθερά παρά τις επιμέρους διαβαθμίσεις, στους διαλόγους (και στον «Φαίδρο» βέβαια), δεν θα πείραζε και τόσο. Το πολύ πολύ, θα ξήλωνε κανείς το πλατωνίζον επικάλυμμα ακολουθώντας τις ραφές στα σημεία εκείνα (όπως η δόξα για την προΰπαρξη των ψυχών, έξαφνα), που είναι όλως ασύμβατα με τη μη ωριγένεια πατερική σκέψη.
            Αν πάλι η δια παντός έξωση και καταδίκη των ποιητών (τον χορό των κολαζομένων σέρνει ο Σολωμός) στηριζόταν στις αριστοτελικές κατηγορίες προς εξασφάλιση λογικής συνοχής, το πράγμα θα ήταν συζητήσιμο. Οι κατηγορίες αυτές επέτρεψαν στους μεγάλους πατέρες να επεξεργασθούν με ακρίβεια (και κάλλος) τα της πίστεως, ώστε να αξιωθεί στην εποχή μας ένας από τους, δυνάμει, αποδιοπομπαίους ποιητές, ο Νίκος Καρούζος, να αναφωνήσει το έξοχο εκείνο αμφιλεκτικό του δίστιχο «ΜΕ ΑΠΑΝΤΑ ΦΩΤΟΣ  – η δογματίλα». Ο Ράμφος όμως για να υπηρετήσει το γενικό του σχέδιο («… κατεπείγει ένα πνευματικό ’21 στον τόπο μας, όχι πια κατά του ξενικού ζυγού, αλλά κατά του νεοελληνικού», βλ. τον ίδιον, «Ιλαρό φως του κόσμου», Αθήναι, 1990), που προϋποθέτει και συνεπάγεται μηδενισμό της σύνολης σχεδόν επώνυμης καλλιτεχνικής παραγωγής του νέου ελληνισμού και ξεχωριστά του ποιητικού γένους, αποπειράται να εκχριστιανίσει τον Σταγειρίτη. Και επειδή ένα τέτοιο εγχείρημα διέρχεται αναγκαστικά από το στάδιο του εκπλατωνισμού του αρχαίου φιλόσοφου, ο συγγραφέας ρίχνει όλο του το βάρος προς την κατεύθυνση αυτή.
            Είναι πράγματι άκρως φιλότιμη η προσπάθεια του Ράμφου να καταστήσει τον Αριστοτέλη συναίτιο του δασκάλου του στην τιμητική πλην αποφασιστική και οριστική εκδίωξη των αξίων του ονόματος ποιητών. Γιατί κανείς ποιητής σεβόμενος το έργο του, κανένας δηλαδή άνθρωπος «δυνάμενος γίγνεσθαι παντοδαπός και μιμείσθαι πάντα χρήματα», κατά το γνωστότατο χωρίον της «Πολιτείας», δεν θα δεχόταν να τηρήσει τους όρους που απαριθμούνται εκεί, ανάμεσα στους οποίους το να είναι «αυστηρός» (σοβαρός) και όχι ευχάριστος («αηδής») δεν θεωρείται ως ο πλέον δυσβάστακτος. Το χειρότερο είναι ότι ο Ράμφος κατά τη διαμεσολάβηση και διαλλαγή ανάμεσα στο Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν ωφελείται ούτε από τη λεπτότητα του πρώτου ούτε από τη συστηματικότητα του δεύτερου. Έτσι ενώ ο Πλάτων απομακρύνει τους ποιητές από την πόλη με ένα ρηματικό λόγο ευκτικής και δυνητικής υφής που αποφεύγει τον απόλυτο τόνο και την τραχύτητα της οριστικής, ο Ράμφος τους διώχνει σκαιότατα ή και βαναύσως, χωρίς τη φορά αυτή αρώματα και ταινίες και άλλες τιμές. Ο Ζέρβας ως αναγνώστης και ακροατής των παραδόσεων και κειμένων του διδασκάλου παραβρέθηκε δύο φορές σε σκηνές όχι απλώς αποπομπής, αλλά διαπόμπευσης των ποιητών.
            Ιδού πως απολακτίζεται ο Σεφέρης, χωρίς να κατονομάζεται, και, μάλιστα κατά τη δοκιμιακή διάσταση του έργου του και επί θέματος συναφούς προς τη διαμάχη ποίησης και φιλοσοφίας: «Τι να αποδώση ένας διάλογος για την ποίηση στην Ελλάδα, όταν ο εις των συνομιλητών σκέπτεται γερμανικά και ο άλλος με τον τρόπο των Γάλλων συμβολιστών και κάποιων κριτικών της Αλβιόνος; Και αυτά όχι σε μία χώρα της Γης με άμεσο και απώτερο παρελθόν ισχνό και ευτελές, αλλά στον τόπο με τη μεγαλύτερη ποιητική παράδοση της οικουμένης! Μια παράδοση αρνούμενη να υποταχθή στην αισθητική της μορφής και τον υποκειμενισμό του γούστου ή του ορθού λόγου που συνεπάγεται, γιατί έχει προ οφθαλμών μονίμως την αλήθεια» (σ. 114).
            Το άδειασμα πάντως του ποιητή της «Κίχλης» είναι ηπιότατο σε σύγκριση με το σιγματισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου, τον οποίο επίσης ο υπέρμαχος, έφορος και επιστάτης της «μιμήσεως», απαξιώνει να ονομάσει: «Στον υποκειμενικής… καταγωγής αυτισμό, όπου οι επιθυμίες αναγορεύονται σε σημασίες και τα βιβλία από ζείδωρα νάματα καταντούν διεγερτικά αναγνώσματα του κρεβατιού, η τέχνη ακολουθεί δουλικά τους νόμους της επιβιώσεως και τις ορέξεις του πιο νοσηρού ατομισμού, οψίμως υπογραφομένη και επιγραφομένη από διάτορους μεγάλους ανατολικούς. Έκπτωσις και φτώχεια απροσμέτρητη της όντως ζωής!» (σ. 341).
            Είναι αλήθεια ότι η όχι ιδιαίτερα εμβριθής θεολογία και η οπωσδήποτε ρηχή Χριστολογία του Εμπειρίκου ήταν επόμενο να ενοχλήσει έναν συγγραφέα κειμένων πολεμικής κατά παντός σαρκικού και ψυχικού ανθρώπου. Ούτε άλλωστε θα περίμενε κανείς από έναν τέτοιο ομολογητή να υποθέσει, όπως ένας άλλος αποδιοπομπαίος ποιητής, ο Μάριος Μαρκίδης, ότι ενδέχεται ο Εμπειρίκος να «μας δουλεύει κάργα»!  Οφείλουμε πάντως να παρατηρήσουμε ότι ο λόγος του Ράμφου διανθίζεται με φράσεις – σήματα («ζείδωρα νάματα», «η όντως ζωή») ικανά να καταπτοήσουν και να αποκαρδιώσουν και έναν πνευματικά συστρατευόμενο σύγχρονο ποιητή. Γιατί ακριβώς με τέτοιες λεκτικές εμβολές, διάσπαρτες στο βιβλίο, προετοιμάζεται ο χαλαρότατος και ενίοτε πλαδαρός – αλλιώς θα ήταν συντριπτικός – λόγος περί της θείας λειτουργίας και «ενώσεως».
            Ας δεχτούμε ότι σε μια εποχή που η θεωρία της λογοτεχνίας εξακολουθεί να κυριαρχεί ή πάντως δεν έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες, διαιωνίζεται η παλαιά, κατά Πλάτωνα, διαμάχη ποίησης και φιλοσοφίας και μάλιστα υπό όρους παραδοσιακής οντολογίας και θεολογίας. Πως ένας «ευφυής» περισσότερο παρά «μανικός» ποιητής, για να επιλέξουμε το πρώτο μέλος της αριστοτελικής διάζευξης, όπως ο Αντώνης Ζέρβας, νοσταλγός του πνεύματος της κοινότητας και της κατά πνεύμα κοινωνίας, αλλά και αποφασισμένος να μην ενδώσει σε ευκολίες και αυταπάτες, αντιμετωπίζει τον όγκο της γραφής του Ράμφου και τις πιέσεις που ασκεί;
            Η στάση του ποιητή δεν μπορούσε παρά να είναι αμφιθυμική και αμφιρρέπουσα. Άρα και αμφισημική. Ζήλος αλλά και ανησυχία· αφοσίωση και την ίδια στιγμή απόσταση, αν όχι και διάσταση· ροπή προς τα συνεκτικά της κοινότητας αλλά και επίγνωση της διάσπασης που δεν αίρεται βέβαια καθόλου, με υπερβάσεις που διακηρύσσονται χωρίς όμως και να τελούνται ποιητικά.
            Η αμφιρρέπεια αυτή αντανακλάται, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια του παρόντος, κατά ποικίλλοντα βαθμό ευκρίνειας, τόσο στις κειμενικές όσο και στις παρακειμενικές ζώνες των δοκιμίων του Ζέρβα. Σπεύδω όμως από τώρα να επισημάνω ότι ο ποιητής επιφυλάσσεται ως προς εκείνο που αποτελεί τον πυρήνα της συγγραφής του Ράμφου, χάριν του οποίου εμφανίζεται ο Πλάτων να αριστοτελίζει και ο Αριστοτέλης να ραμφίζει το μυστήριο της ευχαριστίας: «Ο Αριστοτελικός μύθος», γράφει ο Ζέρβας, «έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μίμηση της Θείας Λειτουργίας. Δεν υπάρχει πλοκή κατά το εικός και αναγκαίο, ενώ το κύριο γνώρισμα των ποιημάτων που ενσωματώνονται στο τυπικό της είναι ακριβώς το ήθος του πρώτου προσώπου της συντριβής». (σ. 66)
 
                                                                                Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ     14/2/1995
           
               
 
            4.  Η ΕΔΡΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΔΡΑΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
                     
                          Ένας διάλογος ανάμεσα στον στοχαστή Στέλιο Ράμφο
                                              και τον ποιητή Αντώνη Ζέρβα
 
Άκρως διαφωτιστικές ως προς την αμφιθυμία και αμφιρρέπεια του Αντώνη Ζέρβα απέναντι στο μελέτημα του Στέλιου Ράμφου «Μίμησις εναντίον μορφής – Εξήγησις εις το περί Ποιητικής του Αριστοτέλους», είναι οι παρακειμενικές ζώνες των δοκιμίων του, στα οποία αναφερόταν το προηγούμενο άρθρο μας («Καθημερινή», 14/2/95). Ο ονοματικός, αποφαντικός και θεματικός υπότιτλος Η Ποιητική Έδρα του Στέλιου Ράμφου, που προβάλλεται στο εξώφυλλο και στη σελίδα του τίτλου, εμφανίζεται ήδη ως υπεράγαν τιμητικός, εφόσον απονέμει και αναγνωρίζει σε έναν στοχαστή ακαδημαϊκό και, άτυπα έστω, θεσμικό κύρος που κανείς άλλος δεν αξιώθηκε ούτε διεκδίκησε στη χώρα μας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Και όμως η διατύπωση του υπότιτλου αποδεικνύεται σαφώς επανορθωτική, αν συγκριθεί με την τελευταία περίοδο του τετάρτου δοκιμίου, κατά την οποία «Το νέο έργο του Ράμφου δεν έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό· στήνει την έδρα της Ποιητικής στην Ελλάδα» (σ. 85). Η διαφορά βέβαια δεν είναι μικρή. Ίσα ίσα ελέγχεται μεγαλύτερη από όσο θα έδειχναν από μόνες τους οι γραμματικές τροπές: «η έδρα της Ποιητικής» έναντι του η «Ποιητική έδρα» ή «η έδρα του Στέλιου Ράμφου» (όπου η έμφαση στην προσωπική κτήση και κατοχή) έναντι του «η έδρα της Ποιητικής στην Ελλάδα» (όπου το βάρος στην τοπική και χρονική έκταση του μεταβυζαντινού ελληνισμού τουλάχιστον). Ο κριτικός αναγνώστης καλείται να αποφασίσει όχι τι από τα δύο ισχύει επικαλούμενος την ιδιάζουσα σημασία του τίτλου (πο ενδέχεται να είναι, όπως συχνά συμβαίνει, δελεαστικός ή και παραπλανητικός), αλλά ποιες θυμικές αναθυμιάσεις διαφεύγουν από τις σχισμές της μορφοσύνταξης, εφόσον και το τυπικό μέρος της γραμματικής με τις ρηματικές και ονοματικές εγκλίσεις και πτώσεις είναι φορέας συντακτικών και σημασιακών πληροφοριών.
Aκόμη αποκαλυπτικότερο του ψυχικού διχασμού που προκαλεί στον ποιητή το «γιγαντιαίο», όπως το αποκαλεί ο ίδιος, έργο που εκπονεί στην εποχή μας ο Στέλιος Ράμφος (σ. 85) και ειδικότερα το «αριστοτελικό» του εγχείρημα είναι ένα άλλο προκείμενο, κατά κυριολεξία, στοιχείο, από το οποίο υποχρεωτικά διέρχεται ο αναγνώστης ανοίγοντας το βιβλίο. Αναφέρομαι στο παράθεμα στο παράθεμα του  Χάνς Γκέοργκ Γκάνταμερ, στο οποίο ο Ζέρβας παραχωρεί ολόκληρη σελίδα, εξαίροντας έτσι τη σημασία που του αποδίδει: «Όποιος πιστεύει ότι η μοντέρνα τέχνη είναι εκφυλισμένη δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει το μεγαλείο της τέχνης των περασμένων εποχών».
Δεν χρειάζεται να θεωρήσουμε το παράθεμα ως απολύτως δεσμευτικό ή και μόνο καθοδηγητικό για συγγραφέα και αναγνώστη – καμιά ταξινομική ή τυπολογική γνώση δεν προεξοφλεί, ευτυχώς, την εκάστοτε συγκεκριμένη χρήση – για να επισημάνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση έχει αντισταθμιστικό χαρακτήρα επί του συνόλου των δύο βιβλίων. Πράγματι, η ρήση του Γκάνταμερ μας καθιστά λίαν επιφυλακτικούς ως προς βασικές θέσεις και αξιολογήσεις του Ράμφου και μολονότι προστατεύει τον συγγραφέα των δοκιμίων από πιθανές παρεξηγήσεις, αποκαλύπτει συνάμα την ψυχική του δοκιμασία μπροστά στην απόλυτη αρνητικότητα του κατόχου της «Ποιητικής Έδρας», την οποία μόλις προ ολίγου του απένειμε με τη σελίδα του τίτλου, για κάθε τι το νέο και νεοτερικό. Η αντισταθμιστική μάλιστα λειτουργία του παραθέματος ενισχύεται και κινδυνεύει να εκτραπεί σε αναιρετική καθώς διασταυρώνεται με άλλα πολλά, κυρίως όμως με το ακόλουθο ενδοκειμενικό απόρημα του Ζέρβα που υπονομεύει τη βασικότερη θέση του διδασκάλου για την καταγωγή της νεότερης και σύγχρονης τέχνης: «Η απορία που μου γεννιέται είναι μεν απλοϊκή, αλλά επίμονη· πως συμβαίνει ένας στοχαστής της περιωπής του Γκάνταμερ να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με τον Ράμφο και να καταλήγει πάνω κάτω στα ίδια συμπεράσματα, χωρίς ωστόσο να καταδικάζει τη νεώτερη τέχνη ως απλό αποκύημα του Υποκειμενισμού; (σ. 89).
Αλλά τότε; Θα αφήσουμε το ερώτημα να εκκρεμεί. Οφείλουμε να διαβάζουμε με καλή πίστη, σεβόμενοι τις αντιφάσεις στις οποίες εμπλέκεται ένας ποιητής των καιρών μας που επειδή ακριβώς ρέπει προς «συλλογικές σημασίες» και άλλωστε πιστεύει ότι «η τέχνη του λόγου, χάνει την εγκυρότητά της γιατί οι ατομικές επεξεργασίες του ονείρου δεν μπορούν να μας ικανοποιήσουν πια» (σ. 21), υφίσταται δύο έλξεις που τη στιγμή αυτή δεν επιτρέπουν στο θεωρητικό πεδίο μια αποφασιστική επιλογή. O Zέρβας φαίνεται να θέλει και τους παιδευτικούς δεσμούς να μη διαρρήξει και να μην υπακούσει στις προσταγές ενός κλειστού, ολικού, πρόωρου και έξωθεν επιβεβλημένου φιλοσοφικο-θεολογικού σχεδίου. Έχει πλήρη επίγνωση των γενικών γραμμών, αλλά και των οργάνων με τα οποία επιχειρείται από το Ράμφο ο σωτηριώδης και ηγουμενικός ή μάλλον δεσποτικός αυτός σχεδιασμός και η πραγμάτωσή του: «Το ερώτημα που τίθεται στη γλώσσα μας είναι αν διασώζεται όντως η παράδοση εκείνη που θα καθιστούσε δυνατή την κατανόηση της αριστοτελικής ποιητικής και των επιμέρους νοημάτων της στην προοπτική μιας αρραγούς πνευματικής θεωρίας των πραγμάτων του κόσμου» (σ. 26). Και λίγο πιο κάτω στην ίδια παράγραφο: «Η γενναία φιλοδοξία του Ράμφου είναι να φωτίσει το κείμενο (του Περί Ποιητικής) με το φως της αδιάσπαστης πνευματικής παράδοσης του Ελληνισμού και να αποκατασταθεί η μίμηση ως ύπατο κριτήριο για την προσέγγιση και την κατανόηση των έργων της φαντασίας» (σ. 27).
Υιοθετήσαμε τη διατύπωση του ποιητή μας, μολονότι μια ακριβέστερη περιγραφή του όλου εγχειρήματος του Ράμφου θα μετατόπιζε αισθητά το κέντρο βάρους, για να παρακολουθήσουμε σε όσο γίνεται περισσότερο αποδεκτή βάση τις φανερές και λανθάνουσες εναντιώσεις του προς τα συμπαγή και πιεστικά κελεύσματα του «εγκρατευτή» της Νέας Πεντέλης (δεν υπαινίσσομαι παρά μόνο τη σχέση του με την ποίηση). Εννοείται ότι δεν θα εκπλαγούμε ούτε εάν και στους επαίνους, στις συγκατανεύσεις και στις καταφάσεις του ποιητή κρύβεται επιφύλαξη, ούτε εξάλλου εάν στις επιφυλάξεις και αντιλογίες του υποφαίνεται συχνά η βούληση να αναπληρωθούν κενά της συγγραφής του διδασκάλου.
Ισχυρές και όταν ακόμη αμβλύνονται, άλλοτε με όσα προηγούνται και άλλοτε με όσα έπονται, είναι οι επιφυλάξεις του Ζέρβα για μία από τις εδραίες θέσεις του Ράμφου, την άρνηση και καταδίκη της Δυτικής φιλοσοφίας. Έναντι αποσκυβαλισμού και περιφρονήσεως μεγεθών και αναστημάτων, που δεν άφησαν ανεπηρέαστη την εγχώρια σκέψη, ο ποιητής αντιδρά ή και εξανίσταται καθιστώντας ανενεργούς τους μετριασμούς που ακολουθούν ευθύς αμέσως: «Πρέπει επιτέλους να πάψει η ιδεολογική διχοστασία μεταξύ Δύσεως και Ανατολής και η αδιάκριτη εκδοχή της μιας εις βάρος της άλλης… Ας γίνουμε σοβαρότεροι, θαυμάζοντας εκείνο που δεν μας μοιάζει, και διδασκόμενοι, ας εμβαθύνουμε σ’ εκείνο που μας μοιάζει. Ειδεμή θα τεντωνόμαστε μέχρι ακαμψίας των μελών πάνω στη μεγάλη αντίφαση, πως οι στοχαστές της Ευρώπης σκέπτονται και διατυπώνουν όσα εμείς θεωρούμε αποκλειστική μας κληρονομιά» (σ. 22). Στα αποσπάσματα αυτά η διάσταση όχι απλώς γνώμης, αλλά στάσης και θεώρησης των πραγμάτων είναι ολοφάνερη. Αλλά εάν και στον έπαινο μπορεί να κρύβεται αμφιλογία, η ακόλουθη «επίκριση» (η λέξη με τη μέση της σημασία) είναι παραδειγματική: «Παρά τις μεγάλες δυσκολίες και τις πολύπλοκες αντιστάσεις της η συγγραφή του Ράμφου διαβάζεται σαν ιστορία. Τούτο νομίζω είναι ένα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του Έλληνα στοχαστή. Όταν μπαίνεις στο σύμπαν του, καλείσαι να ζήσεις και όχι να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις. Τα πάντα παρουσιάζονται γνωστά, αλλά ξεχασμένα. Και ενώ τα συγγράμματά του αποτελούν διεπτυγμένες κριτικές των μεγάλων ερωτημάτων της Δύσης, πουθενά δεν θα βρεις συστηματική κριτική, σύγκριση και επεξεργασία των εννοιών που χρησιμοποιούνται. Η φωνή του Ράμφου αντηχεί σαν τη φωνή της ενότητος» (σ. 29).
Αγγίζουμε το κρισιμότερο σημείο. Ο Ζέρβας μεριμνά ιδιαίτερα για να περισώσει τον ενωτικό χαρακτήρα του στοχασμού του Ράμφου και κατά τον άξονα Δύση – Ανατολή, όπου ασκείται ο απόλυτος αρνητισμός του διδασκάλου, και κατά τον κάθετο άξονα Αρχαιότητα – Βυζάντιο – νέος Ελληνισμός, όπου και δοκιμάζεται ο ακραίος εκλεκτικισμός του. Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι είναι δυνατόν να σκεφτούμε σήμερα πάνω στην ποίηση (ή σ’ οποιοδήποτε άλλο πράγμα) μένοντας αποκλειστικά στα όρια της ελληνικής γλώσσας, και πάλι όση αυθαιρεσία κι αν επιστρατεύσουμε, θα προσκρούσουμε σε χάσματα ανυπέρβλητα και αγεφύρωτα ή έστω, κατά το μετριασμό στον οποίο από εσωτερική ροπή και ανάγκη φέρεται ο Ζέρβας, σε «έκδηλες ιστορικές ρωγμές» (σ. 20). 
Το ερώτημα είναι εάν σήμερα ακόμη κι ένας πιστός ή ζηλωτής έχει τη δυνατότητα (και το δικαίωμα) να «σφραγίσει» (ήδη το ρήμα δεν είναι άμοιρο και κάποιας σκοτεινής μεταφορικότητας) τις μικρότερες ή μεγαλύτερες αυτές ρωγμές επινοώντας και συσταίνοντας «πνευματικές συνέχειες». Οσάκις δεν πρόκειται για απλή επούλωση, οπότε κατά τη γλώσσα του πνευματικότερου από τους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου, του Νίκου Καρούζου, προτείνουμε «λευκοπλάστες για μικρές και μεγάλες αντινομίες», ο λόγος περί πνευματικής συνέχειας, κάθε λόγος, ιδιαίτερα ο κατά τον Ζαμπέλιο «πεζοβατικός», καταφεύγει σε μια σειρά από τεχνάσματα. Αλλιώς κινδυνεύει να σκορπίσει και να αποσυντεθεί πριν καν αρχίσει να δένει. Το πόσο ανθεκτικά και πειστικά είναι τα τεχνάσματα αυτά εξαρτάται από το πνευματικό βάθος εκείνου που επιχειρεί να συστήσει τη συνεχή πνευματική παράδοση και από το είδος του λόγου που χρησιμοποιεί (π.χ. Ζαμπέλιος, Παπαρρηγόπουλος, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Ελύτης – οι δύο τελευταίοι και εν μέρει ο Σκιαθίτης με τη λυρική και επωδική τους γοητεία). Το πρώτο και αναγκαιότατο τέχνασμα ή, ακριβέστερα, η πρώτη αίρεση (με την αρχική σημασία της λέξης) είναι ο βαθμός και η ποιότητα του εκλεκτικισμού που θα ασκηθεί.
Γιατί βέβαια, μέσα στη φιλοσοφική παράδοση της αρχαίας Ελλάδας, για να περιοριστούμε σ’ αυτήν, εντάσσεται αυτοδικαίως ο Πλάτων και ο Σωκράτης, συνυπάρχει όμως ο Γοργίας και το σοφιστικό κίνημα, το οποίο και προϋποθέτει η ευριπίδεια δραματουργία. Αλλά εάν αυτό θα μπορούσε ίσως και να το παραβλέψει κανείς, όπως κάνει ο Στέλιος Ράμφος, με ποιές ωτασπίδες, ως υμνητής του υπερουρανίου τόπου των ιδεών, θα προστατέψει την ακοή του από το διαβρωτικό ειρώνευμα του Αριστοτέλους, που επίσης μας «παραδίδεται» από την ελληνική αρχαιότητα.
Όπως είναι γνωστό, ο Σταγειρίτης του οποίου το φιλοσόφημα περί ποιητικής υποτίθεται ότι υπομνηματίζει ο Ράμφος, χαρακτήρισε τα «είδη» του δασκάλου του «τερετίσματα», κάτι σαν απατηλά χελιδονίσματα, ή σε οικειότερη σε μας γλώσσα «τρία πουλάκια κάθονται». Αλλά και πάλι, έστω. Πως όμως όταν ερμηνεύουμε τα των Ελλήνων με βάση την πατερική παράδοση και παραπέμπουμε στο πλατωνικό χωρίο του Φαίδρου (245α: «Ος δ’ αν άνευ μανίας Μουσών επί ποιητικάς θύρας αφίκητοι…») να παραβλέψουμε ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς, που δεν παίζει ούτε ενδίδει σε «δαιμονικούς» πειρασμούς ομηρικούς ή ησιόδειους, επικαλείται το ίδιο αυτό χωρίο (παραποιημένο μάλιστα) για τους αντίθετους ακριβώς λόγους από ότι ο Ράμφος («Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», Τροιάς Α, 15.20). Αλλά θα συνεχίσουμε την επόμενη Τρίτη.
 
                                                                    Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ         14/3/1995
 
 
 
 Ανδρέας Μπελεζίνης
 
 
 
 
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 22 Απριλίου 2009