Εκτύπωση του άρθρου

PETER SRAGHER

Παρουσίαση και μετάφραση Άντζελα Μπράτσου

Από την υπό έκδοση δίγλωσση συλλογή του

 

 

Η Άνοδος στην Ακρόπολη

 

 

 

Αξιόλογος εκπρόσωπος του αστικού πολιτισμού και της σύγχρονης τέχνης, ο Peter Sragher αποτελεί μια πρόκληση για κάθε μεταφραστή που καλείται να μεταγλωττίσει την ομορφιά των στίχων του, που είναι ανεπανόρθωτα συνδεδεμένοι με μια συναρπαστική και ελάχιστα αντιληφθείσα φύση.

Ο τόμος αυτός έχει ως στόχο να παρουσιάσει στον Έλληνα αναγνώστη στίχους που ο ποιητής εμπνεύστηκε από τη δική του Ελλάδα, την οποία αντιλαμβάνεται από τη θέση ενός σύγχρονου ταξιδιώτη που αναζητά το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας μες στο σημερινό Μεσογειακό τοπίο.

Οι στίχοι οι οποίοι γράφτηκαν από τον Peter Sragher απευθείας στα αγγλικά ή στα γερμανικά έχουν διατηρηθεί στην αρχική τους μορφή, αμετάφραστοι, μια πρόσκληση εκ μέρους μας για μία πολύ σύγχρονη και πολύγλωσση ανάγνωση. Το τοπίο ίδιο, οι ήχοι διαφορετικοί.

Μόνιμη επιθυμία και προσπάθεια της μεταφράστριας ήταν το αποτέλεσμα της ατέλειας πράξης της μετάφρασης που έγινε, να αποδώσει, όσο ήταν δυνατό, τον ορμητικό ρυθμό του στίχου και τους βαθιά φιλοσοφικούς στοχασμούς του συγγραφέα. Βέβαια, την ίδια στιγμή, η ίδια δεν μπόρεσε και δεν ήθελε να θέσει σε δεύτερο πλάνο την αγάπη του ποιητή για την Ελλάδα, αγάπη την οποία εκείνος εξέφρασε μεσ’ από τους στίχους του, μια λυρική των μεγάλων συμβόλων που θυμίζουν τον μεταμοντερνισμό, ειδικά όταν αυτή μετατρέπεται σε ύλη για Performance Poetry και το κείμενο γίνεται τέχνη ζωντανή και βιωμένη, πράγμα που καθιστά τον Peter Sragher μια πολύ ιδιαίτερη φωνή στη σύγχρονη ρουμανική ποίηση.

Η ποιότητα της ποίησης του Peter Sragher δικαιολογεί την προσπάθειά μας να κάνουμε να συναντηθούν σ’ αυτό το βιβλίο δύο κόσμοι – πράγμα καθόλου εύκολο, όπως επίσης δεν είναι αυτονόητο να εκφράζει κανείς σε δύο γλώσσες το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, ειδικά επειδή στο σημερινό κόσμο, τον ταραγμένο από την οικονομική κρίση και από την κρίση αξιών, φαίνεται λίγο τρελό να σχεδιάσει κανείς τη μεταφορά της ποίησης πέρα από τη δική της χώρα. Ακόμα περισσότερο επειδή μιλάμε για τη ρουμανική ποίηση, μέρος μιας κουλτούρας που θεωρείται μικρή από κάποιους.

Μεταφράζοντας ρουμανική ποίηση στα ελληνικά, μεταφράζοντας έναν ρουμανικό στοχασμό που σχετίζεται με την Ελλάδα, συγχρόνως τίθεται το ερώτημα της ταυτότητας του άλλου: Τι μπορεί, άραγε,  να ειπωθεί για την Ελλάδα στη Ρουμανία; Ο Peter Sragher μάς προσκαλεί να το μάθουμε.

*****

 

μυκηναϊκό πτηνό

 

είμαι πτηνό γεννημένο  από τους μελανιασμένους από την τέφρα ογκόλιθους των μυκηνών.
υψώνομαι.
ο αέρας φτερουγίζει κάτω από μένα.
ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το άχρουν μηδενικό με μεταφέρει στα μπράτσα του τόσο ψηλά.
ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να ήμουν ικανός να φτάσω με το μέτωπό μου στ’ άστρα. 
βυθίζω το φτερό μου στον αέρα και πέφτω ολοταχώς.
λησμονώ το σώμα μου.
είμαι ελαφρότερο απ' τα λόγια.
είμαι αέρας υποταγμένος  από το χρώμα.
είμαι.

ποτέ του το σφύριγμα του ανέμου δεν με ζάλισε τόσο πολύ.
το πτέρωμά μου σχίζει το διάστημα.
απ’ τη δράση δεν απομένει πια τίποτα. 
το σώμα μου σ’  ένα βλέμμα κρέμεται.
πάντα ποθούσα να είμαι ουρανός.
πάντα ποθούσα να ρουφήξω τον απλωτό αέρα πάνω απ’ τη βρεγμένη γη και να του πιω την ύπαρξη.
το γαλανό μου βλέμμα θα’ ναι ερωτευμένο με τ’ αστέρια μέχρι να τελειώσει το χρώμα. 

κλειδωμένος είναι

              στον Σωκράτη

 

κλειδωμένος είναι
της ψυχής ο  φεγγίτης
και δάκρυα πια
           ανύπαρκτα
μονάχα γεύση
μόνον αίσθηση
μονάχα ακονισμένη ακοή
              απ’ το γλυκοχάραμα
στην αστραπή του
                Δία
ανηλεής
να χτυπά την πέτρα μέχρι την
                καρδιά
αίμα ρέει
αίμα από πέτρα, κρυμμένη
απ’ τα ποτάμια στη
                 γη
απ’ το αιγαίο
ρέει άμμος καμωμένη
               σε άγαλμα
απ’ τη δύναμη της τρίαινας του ποσειδώνα

κλειδωμένος είναι
της ψυχής ο φεγγίτης
σφραγισμένος
αμπαρωμένος
κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει
στο βυθό του είναι μου

κανείς δεν με ξέρει
κανείς δεν με βλέπει

τυφλός είμαι
τυφλός είμαι
τυφλός είμαι

αλλά ανοίγω
την αγκαλιά μου
πλατιά
και περιφέρομαι στιγμιαία,
στον ασκό του αιόλου

με σοροκάδα
με νεφώδη θύελλα 
με αδιάκοπη βροχή

πάντα χωρίς ζέφυρο
πάντα χωρίς ζέφυρο
πάντα χωρίς ζέφυρο

και μόνο τότε
μόνον τότε
μονάχα τότε
 
βλέπω τα πάντα


είμαι ο φοίνιξ 

και πάλι πετάω
πετάω πάνω απ’ την αλεξάνδρεια
στα χείλη μου κείτονται τόσες
              λέξεις
εδώ και χιλιάδες χρόνια

μαζί  μ’ εμένα
κάηκαν και οι πάπυροι
               της  αλεξάνδρειας

ναι
πετάω

από τα φτερά του πτηνού των μυκηνών
πήρα την ορμή μου
στα φτερά του πτηνού των μυκηνών
βρήκα την αγάπη
και ποτέ δεν αφέθηκα
τυφλωμένο από
                          τον ήλιο

κάθε φορά 
μετέτρεψα τον αέρα
στην ελπίδα των φτερών
               μου

πετάω
ύστερα από τόσο καιρό
ξαναγεννήθηκα μόλις
               αυτή τη στιγμή
 παρασύρομαι απ’ τον άνεμο
και από την καλή πρόθεση του
πτηνού των μυκηνών

πετάω
πάνω από τη μεσόγειο
και μέσα μου πετάει ο χαμένος 
              θησαυρός

πετάω
ξαναπετάω μετά από δύο χιλιετίες
αλλά κανείς δεν με βλέπει

κάποιος ακούει ένα πετάρισμα 
φτερών
και πιστεύει ότι είναι ο θεός
απλώνει με το βλέμμα την πίστη του μέχρι 
τα βράχια τής ακρογιαλιάς και
                     προσεύχεται


δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι προσεύχονται
μπροστά στο αόρατο 
  σώμα μου 
επειδή  εγώ ζω μ’ όλες τις σκέψεις τους
                       πάνω στα χείλη μου
μόνο που κανείς δεν έχει τρόπο να τις στρώσει
                        σε μια κόλλα
γιατί κανείς 
μα κανείς 
απολύτως κανένας δεν
με βλέπει
μόνο εσύ μπορείς να γράψεις
όλα όσα έχω εγώ στην ψυχή μου και
είναι όλα δικά σας

μόνον εσύ μπορείς               
                        να με δεις
μόνον μια φορά
μόνο μια στιγμή
όταν θα σου επιστρέψω
τη βιβλιοθήκη της αλεξάνδρειας


ρίζα ελιάς

ρίζα ελιάς είμαι στις πλαγιές του ολύμπου, μπηγμένη στο λευκό βράχο, προσκολλημένη στη γη της ελλάδος.
τόσο καιρό υπάρχω και δεν ξέρω καν αν ακόμα τα χρόνια είναι καταμετρημένα ή με προσπερνούν, δίχως να το ξέρω, όπως ο ήλιος, από την ανατολή μέχρι τη δύση του. 
πολύ στροβιλίζομαι μέχρι τα άδυτα για να κλέψω από τους θεούς 
το νερό για τον πράσινο καρπό, με τα δόντια μουδιασμένα 
απ’ την ξινίλα του.
με τις δυνατές μου παλάμες ρουφάω το νερό μες στον κορμό μου και το σπρώχνω προς τα φύλλα.
πόσες φορές μετέτρεψα το άνθος ελιάς σε χρώμα και καρπό, δεν το ξέρω πια.
το σώμα μου ολόκληρο καταλαμβάνεται και τώρα από μία μόνο επιθυμία.
να πλάττει  μορφή.
να αποκτήσει τη στρογγυλάδα του ηλίου.
να επιμηκυνθεί μέχρι την άκρη του φύλλου.
να σκληρύνει μες στο κουκούτσι.
να φθίνει μέχρι τον διπλωμένο από φως καρπό.
να γυαλίσει τον καρπό μέχρι να λάμψει.

να αναβλύσει στην ελιά.
να ντυθεί στου χόρτου το χρώμα.
να λησμονήσει τον εαυτό του, χαϊδεμένο απ’ τη ζεστασιά.

σκέπαζα τις ελιές, προστατεύοντάς τις από την οργή τον ηλίου, με πράσινο, στενόμακρο φύλλωμα, να μη χαθεί του χρώματός τους
 η χαρά. 
πολλές φορές έχω κρύψει την ψυχή μου μες  σ’ έναν καρπό, για να φτάσει στην καρδιά των θεών.
ερωτευμένος με τις ελιές, ο άνεμος προσπαθεί να τις κόψει απ’ το σώμα μου και ρίχνεται σε μια μεθυστική αιώρηση. θέλει να τις χάσει στη χαρά του αγέρα.
δύσπιστος προς τις υποσχέσεις, αφού δελεάζει τους καρπούς 
με τη φευγαλέα σιλουέτα του αιθέρα, ο άνεμος τους επιτρέπει να γλιστρήσουν άκαμπτοι στον αέρα, σε μια αόρατη ισορροπία, 
σπρώχνοντάς τους μετά πάνω σε κάποιους βράχους ή προσδίδοντάς τους τη λάμψη της θάλασσας. 
ο ήλιος είναι εχθρικός μαζί μου, μου κλέβει το νερό, τσιγκούνης καθώς είναι, ως τον  κορμό, καίγοντάς με μέχρι θανάτου.
απ’ τον καπνό της μηδαμινότητάς μου βγαίνει απ’ τα σύννεφα 
ένα ραντισμένο από βροχή ουράνιο τόξο και γεννιέται νέα ελιά. 
έτσι έμαθα τι είναι η αθανασία. 
 

**********

Urcarea Acropolisului

 

pasăre de micene

sunt pasăre născută din pietrele înnegrite de cenușa micenei.
mă ridic.
aerul zboară sub mine.
niciodată n-am știut de ce nimicul incolor mă poartă pe brațe atât de sus.
niciodată n-am înțeles de ce-aș putea atinge cu creștetul stelele.
îmi înfig aripa în aer și cobor iute de tot.
uit de trup.
sunt mai ușoară decât cuvintele.
sunt aer curbat de culoare.
sunt.

niciodată șuieratul vântului nu m-a  amețit atât de tare.
penele mele taie spațiul.
din mișcare nu mai rămâne nimic.
trupul meu este suspendat într-oprivire.
întotdeauna mi-am  dorit să fiu cer.
întotdeauna mi-am  dorit să sorb aerul întins peste pământul umed și să-i  beau ființa.
privirea mea albastră o să iubească stelele până la sfârșitul culorii.
 

închisă este    

               lui socrates

închisă este
fereastra sufletului
și lacrimile nu mai
există
doar gust
numai simț
doar auz ascuțit de
            lumina dimineții
în fulgerul lui
            zeus
necruțător
izbind piatra până la
            inimă
sânge curge
sânge de piatră ascunsă
de râuri în
            pământ
din marea egee
curge nisip făcut
            statuie
de puterea tridentului
lui poseidon

închisă este
fereastra sufletului
ferecată
zăvorâtă
și nimeni nu poate pătrunde
în adâncul ființei mele

și nimeni nu mă știe
și nimeni nu mă vede

orb sunt
orb sunt
orb sunt

îmi deschid însă
brațele
larg
și cutreier într-o clipită
burduful lui aeolus

cu pale de vânt
cu furtuni de nori
cu ploaie neîncetată
 
mereu fără zefir
mereu fără zefir
mereu fără zefir
 
și doar atunci
abia atunci
numai atunci
 
văd totul

sunt pasărea phoenix

zbor iarăși
zbor deasupra alexandriei
pe buzele mele zac atâtea 
               cuvinte
de mii și mii de ani

odată cu mine 
au ars papirusurile 
               alexandriei

da
zbor

din penele pasării de micene 
mi-am  luat elanul 
în penele pasării de micene 
am găsit iubirea 
și nicicând nu m-am  lăsat 
orbită de
               soare 

de fiece dată 
am prefăcut aerul 
în speranța aripilor 
               mele

zbor
după atâta amar de vreme 
am renăscut abia în 
                clipa asta
purtată de vânt 
și de gândul bun al 
pasării de micene

zbor
deasupra mării mediterane 
și-n mine zboară comoara 
               pierdută

zbor
zbor iarăși după două mii de ani 
dar nimeni nu mă vede

rădăcină de măslin

sunt rădăcină de măslin la poalele olimpului, înfiptă în stânca albă, încleştată de pământul eladei.
de-atâta  vreme sunt, că nu mai ştiu nici dacă anii se mai numără sau trec, fără să ştiu, pe lângă mine, aidoma soarelui, din răsărit spre apus.
tare mă mai învârtoşez până-n   adâncuri, ca să fur apa zeilor pentru fructul verde, strepezit de-acreală.
prin mâinile mele puternice sorb apa până-n   trunchi şi-o împing spre frunze.
de câte ori am prefăcut floarea de măslin în culoare şi fruct, nu mai ştiu.
întreg trupul meu este cuprins şi-acum  de-o singură dorință.
să creeze formă.
să ia rotunjimea soarelui.
să se lungească până la marginea frunzei.
să se-ntărească în sâmbure.
să coboare în fructul îndoit de lumină.
să catifeleze fructul până la strălucire.

să răbufnească în măslină.
să îmbrace culoarea firului de iarbă.
să uite de sine, răsfățat de căldură.

acopeream măslinele de mânia soarelui cu frunze verzi, prelungi, ca să nu-şi irosească bucuria culorii.
de câte ori nu mi-am  ascuns sufletul într-un fruct, ca să ajungă în inima zeilor.
îndrăgostit de măsline, vântul se străduie să mi le rupă din trup, aruncându-se într-un balans amețitor. vrea să le piardă-n bucuria aerului.
necredincios în făgăduințe, după ce amăgeşte fructele cu silueta
trecătoare a înălțimilor, vântul le îngăduie să alunece inerte pe aer, într-un echilibru nevăzut, zvârlindu-le apoi pe câte-o stâncă sau dăruindu-le luciul mării.
soarele mă duşmăneşte, furându-mă de apă, zgârcit cum este, până la trunchi, arzându-mă până la moarte.
din fumul neființei mele iese un curcubeu din nori, stropit de ploaie, şi se naşte alt măslin.
aşa am învățat ce este nemurirea.
 

© Poeticanet  τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Νοεμβρίου 2018