Εκτύπωση του άρθρου

ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ 

Το ανολοκλήρωτο ως δυνητικό στο έργο του Ε.Χ. Γονατά  
                                                                                                           Να τη σέβεσαι τη Νύχτα
                                                                                                                               
Η κρύπτη


Τ
ο 2003, ο Ε.Χ. Γονατάς, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω, δήλωνε ότι δεν είχε ακόμα κλείσει τον κύκλο του προσωπικού του έργου – ενώ αντιθέτως η μετάφραση, ως παράπλευρη δημιουργία, είχε πάψει πια να εμπίπτει στα ενδιαφέροντά του. Μετρώντας το χρόνο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο τον μετρούσε μέσα στα κείμενά του, με ορίζοντα δηλαδή την αιωνιότητα ή τη στιγμή που εμπεριέχει τη δυνατότητά της, αυτός ο «συγγραφέας της εξαιρέσεως», όπως ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτό του, δεν δεχόταν ότι ήταν συγγραφέας του φανταστικού, αλλά του «ανήκουστου», που μπορεί να είναι και το πιο απλό και καθημερινό γεγονός. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ο Ε.Χ. Γονατάς μπορεί να είναι σήμερα υπερήφανος, αφού το προσωπικό του έργο, παρά την αναγκαστική ολοκλήρωση του corpus του λόγω του βιολογικού θανάτου του, παραμένει ανοιχτό σε όλα τα επίπεδα, οιονεί ανολοκλήρωτο, όχι με τον τρόπο του ημιτελούς αλλά του δυνητικού, εμπεριέχει τη συνέχεια και την αναίρεσή του, την μελλοντική υλοποίηση και τελειότητά του. Και το γεγονός αυτό οφείλεται στις ιστορίες που αφηγείται, ιστορίες σύντομες, μετέωρες, ιστορίες που περικλείονται στο ελάχιστο των λέξεων σαν σε κουκούλι ή σε όστρακο, ονειρικές και υπερφυσικές, σουρεαλιστικές και παράδοξες, οριζόμενες από αλληλοαναιρούμενα δίπολα, από συναιρούμενες αντιθέσεις: εντός και εκτός, οργανικό-ανόργανο, κίνηση-ακινησία, άνοιγμα-κλείσιμο, απόσπασμα-όλον, συνείδηση-κόσμος. Οφείλεται και στην ίδια τη φόρμα που τις περικλείει, αφήνοντάς τους ωστόσο άπειρες διαφυγές, μέσα από τις ρωγμές που δημιουργεί η αυτοομοιότητα, που καθορίζει τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο των αφηγήσεών του.
          
Οι ιστορίες του εξεικονίζουν με τρόπο αποσπασματικό την ίδια τη ρευστότητα, τη ροή της ύλης και της ενέργειας στις άπειρες μεταλλαγές τους, με τον τρόπο ενός διαρκούς ονείρου, μιας ατελείωτης ονειροπόλησης, μέσα από την οποία γεννιέται ο ίδιος ο κόσμος. Διότι ο Γονατάς ήταν ένας κοσμικός ονειρευτής[1], όπως τον όριζε ο Gaston Bachelard, ανοιγόταν στον κόσμο και ο κόσμος ανοιγόταν σ’ αυτόν. Και για το σύμπαν του, ισχύει η ρήση του Bachelard ότι «για να δούμε πραγματικά τον κόσμο πρέπει οπωσδήποτε να ονειρευτούμε αυτό που βλέπουμε[2]». Μέσα από τα διαβαθμισμένα αυτά επίπεδα του ονείρου και της πραγματικότητας, ο Γονατάς δεν αναπαριστά πλέον τον κόσμο, αλλά τον μεταμορφώνει. Οι εικόνες του  συναιρούν το πραγματικό με το υπερπραγματικό, αποτυπώνουν τα πράγματα εν τω γεννάσθαι, σε μια μορφή οιονεί σπερματική, ως δυνατότητες που παραμένουν μετέωρες και ανοιχτές. Καθώς όμως αυτος ο ονειρευτής πηγαίνει «στο βάθος των πραγμάτων[3]», οι εικόνες του, εφήμερες και αποσπασματικές ως εκ της φύσεώς τους, αποκτούν μια μεγαλύτερη σταθερότητα, επιβεβαιώνοντας τη γνωστή διαπίστωση των σουρεαλιστών ότι ότι «υπάρχει ένα ορισμένο σημείο του πνεύματος με βάση το οποίο σταματάμε πλέον να αντιλαμβανόμαστε ως στοιχεία αντιφατικά τη ζωή και το θάνατο, το πραγματικό και το φανταστικό, το παρελθόν και το μέλλον, ό,τι μπορεί να μεταδοθεί και ό,τι δεν μπορεί, το υψηλό και το ποταπό»[4]. Καθώς το ονειρικό στοιχείο συυγχωνεύει τις διάφορες χρονικότητες και οι συνειρμικές ακολουθίες καταλύουν το χώρο, τα κείμενα του Γονατά καταλήγουν να μην παριστάνουν πλέον μια πραγματικότητα, ούτε καν την υπέρβασή της, αλλά να την δημιουργούν εξαρχής με τον τρόπο της ρομαντικής «εν προόδω καθολικής ποίησης» (progressive Universalpoesie), που στόχο είχε να συγκεράσει όλα τα είδη της ποίησης, την ποίηση με την πρόζα, να καταστήσει την ποίηση ζωντανή και κοινωνική και την ζωή και την κοινωνία ποιητική, χωρίς να παραβλέπει το χιούμορ[5]
      Διότι μπορεί ο Γονατάς να διακηρύσσει ότι γράφει «διηγήματα», «αφηγήματα», όπως πολύ σωστά όμως έχει επισημάνει πολύ νωρίς ο Παν. Μουλλάς, το έργο του διατηρεί «άρρηκτο ερωτικό δεσμό» με την ποίηση
[6]. Με τη ρομαντική ποίηση, όπου η νύχτα αποτελεί τον κατεξοχήν χρόνο της δράσης, που αφυπνίζει τον άνθρωπο στη σχέση με τον μέσα κόσμο του, ίδιο και μαζί διαφορετικό από τη φύση, που του ανοίγει τις οδούς του ασυνείδητου και του υπερπραγματικού. Στον Νοβάλις, που τραγουδά «πιο ουράνια κι απ’ τα περίλαμπρα αστέρια μας φαίνονται τώρα τ’ άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει[7]», ο Γονατάς απαντά με έναν αφορισμό: «Να τη σέβεσαι τη Νύχτα» (Κρύπτη). Αυτή η νύχτα, πυρήνας και μαζί διάκοσμος, φωτισμένη τόσο από τα άστρα και το φεγγάρι, αλλά και από κεριά, πολλά κεριά που στάζουν, λάμπες και νυχτοφάναρα, και κάθε είδους φωτεινή πηγή, ακόμα και από ένα πρόσωπο «που φεγγοβολούσε στο ποτάμι τα βράδια», είναι ο χωρόχρονος του ταξιδιού, της περιπλάνησης, της εξερεύνησης, των φόβων που παρακινούν ή καθηλώνουν. Ο Ταξιδιώτης[8] που σκότωσε τον Γίγαντα και τρέχει να ξεφύγει τη σύλληψη, βλέπει να γυαλίζουν πέρα μακριά νερά μικρών λιμνών, «όμως αυτός έβλεπε ένα κερί να πλέει σε κάθε επιφάνεια· κάθε τόσο έσταζε από το κερί μια φαρδιά σταλαγματιά, που άπλωνε περισσότερο μόλις έπεφτε στο νερό, και έπλεε κι αυτή σαν άσπρο λουλούδι» (σ. 13). Το σκοτάδι διαλύεται αλλά και παραμένει, διότι δεν είναι εξωτερικό, αλλά και εσωτερικό, όπως στην παρένθετη ιστορία της Προετοιμασίας[9], που κάποιος σε μια σκάλα ζητά ένα φως, του το φέρνουν και τον βλέπουν κατάπληκτοι να σφαλίζει τα μάτια. Και «με το κερί στο τεντωμένο χέρι του άρχισε να κατεβαίνει».
    
Η φύση στον Γονατά κρύπτεσθαι φιλεί, και καταφεύγει στη μεταμόρφωση. Στον κόσμο του, τη μέρα και τη νύχτα, κατοικούν εύπλαστα ζώα και ευλύγιστα φυτά, που υποβάλλονται σε κάθε είδους δοκιμασία, για να αποδειχτεί η μέθεξή τους στο απόλυτο της ζωής, ή του ονείρου, που τόσο συχνά γίνεται εφιάλτης. Από τις αγελάδες με τον φελό που τινάζονται στον αέρα[10], στα γεράκια που «στην κοιλιά τους καίει μια δυνατή φωτιά, και στις μεριές του κορμιού τους που η ψώρα έχει μαδήσει τα φτερά, το κρέας τους είναι κατακόκκινο και ωμό και αχνίζει στο κρύο της αυγής»[11] και στα καρατομημένα περιστέρια[12] ή τους στραγγαλισμένους κύκνους[13], που είναι σαν τον «ήλιο καρατομημένο τράχηλο» του Apollinaire, κι από τα δάση τα πυκνά στις μολόχες που γίνονται νυχτολούλουδα[14] και τα στεγνά πεπόνια[15], η φύση θυμίζει την κόλαση που κλείνει μέσα της η ζωή και εκτονώνεται στα όνειρα που εξηγεί η ψυχανάλυση, ή διαλύεται στους χυμούς της φύσης και του ανθρώπου, και ξαναγίνεται διαρκώς από την αρχή. Όσο για τον άνθρωπο, όταν δεν αποτελεί ένα απλό στοιχείο της φύσης, το μάτι που βλέπει, το αυτί που ακούει, το χέρι που παρεμβαίνει, όταν δρα, τότε η αφήγηση ανοίγει για να υποδεχτεί τα έργα του, τον ονοματίζει, τον μεγαλύνει – και με το χιούμορ του φιτάχνει έναν μεγάλο καθρέφτη, σαν αυτόν που σπάει στην Προετοιμασία, να καθρεφτίζει μαζί το μεγαλείο και την ασημαντότητά του, όπως ορίζονται πό τις ιδιότητες που του προσδίδει το ίδιο του το όνομα: Αγέλαος ή Μεμάς Στηθάς, Μπερτουμής και Αγάθης, ή η απουσία του: ο ταξιδιώτης, ο παπούς, ο νεκρός.  
    
Η αυτοομοιότητα, η επανάληψη της ομοιότητας σε διαφορετικές κλίμακες, εντοπίζεται καταρχήν στα ίδια τα αντιθετικά δίπολα που χαράσσουν τα ρευστά περιγράμματα του συμβολικού αυτού κόσμου - και αναπτύσσονται και αυτά με τρόπο μορφοκλασματικό. Από το εντός και το εκτός του όντος καθαυτού, ενός πουλιού ή ενός καρπού, και τη μεταξύ τους ασυμμετρία, περνάμε στο εντός και το εκτός της διαδρομής του ανθρώπου, στον οίκο και τη φύση, εξίσου τρομερά αμφότερα, αλλά και στο εντός και εκτός της συνείδησης και του ασυνείδητου, της ψυχής του κόσμου. Και όπως ακριβώς το οργανικό και το ανόργανο, ο άνθρωπος και η φύση, υπάρχουν σπερματικά και καθηλώνονται σε μια στιγμή της ύπαρξής τους που αφήνει ανοιχτή την εξέλιξή τους, έτσι και η φόρμα των κειμένων του Γονατά, η μικρή φόρμα, είναι σαν το απόσπασμα του Σλέγκελ, «εντελώς χωρισμένη από τον περιβάλλοντα κόσμο και καθαυτή πλήρης, σαν σκαντζόχοιρος» (απ. 206). Σαν τον «σκαντζόχερο» που προσπαθεί να γεμίσει τη γλάστρα, αφοσιωμένος στον σκοπό του, στην Κρύπτη, ίσως, Ή μήπως σαν τον άλλον «σκαντζόχερο» που αυτοκτονεί γιατί δεν αντέχει τη σκλαβιά στις Τρεις δεκάρες; Όπως και να έχει, η μικρή φόρμα στο Γονατά είναι μορφοκλασματική, σε επιπεδο αφηγηματολογικό, από τα μονόστιχα και τα δίστιχα της Κρύπτης ως την νουβέλα του Φιλόξενου Καρδινάλιου,  όσο και αντανάκλασης του περιεχομένου, του οποίου αποτελεί το ακριβές ομόλογο: εκφράζει το προσωρινό και το εφήμερο, το ολοκληρωμένο επειδή ανοιχτό, την αναγγελία μιας μελλοντικής τελειότητας, την καθολικότητα του αποσπάσματος. Από τη λέξη στην φράση, στην πρόταση και ούτω καθεξής, οι αναπτύξεις/μεταμορφώσεις της φόρμας περνούν στην ίδια τη γλώσσα εντέλει, που δεν σημαίνει αλλά δημιουργεί τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, σε μια ερμητική γραμματική της αλχημείας του λόγου, της γραφής της ίδιας.

 

 Τιτίκα Δημητρούλια


[1] Gaston Bachelard, La poétique de la rêverie, PUF, 148. 
[2] Αυτόθι.

[3] Gaston Bachelard, ο.π., 151.

[4] André Breton, «Second manifeste du surréalisme (1930)». Στο: Manifestes du surréalisme, Paris, Gallimard, collection «Idées», 1979 [1962], 76-77 
[5] Βλ. Athenaeum, 116. 
[6] Για τη μεταπολεμική πεζογραφία μας, εκδ. Στιγμή, 1989, 12. Το κείμενο με τον τίτλο «τα ευρήματα της κρύπτης» είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο περιοδικό Διαγώνιο, Γ´, αρ. 1, Πρωτοχρονιά 1960.

[7] Μετ. Κ. Κουτσουρέλης, Ποίηση, 7, 1996.

[8] Στιγμή, Αθήνα, 2001.

[9] Στιγμή, Αθήνα, 1991.

[10] «Οι αγελάδες», Αγελάδες, Αθήνα, Στιγμή, 1992.

[11] Ο ταξιδιώτης, ο.π.

[12] Η κρύπτη, Αθήνα, Στιγμή, 2006, 34.

[13] «Οι κύκνοι», Οι αγελάδες, ο.π.

[14] Αυτόθι.

[15] «Δακοπές», Τρεις δεκάρες, Αθήνα, Στιγμή, 2006.


Ημ/νία δημοσίευσης: 3 Μαΐου 2007